a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Περί λεπτομερείας.

Ο συγγραφέας του άρθρου δεν είναι φιλόλογος, ευτυχώς δηλαδή γιατί ως επί το πλείστον οι φιλόλογοι δεν σκέπτονται αλλά αναμασούν έτοιμη μασημένη τροφή. Όπως και να έχει, και σ΄ αυτό όπως και σε όλα τα άρθρα του συγκεκριμένου ιστολογίου, εκφράζουμε σκέψεις, θέτουμε ερωτήματα και τολμούμε απαντήσεις οι οποίες όμως πρέπει να διυλίζονται από τους αναγνώστες.
Πριν από μερικές ημέρες λοιπόν έγινε ο τελικός του Ρολάν Γκαρός μεταξύ Φέντερερ και Ναδάλ. Τελικός νικητής του παιχνιδιού αναδείχθηκε ο Ναδάλ με αποτέλεσμα 3-1 όμως το παιχνίδι κρίθηκε (;) σε μία λεπτομέρεια. Σε ένα σέτμπολ στο τέλος του πρώτου σετ και ενώ ο Φέντερερ προηγείτο 5-3 ο διαιτητής είδε ότι η μπάλα βγήκε εκτός ενώ ήταν φανερά πάνω στην γραμμή. Αποτέλεσμα; Ο Φέντερερ έχασε την ευκαιρία να πάρει το σετ, έχασε την ψυχολογία του και αντί να τον ακολουθεί ο αντίπαλος του στο σκορ, αντεστράφησαν οι όροι. Ήταν μια λεπτομέρεια που κατά την άποψη μου έκρινε το παιχνίδι.
Γενικότερα υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες  τεραστίας σημασίας. Ας δούμε μερικές από αυτές.
Σε τι διαφέρει πχ η κλίμαξ ΝΤΟ μείζονα από την αντίστοιχη ΣΟΛ; Σε μία δίεση, αλλάζοντας το ΦΑ σε ΦΑ# (δίεση) αλλάζει η κλίμακα. Τόσο απλά, μια μικρή αλλαγή, μια αλλοίωση κατά ένα ημιτόνιο αλλάζει ολόκληρη την κλίμακα. Εάν δε αλλάξουμε την κλιμάκωση τόνος-τόνος-ημιτόνιον-τόνος-τόνος-τόνος-ημιτόνιον σε τόνος-ημιτόνιον-τόνος-τόνος-ημιτόνιον-τριημιτόνιον-ημιτόνιον τότε μια μείζονα κλίμαξ μετατρέπεται σε ελάσσονα ή ακόμη πιο παραστατικά εάν η διάταξη 2-2-1-2-2-2-1 αλλάξει σε 2-1-2-2-1-3-1. Τι παρατηρούμε; Ότι το σύνολο 2+2+1+2+2+2+1=12 δηλαδή ίσο με το σύνολο 2+1+2+2+1+3+1=12 δηλαδή θα λέγαμε ότι η αλλαγή από ματζόρε σε μινόρε είναι μια λεπτομέρεια καθώς στην ουσία η απόσταση από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα της κλίμακος είναι ίδια. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα καθώς άλλη η αρμονία της μίας και άλλη της άλλης περίπτωσης. Μία μείζονα μουσική κλίμαξ είναι κατά κανόνα χαρούμενη και ζωηρή ενώ μια ελάσσονα είναι μελαγχολική και θλιμμένη. Δηλαδή με λίγες μικρές μετατοπίσεις μπορούμε να αλλάξουμε ολόκληρη την  αρμονία της μουσικής. Μικρές δηλαδή αλλαγές στους συνδυασμούς συχνοτήτων.
Έστω μια ομάδα ποδοσφαίρου αγωνίζεται με σύστημα 4-4-2. Το σύστημα μπορεί με μία μόνο αλλαγή (ένας παίκτης από την άμυνα στο κέντρο) να μετατραπεί σε 3-5-2 ή με μεταφορά ενός ποδοσφαιριστού από την επίθεση στο κέντρο να γίνει 4-5-1. Είναι αλήθεια μικρή και ασήμαντη λεπτομέρεια μία τέτοια αλλαγή; Τι κάνουμε στην ουσία; Αλλάζουμε απλά και μόνο την θέση ενός παίχτη. Κι όμως αυτή η μικρή “ λεπτομέρεια” είναι κολοσσιαίας σημασίας για την συμπεριφορά της ομάδος.
Το 1981 λοιπόν καταργήθηκε από την Ελληνική γραφή το πολυτονικό σύστημα και καθιερώθηκε το μονοτονικό. Ο “ τόνος” ως λέξις ετυμολογείται από το “ τείνω”, τραβώ-τεντώνω θα το λέγαμε απλοποιημένα. Επομένως θα λέγαμε ότι δεν άλλαξε μόνον ως προς το ηχητικό αποτέλεσμα η γλώσσα αλλά και ως προς την δυναμική και την αρμονία. Εάν το μονοτονικό τονίζει τους φθόγγους δυναμικά, απλά τους τεντώνει δηλαδή, το πολυτονικό το έκανε αυτό από διαφορετικές κατευθύνσεις, δεν ήταν δηλαδή απλώς πολυτονικό το σύστημα αλλά και πολυροπικό, θα λέγαμε με έναν αδόκιμο όρο. Άλλαξε ολόκληρη η αρμονία της ελληνικής γραφής άρα και γλώσσας.
Όμως συνηθίζουμε όταν αναφερόμαστε στην αλλαγή του συστήματος γραφής να κάνουμε αναφορά μόνον στην αλλαγή των τόνων. Αυτό είναι τεράστιο σφάλμα. Δεν καταργήθηκε μόνον η περισπωμένη, η ψιλή και η δασεία. Έγιναν πολύ χειρότερα πράγματα.
Καταργήθηκε το τελικόν “ ν”. Είναι και αυτό βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια. Είναι όμως πράγματι μια μικρή λεπτομέρεια; Αν προσέξουμε την Ελληνική γλώσσα θα δούμε ότι σπανίζει η διαδοχική χρήση φωνηέντων τύπου “ ουαεα” όπως επίσης και η μεγάλη συγκέντρωση συμφώνων (“ κναουφχγκ…”). Στην Ελληνική γλώσσα συνηθίζεται να υπάρχει διαδοχή και εναλλαγή συμφώνων και φωνηέντων και όταν κάτι διαταράσσει αυτήν την αρμονία τότε ενεργοποιούνται μηχανισμοί που επαναφέρουν την τάξη. Αυτοί οι μηχανισμοί καλούνται “ φθογγικά πάθη” (έκθλιψις, αντέκτασις, έκτασις κλπ). Το τελικόν “ ν” επιτελούσε κατά κάποιον τρόπον και ρόλον διαχωριστικόν.
Βεβαίως στην συγκεκριμένη στιγμή είναι σίγουρο ότι ο μέσος αναγνώστης δεν μπορεί να αντιληφθεί την λεπτομέρεια όπως εγώ ή άλλος πόντιος ή Κύπριος, καθότι είμαι ποντιακής καταγωγής και εμείς συνηθίζουμε στην ποντιακή το τελικό ‘ν’, όσοι τουλάχιστον έχουμε ανάλογα ακούσματα. Για να μπορέσει όμως ο αναγνώστης να διαπιστώσει την έλλειψιν και το κενόν του τελικού ‘ν’ ας φανταστεί τις λίγες λέξεις που εξακολουθούν τα το διατηρούν, απαλείφοντας το. Πως θα μας φαινόταν αλήθεια εάν μας μιλούσε κάποιος για βήμα “ σημειωτό” αντί για “ σημειωτόν”; “ Μείζο” αντί για “ μείζον”; “ Σχεδό” αντί “ σχεδόν”; “ Τολμό” αντί “ τολμών”; “ Αδύνατο” αντί “ ανδύνατον”; Παρό αντί παρόν; Καθήκο αντί καθήκον; Δεν είναι πολύ αστείες οι λέξεις χωρίς το τελικό “ ν”;
Βλέπουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις η έλλειψις του τελικού “ ν” μας φαίνεται είτε ανάρμοστος είτε παραπλανητική. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό σε κάποιες λέξεις και όχι σε όλες όσες έχασαν το τελικόν “ ν”; Μα γιατί έχουμε ήδη μεταλλαχθεί. Μέσα μας η αισθητική αλλαγή της αρμονίας της γλώσσης έχει ήδη επιτευχθεί. Αυτές δηλαδή οι μικρές αλλαγές έχουν επιφέρει κολοσσιαία μετατόπιση στο αισθητικό μας κριτήριον.
Ας κάνουμε μία μικρή παρένθεσιν. Η αλλαγή του συστήματος με πρόλαβε στο δημοτικό σχολείο. Δεδομένης της ποντιακής μου καταγωγής και της συνέχειας ποντιακών ερεθισμάτων, μπόρεσα να διατηρήσω κάποια στοιχεία του παρελθόντος ενώ ταυτόχρονα έγινα και πειραματόζωον του νέου εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι: από την στιγμή που ανήκω στην πρώτη γενεά των γλωσσικών πειραματοζώων του συστήματος, δεν έχω μόνον το δικαίωμα να κρίνω ‘τας αλλαγάς’ αλλά και υποχρέωση να το πράξω. Εάν δεν κρίνουμε τις αλλαγές εμείς, τα πρώτα πειραματόζωα, ποιος θα το κάνει;
Πέρα από την κατάργηση του τελικού “ ν” άλλαξαν κι άλλα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η σταθεροποίηση (κατά κανόνα) της τονιζομένης συλλαβής. Ενώ δηλαδή κάποτε κλίναμε ‘η πρόνοια – της προνοίας…’ σήμερα λέμε ‘ η πρόνοια – της πρόνοιας’, ‘ο δημόσιος – του δημόσιου’ αντί για ‘ο δημόσιος-του δημοσίου’ και χιλιάδες άλλα παραδείγματα. Ποια είναι η επίπτωσις της μη αλλαγής της τονιζομένης συλλαβής; Η εξάρτηση του ονόματος από το άρθρο.
Η κλίσης των ονομάτων είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξις, κλίσις από το κλίνω (με ‘ι’). Θα έπρεπε δηλαδή και μόνον η αναγραφή ή η εκφορά κάποιου ονόματος να κατατοπίζει τον αναγνώστη ή ακροατή αντιστοίχως ως προς την κλίση του ονόματος. Ακούγοντας λ.χ. κάποιος την λέξη “ αναφερόμενον” μπορεί να διακρίνει ότι διαφέρει από την λέξι “ αναφερομένων”, απεναντίας αυτή η σαφής διάκριση δεν είναι εφικτή μεταξύ των “ το αναφερόμενο” και “ των αναφερόμενων” και έτσι ο ακροατής περιμένει να ακούσει το άρθρο για να κατατοπιστεί. Δηλαδή μετατοπίζεται η προσοχή από το όνομα στο άρθρο. Επομένως και η αλλαγή του τρόπου μετατόπισης του τονισμού ήταν μια μικρή λεπτομέρεια μείζονος όμως σημασίας. Μια λεπτομέρεια που άλλαξε όλην την γλωσσική μας αντίληψη και αισθητική.
Ήταν μόνον αυτές οι αλλαγές; Όχι βεβαίως, άλλαξε και κάτι ακόμη. Ακυρώθηκε η κατάληξις -ως των επιρρημάτων. Το απλώς έγινε απλά, το ρητώς έγινε ρητά, το οικονομικώς οικονομικά, οικογενειακώς άλλαξε σε οικογενειακά, ομαδικώς σε ομαδικά κ.ο.κ. Δηλαδή το επίρρημα έχασε την σαφή διάκριση από την ονομαστική του πληθυντικού του ουδετέρου, επομένως πάλι ο ακροατής αναγκάζεται να αποσπάσει την προσοχή του από το όνομα και να την επικεντρώσει στο άρθρο. Εάν υπάρχει τότε έχουμε ουσιαστικό, εάν όχι τότε έχουμε επίρρημα. Λεπτομέρεια και αυτή. Μικρή και ασήμαντη (;;;).
Βέβαια οι πολέμιοι της καθαρευούσης θεωρούν ότι η καθαρεύουσα δεν ομιλήθη ποτέ, αναρωτήθηκαν όμως ποτέ εάν πχ η ημέρα Δευτέρα ήταν καθαρευουσιάνικη λέξη ή λαϊκή; Το ίδιο με την δευτέρα δημοτικού (κανείς δεν λέει ότι πάει δεύτερη δημοτικού), η ταχύτητα μετά την πρώτη στο αυτοκίνητο μας είναι η δευτέρα, μετά η τρίτη και μετά η τετάρτη (όχι η τέταρτη). Καταγγέλλουν ειρωνικά δε την λέξις οψάριον ως καθαρευουσιάνικη αλχημεία αλλά κρίνουν μέσα από τον μικρόκοσμο τους. Η λέξις ψάρι προήλθε πράγματι από το οψάριον (ποντιακά οψάρ) που είναι το υποκοριστικό της λέξεως όψον, που ήταν ο καθημερινός μεζές – θα λέγαμε – των αρχαίων, ο οποίος αρχικά αποτελούταν από κρομμύδια, σκόρδα και άλλα λιτά τρόφιμα, αργότερα όμως που μπήκαν οι ιχθύες στην διατροφική καθημερινότητα ταυτίστηκαν με την λέξη (το) όψον, υποκοριστικόν το οψάριον (όπως λέμε σήμερα το μεζεδάκι).
Να λοιπόν που φτάσαμε σε ένα από τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί η εστίαση στα άρθρα. Παρατηρούμε στην ποντιακή γλώσσα ότι με την εισαγωγή των άρθρων κάτι ενοχλούσε. Και αυτό που ενοχλούσε ήταν το επιπλέον φωνήεν του άρθρου πριν από λέξεις με αρχικό γράμμα φωνήεν. Έτσι λοιπόν έγινε έκθλιψη των φωνηέντων των άρθρων, με αποτέλεσμα λέξεις όπως ωτία (αυτιά), οφρύδια,  ομμάτια (μάτια), οφίδ (φίδι), οπίς (πίσω) κλπ να παραμείνουν ετυμολογικώς διαφανείς.
Με ακριβώς τον ίδιο μηχανισμό αλλά από την άλλη πλευρά, απ΄αυτήν δηλαδή των ονομάτων, έλαβαν χώρα οι εκθλίψεις στην γλώσσα του Ελλαδικού χώρου.  Ενώ δηλαδή στα ποντιακά το οφίδιον έγινε τ’ οφίδιον και τελικά τ’ οφίδ (ομοίως και οι υπόλοιπες) στην ελλαδική επικράτεια το οφίδιον έγινε το ΄φίδιον και τελικά το φίδι. Δηλαδή η μαζική είσοδος των άρθρων, που ήταν κατά κάποιον τρόπο η απλοποίηση της γλώσσας της εποχής, συνέβαλλε στην αλλοίωση των λέξεων. Ο μηχανισμός λοιπόν αυτός θα ενεργοποιηθεί και στο μέλλον αφού με την απαλοιφή του τελικού “ ν” θα υπάρξει φωνητική σύγκρουση (αδόκιμος όρος) μεταξύ φωνηέντων, αυτό της λήγουσας με το πρώτο φωνήεν της επομένης λέξεως. Η αλλαγή δεν είναι αναγκαίον να γίνει άμεσα, θα γίνει όμως σε βάθος χρόνου εφόσον άνοιξε ο δρόμος.
Στις λέξεις του παραδείγματος παρατηρούμε κάτι ακόμη. Μέσα στο πέρασμα του χρόνου επήλθε η υποκοριστικοποίηση των ονομάτων. Εάν παρατηρήσουμε τις λέξεις σε -ίδι θα δούμε ότι όλες είναι υποκοριστικά. Κρομμύδι ( από κρόμμυον),  ψαλίδι (ψαλίς), αρχίδι (όρχις-ορχίδιον), απίδι (άπιον), (ο)φίδι  (όφις) κ.ο.κ. Θα χαρακτηρίζαμε επομένως την λέξη λ.χ. φιδάκι ως δις υποκοριστικό του όφεως. Στα ποντιακά δεν υπάρχει υποκοριστικό σε -άκι αλλά σε -όπον (οφίδ ->υποκ: οφιδόπον, πουλόπον, ψαλιδόπον, απιδόπον κλπ). Για κάποιον λόγο δηλαδή μίκρυναν τα ονόματα, ίσως επειδή γίναμε μαμόθρευτοι από ένα σημείο και μετά (;;).
Τι εστί κλιτικό σύστημα; Είναι το σύστημα κατά το οποίο γίνεται κατά κανόνα με σαφήνεια η διάκρισις των πτώσεων, πότε με αλλαγή κάποιων γραμμάτων (πχ η πόλις, της πόλεως) πότε δε με αλλαγή της τονιζομένης συλλαβής.
Οι φιλόλογοι κάνουν ένα σημαντικό σφάλμα, αγνοούν ότι η γλώσσα, ειδικά η ελληνική, δεν είναι κυρίως γραπτή αλλά είναι κυρίως φωνητική. Την γλώσσα την ομιλούμε κυρίως και δευτερευόντως την γράφουμε. Ειδικά δε ο ελληνικός κόσμος χαρακτηρίζεται από τις συναθροίσεις πότε στην αγορά, πότε στο θέατρον ή στο στάδιον (κατά την αρχαιότητα και τους Ελληνιστικούς χρόνους) αλλά και αργότερα με τις συγκεντρώσεις, τα γλέντια, τους χορούς κλπ άσχετα εάν σήμερα δεν ομιλούμε σχεδόν ποτέ. Αυτό τι σημαίνει;
Καταρχήν, αν και εκτός θέματος, σημαίνει ότι είναι ντροπή μας να φέρουν οι αστυνομικοί τα διακριτικά police όταν η πόλις είναι ίδιον του Ελληνικού κόσμου και όταν ακόμη και το police ετυμολογείται από την πόλην. Ακόμη και οι Τούρκοι  δίνουν είτε ελληνική αίγλη με το POLIS της τουρκικής αστυνομίας, είτε παραπέμπουν στο μεγαλείο της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), η οποία είναι στην κυριολεξία η αιώνια πόλις και όχι η Ρώμη που έγινε αιωνία με κλεμμένα μνημεία, είτε από την αρχαία Ελλάδα είτε από την Κωνσταντινούπολη (που επίσης έκλεψε από την αρχαία Ελλάδα).
Σημαίνει ακόμη ότι το κλητικό άρθρον ω! δεν πέθανε όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε. Αν πάμε σε κάποιο χωριό θα διαπιστώσουμε ότι οι παππούδες δεν φωνάζουν (καλούν) τον Γιάννη λ.χ. με το ε! (ε Γιάννη) αλλά με το ω! (Ω! Γιάννη (Γιάννε στα ποντιακά, ιωνική εκφορά του ‘η’ ως ‘ε’)). Το “ ε” είναι νέα μόδα και πιο κυριλάτη, καθωσπρεπίστηκη. Ας δοκιμάσει ο αναγνώστης να καλέσει κάποιον σε θορυβώδες περιβάλλων με ‘ε’ και με ‘ω’ και θα καταλάβει την διαφορά.
Επίσης σημαίνει ότι δεν γίνεται η γενική λ.χ. να διαχωρίζεται από την ονομαστική απλώς με την προσθήκη ενός “ ς” (η πόλη – της πόλης) αλλά για να ακουστή η διαφορά σε θορυβώδες περιβάλλον χρειάζεται μια πιο σαφής ηχητική διάκριση (υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως λ.χ. σοφία-σοφίας). Βέβαια είναι γεγονός ότι δεν διατήρησαν όλες οι τοπολαλιές την παλαιά γενική της πόλεως όμως οι πόντιοι την διατηρήσαμε σε πολλές περιπτώσεις, καθώς λέμε τη Τραπεζούντος, τη Ελλάδος, τη πόλεως, του Ιάσονος, του Πλάτωνος κλπ ενώ σε άλλες περιπτώσεις αλλάζει ο τονισμός τ’οφίδ – (γεν) τ’οφιδί αλλά και στα Ελληνικά το φίδι-του φιδιού (είναι δεκάδες τα παραδείγματα, δεν τα αναφέρω όλα για οικονομία).
Δηλαδή τι παρατηρούμε; Ότι αγράμματοι άνθρωποι κατόρθωσαν μέσα στην τουρκοκρατία να σώσουν την μετατόπιση των τόνων, όχι από κάποια ιδιοτροπία αλλά γιατί είναι εκφραστική αναγκαιότητα η διάκριση των πτώσεων. Ενώ λοιπόν θα έπρεπε το εκπαιδευτικό μας σύστημα να οργανώσει και να ενισχύσει ό,τι έσωσε ο σκλαβωμένος ελληνισμός, αυτό φρόντισε να το εξαφανίσει, να το ισοπεδώσει. Διότι τι κι αν έχασε ο Ελληνισμός κάποια από τα γλωσσικά στοιχεία του; Αυτές οι απώλειες συνέβησαν σε περίοδο σκλαβιάς, ο ρόλος του Ελληνικού κράτους ήταν να επαναδομήσει την γλώσσα και να επαναφέρει τα χαμένα στοιχεία και όχι να μονοτονίσει ή και να ατονίσει την Ελληνική γλώσσα.
Εάν θέλω να γεμίσω ένα χωράφι με χόρτα, δύο είναι οι τρόποι. Ή μεταφυτεύω στο χώμα έτοιμα χόρτα ή πετάω σπόρους. Αυτό λοιπόν το έργο επιτέλεσαν οι αλλαγές στο σύστημα, ήταν οι σπόροι που γέμισαν την Ελληνική με ασάφειες. Κατέστρεψαν την προσωδία της Ελληνικής γλώσσης και το κυριότερο είναι αυτό που προανεφέρθη, μετακίνησαν το σημείο εστιάσεως από τα ονόματα στα άρθρα και τα μόρια (θα, να…).
Εάν παρατηρήσουμε ένα αρχαίο κείμενο θα διαπιστώσουμε ότι τα άρθρα σχεδόν απουσιάζουν ενώ σε πολλές των περιπτώσεων χρησιμοποιούνται κυρίως ως αντωνυμίες παρά ως άρθρα. Μεταλλασσόμενη η γλώσσα προς το περιφραστικότερον έβγαλε τα μόρια εκτός των ονομάτων λ.χ. το γενήσομαι έγινε θα γίνω (είπαμε δεν είμαι φιλόλογος). Δηλαδή για κάποιον λόγο απλοποιήθηκαν οι χρόνοι, μετατοπίστηκε το επίκεντρον από το ρήμα στο μόριο, το μελλοντικό θα στην προκειμένη περίπτωση. Σήμερα εάν δεν μας βοηθήσει κάποιο μόριο ή κάποια λέξη, μπορούμε εύκολα να μπερδέψουμε τους χρόνους ή και τις εγκλίσεις.
Αντίστοιχο λοιπόν θα είναι το μέλλον της Ελληνικής γλώσσης με την απλοποίηση των πτώσεων. Αφού χάνεται η διάκρισις μεταξύ της ονομαστικής και της γενικής και αφού σε κάποιες περιπτώσεις αιτιατικοποιήθηκε η ονομαστική (λέμε ο Πλάτωνας, ο πύθωνας, ο φοίνικας, ο Ιάσονας, ο Αγαμέμνονας, ο Έκτορας αντί για Πλάτων, Πύθων, φοίνιξ, Ιάσων, Αγαμέμνων, Έκτωρ), και δεδομένης της αλλοιώσεως του κλητικού άρθρου, θα οδηγηθούμε στην ΜΙΑ πτώση. Δεν θα υπάρχει δηλαδή λόγος να διαχωρίσουμε τις πτώσεις αφού αυτήν την δουλειά θα την αναλαμβάνουν τα άρθρα. Εξάλλου θα είναι και ευκολότερο για τις μεταφράσεις λέξιν προς λέξιν από και στα Αγγλικά να λέμε πχ το όνομα, του όνομα, το όνομα, ε! όνομα χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των πτώσεων. Το πιάσαμε το θέμα; Δεν απλοποιείται η Ελληνική γλώσσα, εξαφανίζεται το κλιτικό σύστημα προκειμένου να χαθεί η γλώσσα. Διότι εάν εμείς μέσα σε 20-30 χρόνια χάσαμε την αίσθηση του τονισμού, τι χρειάζεται για να χαθεί η αίσθηση των πτώσεων; Απλά μια γενεά. Αυτός εξάλλου είναι και ο γενιτσαρισμός. Μια νέα γενεά αρκεί για να χαθεί η συνέχεια. Δεν χρειάζονται πολύπλοκοι σχεδιασμοί, εάν κοπούν μιας γενεάς οι ρίζες αρκεί για να χαθεί η γλώσσα μας.
Να λοιπόν γιατί είμαι υποχρεωμένος να εκφράσω τις απόψεις μου για το σύστημα που μου δίδαξαν. Διότι έχω την τύχη να είμαι παιδιόθεν ακροατής και κατά περίπτωσιν χρήστης μιας μεσαιωνικής ίσως και αρχαϊζούσης γλώσσης, της ποντιακής και δεν μπόρεσαν να μου αφαιρέσουν εντελώς τα γλωσσικά μου αισθητήρια. Έχω λοιπόν υποχρέωση να διατυπώσω τις παρατηρήσεις μου και τις μεγάλες ανησυχίες μου, με όποιον τρόπο μπορώ, καθώς ήδη οι σημερινοί 10-20άρηδες δεν έχουν ιδέα από την Ελληνική γλώσσα. Εκτός των άλλων η γλώσσα δεν είναι αυτόνομη. Συνεργάζεται με την μουσική και την ποίηση. Ποίος πιτσιρικάς σήμερα έχει άποψη για την δημοτική μας μουσική; Για τον δεκαπεντασύλλαβο; Σχεδόν κανείς. Περισσότερη σχέση έχουν με την R&B και σχεδόν ελαχίστη με το γεφύρι της Άρτας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι εδιδάσκοντο γραφή και ανάγνωση μετά μουσικής αφού η γλώσσα έχει και μέτρο και μουσικότητα. Τα σύγχρονα παιδάκια αντί να μεγαλώνουν με τα νανουρίσματα της γιαγιάς ή της μαμάς, νανουρίσματα που κουβαλούν ιστορία, μελωδία, γνώση, αρμονία, μεγαλώνουν παρακολουθώντας έτοιμα αμερικάνικα παραμυθάκια και παίζοντας με κινέζικα παιχνιδάκια που προσηλυτίζουν αφού όλα ανεξαιρέτως ενσωματώνουν 3-5 γνωστές αμερικάνικες μελωδίες. Αλλά μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και σ΄εορτές όπως λ.χ. τα Χριστούγεννα, όπου μας έχουν ζαλίσει με τον Φρανκ Σινάτρα; Η πλύση εγκεφάλου μπορεί να σβήσει μνήμες δεκάδων αιώνων απλώς δια της επαναλήψεως και του εθισμού.
Σήμερα λοιπόν, χωρίς ελληνική μουσική και χωρίς γλωσσικό αισθητήριο είμαστε καταδικασμένοι σε γλωσσικό αφανισμό. Και αυτό δεν έγινε τυχαία, έγινε σχεδιασμένα με την σπορά εντός του εκπαιδευτικού συστήματος κάποιων επουσιωδών (;;;) λεπτομερειών, φυσικά για το καλό μας (!) και κατά παράβασιν του 16ου άρθρου του συντάγματος, παράγραφος 2α, η οποία αναφέρει ρητώς ότι: σκοπός της παιδείας είναι και η ανάπτυξις της θρησκευτικής και εθνικής συνειδήσεως. Πως θα γίνει αυτή η της συνειδήσεως ανάπτυξις εάν χαθούν οι ιστορικοί δεσμοί της γλώσσας;
Γιατί είναι η γλώσσα “ φάρος” της εθνικής συνειδήσεως; Διότι εάν δεν ήταν, δεν θα ανέστεναν οι Εβραίοι την Ιουδαϊκήν γλώσσαν μετά από αιώνες αδρανείας της Ιουδαϊκής γλώττης. Χωρίς γλώσσα δεν υπάρχει έθνος. Επομένως διαταράσσοντας την γλωσσική μας συνέχεια, οι νομοθέτες που άλλαξαν την γλώσσα δεν ενήργησαν απλώς γλωσσοκτονικώς αλλά και εθνοκτονικώς. Έσπειραν δηλαδή στο περιβόλι της γλώσσας όλα εκείνα τα ζιζάνια που μεγαλώνοντας θα πνίξουν το δάσος. Έσπειραν μερικές ασήμαντες λεπτομέρειες.
Η γλώσσα μας διατήρησε ζωντανούς μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς, ακόμη και σήμερα στον Πόντο, οι τουρκοποιημένοι εναπομείναντες πόντιοι αντιλαμβάνονται ότι διαφέρουν αφού διαφέρει η γλώσσα τους. Σήμερα πολλοί κάτοικοι της Τουρκίας γνωρίζουν ότι είναι απόγονοι Ελλήνων ακριβώς λόγω της γλώσσας. Επομένως η χρήση της Ελληνικής γλώσσης με τον προ της μεταρρυθμίσεως τρόπον, δεν είναι απλώς μια πολυτέλεια αλλά είναι και εθνική μας υποχρέωση, εάν δεν θέλουμε να γίνουμε τα γιοσουφάκια της νέας τάξεως, απάτριδες περιπλανώμενοι ανά την υφήλιον αναζητώντας μια πολυεθνική εταιρία να μας προσλάβει. Το κυριότερο καθήκον των Ελλήνων, που προηγείται ακόμη και της θρησκείας ακόμη και του ευδαιμονισμού, της εργασίας, του πλουτισμού, της καλοπεράσεως, η υπ΄αριθμόν ένα προτεραιότητα μας πρέπει να είναι η προστασία της Ελληνικής γλώσσης. Και ναι, γιατί όχι; Σε κάποιες περιπτώσεις είναι επιβεβλημένη και η επιστροφή μας στο γλωσσικό μας παρελθόν. Να σώσουμε ότι μπορούμε προτού χαθεί εντελώς.
Το πιο ανησυχητικό όμως όλων είναι ότι όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από ένα σύμπλεγμα (βαρβαριστί κόμπλεξ) που έχουμε απέναντι σε οτιδήποτε Ελληνικό, ένα σύμπλεγμα τόσο έντονο που ούτε καν τα ονόματα μας δεν τολμούμε να πούμε χωρίς να τα παραποιήσουμε. Θυμάμαι ονόματα ποντίων όπως Ευρώπη, Παλάσα, Παρέσα, Ευδοξία, Ευανθία, Αρτεμισία, Ανατολή, Ιφιγένεια,  Σουμέλα κ.α. Ποιο κορίτσι σήμερα θα “ καταδεχόταν” να έχει ένα τέτοιο όνομα; Δεν είναι in εξάλλου. Έτσι λοιπόν τα ονόματα αλλάζουν προς το Αμερικανικότερον, έγιναν όλες Εύες, Σίες κλπ. Γιατί αλήθεια τόσο κόμπλεξ με αυτά τα υπέροχα ονόματα;
Κάτι ακόμη που προκύπτει από τα ονόματα είναι η Ελληνικότητα τους. Μια ελληνικότητα που είχαν οι πρόσφυγες που ήταν γεννημένοι κατά κανόνα πριν το 1900, δηλαδή πριν την ενσωμάτωση τους στην υποτιθέμενη “ Ελληνοποιητική προπαγάνδα”. Τι σημαίνει αυτό; Ότι λ.χ. το όνομα Ευρώπη δεν είναι προϊόν Ελληνοποιητικής προπαγάνδας αλλά προϋπήρχε αυτής. Και εφόσον υπήρχαν Ελληνικότατα ονόματα και μάλιστα αρχαιοελληνικά και όχι μόνον ελληνοχριστιανικά, αυτό σημαίνει ότι το Ελληνικό πνεύμα έμεινε ζωντανό ακόμη και μέσα στα βάθη του Πόντου. Επιζήσαμε λοιπόν μιας τεραστίας σκλαβιάς, κατά την οποία  έμεινε ζωντανός ακόμη και ο Τρωικός πόλεμος παρόλη την γενικότερη αγραμματοσύνη, και κινδυνεύουμε να χαθούμε από την ειρήνη και την ελευθερία. Ε! αν τα καταφέρουμε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Όμως το να παραδώσουμε τον Ελληνισμό όσο πιο ακέραιο μπορούμε δεν είναι δικαίωμα μας. Είναι ιερά υποχρέωσις, είναι καθήκο(ν).
ΜΗΝ ΠΛΑΝΗΘΕΙΤΕ, ΔΕΝ ΟΜΙΛΕΙ ΠΕΡΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΑΡΧΙΝΑ ΚΑΤ΄ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΝ !

Περί λεπτομερείας.

Ο συγγραφέας του άρθρου δεν είναι φιλόλογος, ευτυχώς δηλαδή γιατί ως επί το πλείστον οι φιλόλογοι δεν σκέπτονται αλλά αναμασούν έτοιμη μασημένη τροφή. Όπως και να έχει, και σ΄ αυτό όπως και σε όλα τα άρθρα του συγκεκριμένου ιστολογίου, εκφράζουμε σκέψεις, θέτουμε ερωτήματα και τολμούμε απαντήσεις οι οποίες όμως πρέπει να διυλίζονται από τους αναγνώστες.
Πριν από μερικές ημέρες λοιπόν έγινε ο τελικός του Ρολάν Γκαρός μεταξύ Φέντερερ και Ναδάλ. Τελικός νικητής του παιχνιδιού αναδείχθηκε ο Ναδάλ με αποτέλεσμα 3-1 όμως το παιχνίδι κρίθηκε (;) σε μία λεπτομέρεια. Σε ένα σέτμπολ στο τέλος του πρώτου σετ και ενώ ο Φέντερερ προηγείτο 5-3 ο διαιτητής είδε ότι η μπάλα βγήκε εκτός ενώ ήταν φανερά πάνω στην γραμμή. Αποτέλεσμα; Ο Φέντερερ έχασε την ευκαιρία να πάρει το σετ, έχασε την ψυχολογία του και αντί να τον ακολουθεί ο αντίπαλος του στο σκορ, αντεστράφησαν οι όροι. Ήταν μια λεπτομέρεια που κατά την άποψη μου έκρινε το παιχνίδι.
Γενικότερα υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες  τεραστίας σημασίας. Ας δούμε μερικές από αυτές.
Σε τι διαφέρει πχ η κλίμαξ ΝΤΟ μείζονα από την αντίστοιχη ΣΟΛ; Σε μία δίεση, αλλάζοντας το ΦΑ σε ΦΑ# (δίεση) αλλάζει η κλίμακα. Τόσο απλά, μια μικρή αλλαγή, μια αλλοίωση κατά ένα ημιτόνιο αλλάζει ολόκληρη την κλίμακα. Εάν δε αλλάξουμε την κλιμάκωση τόνος-τόνος-ημιτόνιον-τόνος-τόνος-τόνος-ημιτόνιον σε τόνος-ημιτόνιον-τόνος-τόνος-ημιτόνιον-τριημιτόνιον-ημιτόνιον τότε μια μείζονα κλίμαξ μετατρέπεται σε ελάσσονα ή ακόμη πιο παραστατικά εάν η διάταξη 2-2-1-2-2-2-1 αλλάξει σε 2-1-2-2-1-3-1. Τι παρατηρούμε; Ότι το σύνολο 2+2+1+2+2+2+1=12 δηλαδή ίσο με το σύνολο 2+1+2+2+1+3+1=12 δηλαδή θα λέγαμε ότι η αλλαγή από ματζόρε σε μινόρε είναι μια λεπτομέρεια καθώς στην ουσία η απόσταση από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα της κλίμακος είναι ίδια. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα καθώς άλλη η αρμονία της μίας και άλλη της άλλης περίπτωσης. Μία μείζονα μουσική κλίμαξ είναι κατά κανόνα χαρούμενη και ζωηρή ενώ μια ελάσσονα είναι μελαγχολική και θλιμμένη. Δηλαδή με λίγες μικρές μετατοπίσεις μπορούμε να αλλάξουμε ολόκληρη την  αρμονία της μουσικής. Μικρές δηλαδή αλλαγές στους συνδυασμούς συχνοτήτων.
Έστω μια ομάδα ποδοσφαίρου αγωνίζεται με σύστημα 4-4-2. Το σύστημα μπορεί με μία μόνο αλλαγή (ένας παίκτης από την άμυνα στο κέντρο) να μετατραπεί σε 3-5-2 ή με μεταφορά ενός ποδοσφαιριστού από την επίθεση στο κέντρο να γίνει 4-5-1. Είναι αλήθεια μικρή και ασήμαντη λεπτομέρεια μία τέτοια αλλαγή; Τι κάνουμε στην ουσία; Αλλάζουμε απλά και μόνο την θέση ενός παίχτη. Κι όμως αυτή η μικρή “ λεπτομέρεια” είναι κολοσσιαίας σημασίας για την συμπεριφορά της ομάδος.
Το 1981 λοιπόν καταργήθηκε από την Ελληνική γραφή το πολυτονικό σύστημα και καθιερώθηκε το μονοτονικό. Ο “ τόνος” ως λέξις ετυμολογείται από το “ τείνω”, τραβώ-τεντώνω θα το λέγαμε απλοποιημένα. Επομένως θα λέγαμε ότι δεν άλλαξε μόνον ως προς το ηχητικό αποτέλεσμα η γλώσσα αλλά και ως προς την δυναμική και την αρμονία. Εάν το μονοτονικό τονίζει τους φθόγγους δυναμικά, απλά τους τεντώνει δηλαδή, το πολυτονικό το έκανε αυτό από διαφορετικές κατευθύνσεις, δεν ήταν δηλαδή απλώς πολυτονικό το σύστημα αλλά και πολυροπικό, θα λέγαμε με έναν αδόκιμο όρο. Άλλαξε ολόκληρη η αρμονία της ελληνικής γραφής άρα και γλώσσας.
Όμως συνηθίζουμε όταν αναφερόμαστε στην αλλαγή του συστήματος γραφής να κάνουμε αναφορά μόνον στην αλλαγή των τόνων. Αυτό είναι τεράστιο σφάλμα. Δεν καταργήθηκε μόνον η περισπωμένη, η ψιλή και η δασεία. Έγιναν πολύ χειρότερα πράγματα.
Καταργήθηκε το τελικόν “ ν”. Είναι και αυτό βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια. Είναι όμως πράγματι μια μικρή λεπτομέρεια; Αν προσέξουμε την Ελληνική γλώσσα θα δούμε ότι σπανίζει η διαδοχική χρήση φωνηέντων τύπου “ ουαεα” όπως επίσης και η μεγάλη συγκέντρωση συμφώνων (“ κναουφχγκ…”). Στην Ελληνική γλώσσα συνηθίζεται να υπάρχει διαδοχή και εναλλαγή συμφώνων και φωνηέντων και όταν κάτι διαταράσσει αυτήν την αρμονία τότε ενεργοποιούνται μηχανισμοί που επαναφέρουν την τάξη. Αυτοί οι μηχανισμοί καλούνται “ φθογγικά πάθη” (έκθλιψις, αντέκτασις, έκτασις κλπ). Το τελικόν “ ν” επιτελούσε κατά κάποιον τρόπον και ρόλον διαχωριστικόν.
Βεβαίως στην συγκεκριμένη στιγμή είναι σίγουρο ότι ο μέσος αναγνώστης δεν μπορεί να αντιληφθεί την λεπτομέρεια όπως εγώ ή άλλος πόντιος ή Κύπριος, καθότι είμαι ποντιακής καταγωγής και εμείς συνηθίζουμε στην ποντιακή το τελικό ‘ν’, όσοι τουλάχιστον έχουμε ανάλογα ακούσματα. Για να μπορέσει όμως ο αναγνώστης να διαπιστώσει την έλλειψιν και το κενόν του τελικού ‘ν’ ας φανταστεί τις λίγες λέξεις που εξακολουθούν τα το διατηρούν, απαλείφοντας το. Πως θα μας φαινόταν αλήθεια εάν μας μιλούσε κάποιος για βήμα “ σημειωτό” αντί για “ σημειωτόν”; “ Μείζο” αντί για “ μείζον”; “ Σχεδό” αντί “ σχεδόν”; “ Τολμό” αντί “ τολμών”; “ Αδύνατο” αντί “ ανδύνατον”; Παρό αντί παρόν; Καθήκο αντί καθήκον; Δεν είναι πολύ αστείες οι λέξεις χωρίς το τελικό “ ν”;
Βλέπουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις η έλλειψις του τελικού “ ν” μας φαίνεται είτε ανάρμοστος είτε παραπλανητική. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό σε κάποιες λέξεις και όχι σε όλες όσες έχασαν το τελικόν “ ν”; Μα γιατί έχουμε ήδη μεταλλαχθεί. Μέσα μας η αισθητική αλλαγή της αρμονίας της γλώσσης έχει ήδη επιτευχθεί. Αυτές δηλαδή οι μικρές αλλαγές έχουν επιφέρει κολοσσιαία μετατόπιση στο αισθητικό μας κριτήριον.
Ας κάνουμε μία μικρή παρένθεσιν. Η αλλαγή του συστήματος με πρόλαβε στο δημοτικό σχολείο. Δεδομένης της ποντιακής μου καταγωγής και της συνέχειας ποντιακών ερεθισμάτων, μπόρεσα να διατηρήσω κάποια στοιχεία του παρελθόντος ενώ ταυτόχρονα έγινα και πειραματόζωον του νέου εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι: από την στιγμή που ανήκω στην πρώτη γενεά των γλωσσικών πειραματοζώων του συστήματος, δεν έχω μόνον το δικαίωμα να κρίνω ‘τας αλλαγάς’ αλλά και υποχρέωση να το πράξω. Εάν δεν κρίνουμε τις αλλαγές εμείς, τα πρώτα πειραματόζωα, ποιος θα το κάνει;
Πέρα από την κατάργηση του τελικού “ ν” άλλαξαν κι άλλα πράγματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η σταθεροποίηση (κατά κανόνα) της τονιζομένης συλλαβής. Ενώ δηλαδή κάποτε κλίναμε ‘η πρόνοια – της προνοίας…’ σήμερα λέμε ‘ η πρόνοια – της πρόνοιας’, ‘ο δημόσιος – του δημόσιου’ αντί για ‘ο δημόσιος-του δημοσίου’ και χιλιάδες άλλα παραδείγματα. Ποια είναι η επίπτωσις της μη αλλαγής της τονιζομένης συλλαβής; Η εξάρτηση του ονόματος από το άρθρο.
Η κλίσης των ονομάτων είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξις, κλίσις από το κλίνω (με ‘ι’). Θα έπρεπε δηλαδή και μόνον η αναγραφή ή η εκφορά κάποιου ονόματος να κατατοπίζει τον αναγνώστη ή ακροατή αντιστοίχως ως προς την κλίση του ονόματος. Ακούγοντας λ.χ. κάποιος την λέξη “ αναφερόμενον” μπορεί να διακρίνει ότι διαφέρει από την λέξι “ αναφερομένων”, απεναντίας αυτή η σαφής διάκριση δεν είναι εφικτή μεταξύ των “ το αναφερόμενο” και “ των αναφερόμενων” και έτσι ο ακροατής περιμένει να ακούσει το άρθρο για να κατατοπιστεί. Δηλαδή μετατοπίζεται η προσοχή από το όνομα στο άρθρο. Επομένως και η αλλαγή του τρόπου μετατόπισης του τονισμού ήταν μια μικρή λεπτομέρεια μείζονος όμως σημασίας. Μια λεπτομέρεια που άλλαξε όλην την γλωσσική μας αντίληψη και αισθητική.
Ήταν μόνον αυτές οι αλλαγές; Όχι βεβαίως, άλλαξε και κάτι ακόμη. Ακυρώθηκε η κατάληξις -ως των επιρρημάτων. Το απλώς έγινε απλά, το ρητώς έγινε ρητά, το οικονομικώς οικονομικά, οικογενειακώς άλλαξε σε οικογενειακά, ομαδικώς σε ομαδικά κ.ο.κ. Δηλαδή το επίρρημα έχασε την σαφή διάκριση από την ονομαστική του πληθυντικού του ουδετέρου, επομένως πάλι ο ακροατής αναγκάζεται να αποσπάσει την προσοχή του από το όνομα και να την επικεντρώσει στο άρθρο. Εάν υπάρχει τότε έχουμε ουσιαστικό, εάν όχι τότε έχουμε επίρρημα. Λεπτομέρεια και αυτή. Μικρή και ασήμαντη (;;;).
Βέβαια οι πολέμιοι της καθαρευούσης θεωρούν ότι η καθαρεύουσα δεν ομιλήθη ποτέ, αναρωτήθηκαν όμως ποτέ εάν πχ η ημέρα Δευτέρα ήταν καθαρευουσιάνικη λέξη ή λαϊκή; Το ίδιο με την δευτέρα δημοτικού (κανείς δεν λέει ότι πάει δεύτερη δημοτικού), η ταχύτητα μετά την πρώτη στο αυτοκίνητο μας είναι η δευτέρα, μετά η τρίτη και μετά η τετάρτη (όχι η τέταρτη). Καταγγέλλουν ειρωνικά δε την λέξις οψάριον ως καθαρευουσιάνικη αλχημεία αλλά κρίνουν μέσα από τον μικρόκοσμο τους. Η λέξις ψάρι προήλθε πράγματι από το οψάριον (ποντιακά οψάρ) που είναι το υποκοριστικό της λέξεως όψον, που ήταν ο καθημερινός μεζές – θα λέγαμε – των αρχαίων, ο οποίος αρχικά αποτελούταν από κρομμύδια, σκόρδα και άλλα λιτά τρόφιμα, αργότερα όμως που μπήκαν οι ιχθύες στην διατροφική καθημερινότητα ταυτίστηκαν με την λέξη (το) όψον, υποκοριστικόν το οψάριον (όπως λέμε σήμερα το μεζεδάκι).
Να λοιπόν που φτάσαμε σε ένα από τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί η εστίαση στα άρθρα. Παρατηρούμε στην ποντιακή γλώσσα ότι με την εισαγωγή των άρθρων κάτι ενοχλούσε. Και αυτό που ενοχλούσε ήταν το επιπλέον φωνήεν του άρθρου πριν από λέξεις με αρχικό γράμμα φωνήεν. Έτσι λοιπόν έγινε έκθλιψη των φωνηέντων των άρθρων, με αποτέλεσμα λέξεις όπως ωτία (αυτιά), οφρύδια,  ομμάτια (μάτια), οφίδ (φίδι), οπίς (πίσω) κλπ να παραμείνουν ετυμολογικώς διαφανείς.
Με ακριβώς τον ίδιο μηχανισμό αλλά από την άλλη πλευρά, απ΄αυτήν δηλαδή των ονομάτων, έλαβαν χώρα οι εκθλίψεις στην γλώσσα του Ελλαδικού χώρου.  Ενώ δηλαδή στα ποντιακά το οφίδιον έγινε τ’ οφίδιον και τελικά τ’ οφίδ (ομοίως και οι υπόλοιπες) στην ελλαδική επικράτεια το οφίδιον έγινε το ΄φίδιον και τελικά το φίδι. Δηλαδή η μαζική είσοδος των άρθρων, που ήταν κατά κάποιον τρόπο η απλοποίηση της γλώσσας της εποχής, συνέβαλλε στην αλλοίωση των λέξεων. Ο μηχανισμός λοιπόν αυτός θα ενεργοποιηθεί και στο μέλλον αφού με την απαλοιφή του τελικού “ ν” θα υπάρξει φωνητική σύγκρουση (αδόκιμος όρος) μεταξύ φωνηέντων, αυτό της λήγουσας με το πρώτο φωνήεν της επομένης λέξεως. Η αλλαγή δεν είναι αναγκαίον να γίνει άμεσα, θα γίνει όμως σε βάθος χρόνου εφόσον άνοιξε ο δρόμος.
Στις λέξεις του παραδείγματος παρατηρούμε κάτι ακόμη. Μέσα στο πέρασμα του χρόνου επήλθε η υποκοριστικοποίηση των ονομάτων. Εάν παρατηρήσουμε τις λέξεις σε -ίδι θα δούμε ότι όλες είναι υποκοριστικά. Κρομμύδι ( από κρόμμυον),  ψαλίδι (ψαλίς), αρχίδι (όρχις-ορχίδιον), απίδι (άπιον), (ο)φίδι  (όφις) κ.ο.κ. Θα χαρακτηρίζαμε επομένως την λέξη λ.χ. φιδάκι ως δις υποκοριστικό του όφεως. Στα ποντιακά δεν υπάρχει υποκοριστικό σε -άκι αλλά σε -όπον (οφίδ ->υποκ: οφιδόπον, πουλόπον, ψαλιδόπον, απιδόπον κλπ). Για κάποιον λόγο δηλαδή μίκρυναν τα ονόματα, ίσως επειδή γίναμε μαμόθρευτοι από ένα σημείο και μετά (;;).
Τι εστί κλιτικό σύστημα; Είναι το σύστημα κατά το οποίο γίνεται κατά κανόνα με σαφήνεια η διάκρισις των πτώσεων, πότε με αλλαγή κάποιων γραμμάτων (πχ η πόλις, της πόλεως) πότε δε με αλλαγή της τονιζομένης συλλαβής.
Οι φιλόλογοι κάνουν ένα σημαντικό σφάλμα, αγνοούν ότι η γλώσσα, ειδικά η ελληνική, δεν είναι κυρίως γραπτή αλλά είναι κυρίως φωνητική. Την γλώσσα την ομιλούμε κυρίως και δευτερευόντως την γράφουμε. Ειδικά δε ο ελληνικός κόσμος χαρακτηρίζεται από τις συναθροίσεις πότε στην αγορά, πότε στο θέατρον ή στο στάδιον (κατά την αρχαιότητα και τους Ελληνιστικούς χρόνους) αλλά και αργότερα με τις συγκεντρώσεις, τα γλέντια, τους χορούς κλπ άσχετα εάν σήμερα δεν ομιλούμε σχεδόν ποτέ. Αυτό τι σημαίνει;
Καταρχήν, αν και εκτός θέματος, σημαίνει ότι είναι ντροπή μας να φέρουν οι αστυνομικοί τα διακριτικά police όταν η πόλις είναι ίδιον του Ελληνικού κόσμου και όταν ακόμη και το police ετυμολογείται από την πόλην. Ακόμη και οι Τούρκοι  δίνουν είτε ελληνική αίγλη με το POLIS της τουρκικής αστυνομίας, είτε παραπέμπουν στο μεγαλείο της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), η οποία είναι στην κυριολεξία η αιώνια πόλις και όχι η Ρώμη που έγινε αιωνία με κλεμμένα μνημεία, είτε από την αρχαία Ελλάδα είτε από την Κωνσταντινούπολη (που επίσης έκλεψε από την αρχαία Ελλάδα).
Σημαίνει ακόμη ότι το κλητικό άρθρον ω! δεν πέθανε όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε. Αν πάμε σε κάποιο χωριό θα διαπιστώσουμε ότι οι παππούδες δεν φωνάζουν (καλούν) τον Γιάννη λ.χ. με το ε! (ε Γιάννη) αλλά με το ω! (Ω! Γιάννη (Γιάννε στα ποντιακά, ιωνική εκφορά του ‘η’ ως ‘ε’)). Το “ ε” είναι νέα μόδα και πιο κυριλάτη, καθωσπρεπίστηκη. Ας δοκιμάσει ο αναγνώστης να καλέσει κάποιον σε θορυβώδες περιβάλλων με ‘ε’ και με ‘ω’ και θα καταλάβει την διαφορά.
Επίσης σημαίνει ότι δεν γίνεται η γενική λ.χ. να διαχωρίζεται από την ονομαστική απλώς με την προσθήκη ενός “ ς” (η πόλη – της πόλης) αλλά για να ακουστή η διαφορά σε θορυβώδες περιβάλλον χρειάζεται μια πιο σαφής ηχητική διάκριση (υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως λ.χ. σοφία-σοφίας). Βέβαια είναι γεγονός ότι δεν διατήρησαν όλες οι τοπολαλιές την παλαιά γενική της πόλεως όμως οι πόντιοι την διατηρήσαμε σε πολλές περιπτώσεις, καθώς λέμε τη Τραπεζούντος, τη Ελλάδος, τη πόλεως, του Ιάσονος, του Πλάτωνος κλπ ενώ σε άλλες περιπτώσεις αλλάζει ο τονισμός τ’οφίδ – (γεν) τ’οφιδί αλλά και στα Ελληνικά το φίδι-του φιδιού (είναι δεκάδες τα παραδείγματα, δεν τα αναφέρω όλα για οικονομία).
Δηλαδή τι παρατηρούμε; Ότι αγράμματοι άνθρωποι κατόρθωσαν μέσα στην τουρκοκρατία να σώσουν την μετατόπιση των τόνων, όχι από κάποια ιδιοτροπία αλλά γιατί είναι εκφραστική αναγκαιότητα η διάκριση των πτώσεων. Ενώ λοιπόν θα έπρεπε το εκπαιδευτικό μας σύστημα να οργανώσει και να ενισχύσει ό,τι έσωσε ο σκλαβωμένος ελληνισμός, αυτό φρόντισε να το εξαφανίσει, να το ισοπεδώσει. Διότι τι κι αν έχασε ο Ελληνισμός κάποια από τα γλωσσικά στοιχεία του; Αυτές οι απώλειες συνέβησαν σε περίοδο σκλαβιάς, ο ρόλος του Ελληνικού κράτους ήταν να επαναδομήσει την γλώσσα και να επαναφέρει τα χαμένα στοιχεία και όχι να μονοτονίσει ή και να ατονίσει την Ελληνική γλώσσα.
Εάν θέλω να γεμίσω ένα χωράφι με χόρτα, δύο είναι οι τρόποι. Ή μεταφυτεύω στο χώμα έτοιμα χόρτα ή πετάω σπόρους. Αυτό λοιπόν το έργο επιτέλεσαν οι αλλαγές στο σύστημα, ήταν οι σπόροι που γέμισαν την Ελληνική με ασάφειες. Κατέστρεψαν την προσωδία της Ελληνικής γλώσσης και το κυριότερο είναι αυτό που προανεφέρθη, μετακίνησαν το σημείο εστιάσεως από τα ονόματα στα άρθρα και τα μόρια (θα, να…).
Εάν παρατηρήσουμε ένα αρχαίο κείμενο θα διαπιστώσουμε ότι τα άρθρα σχεδόν απουσιάζουν ενώ σε πολλές των περιπτώσεων χρησιμοποιούνται κυρίως ως αντωνυμίες παρά ως άρθρα. Μεταλλασσόμενη η γλώσσα προς το περιφραστικότερον έβγαλε τα μόρια εκτός των ονομάτων λ.χ. το γενήσομαι έγινε θα γίνω (είπαμε δεν είμαι φιλόλογος). Δηλαδή για κάποιον λόγο απλοποιήθηκαν οι χρόνοι, μετατοπίστηκε το επίκεντρον από το ρήμα στο μόριο, το μελλοντικό θα στην προκειμένη περίπτωση. Σήμερα εάν δεν μας βοηθήσει κάποιο μόριο ή κάποια λέξη, μπορούμε εύκολα να μπερδέψουμε τους χρόνους ή και τις εγκλίσεις.
Αντίστοιχο λοιπόν θα είναι το μέλλον της Ελληνικής γλώσσης με την απλοποίηση των πτώσεων. Αφού χάνεται η διάκρισις μεταξύ της ονομαστικής και της γενικής και αφού σε κάποιες περιπτώσεις αιτιατικοποιήθηκε η ονομαστική (λέμε ο Πλάτωνας, ο πύθωνας, ο φοίνικας, ο Ιάσονας, ο Αγαμέμνονας, ο Έκτορας αντί για Πλάτων, Πύθων, φοίνιξ, Ιάσων, Αγαμέμνων, Έκτωρ), και δεδομένης της αλλοιώσεως του κλητικού άρθρου, θα οδηγηθούμε στην ΜΙΑ πτώση. Δεν θα υπάρχει δηλαδή λόγος να διαχωρίσουμε τις πτώσεις αφού αυτήν την δουλειά θα την αναλαμβάνουν τα άρθρα. Εξάλλου θα είναι και ευκολότερο για τις μεταφράσεις λέξιν προς λέξιν από και στα Αγγλικά να λέμε πχ το όνομα, του όνομα, το όνομα, ε! όνομα χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των πτώσεων. Το πιάσαμε το θέμα; Δεν απλοποιείται η Ελληνική γλώσσα, εξαφανίζεται το κλιτικό σύστημα προκειμένου να χαθεί η γλώσσα. Διότι εάν εμείς μέσα σε 20-30 χρόνια χάσαμε την αίσθηση του τονισμού, τι χρειάζεται για να χαθεί η αίσθηση των πτώσεων; Απλά μια γενεά. Αυτός εξάλλου είναι και ο γενιτσαρισμός. Μια νέα γενεά αρκεί για να χαθεί η συνέχεια. Δεν χρειάζονται πολύπλοκοι σχεδιασμοί, εάν κοπούν μιας γενεάς οι ρίζες αρκεί για να χαθεί η γλώσσα μας.
Να λοιπόν γιατί είμαι υποχρεωμένος να εκφράσω τις απόψεις μου για το σύστημα που μου δίδαξαν. Διότι έχω την τύχη να είμαι παιδιόθεν ακροατής και κατά περίπτωσιν χρήστης μιας μεσαιωνικής ίσως και αρχαϊζούσης γλώσσης, της ποντιακής και δεν μπόρεσαν να μου αφαιρέσουν εντελώς τα γλωσσικά μου αισθητήρια. Έχω λοιπόν υποχρέωση να διατυπώσω τις παρατηρήσεις μου και τις μεγάλες ανησυχίες μου, με όποιον τρόπο μπορώ, καθώς ήδη οι σημερινοί 10-20άρηδες δεν έχουν ιδέα από την Ελληνική γλώσσα. Εκτός των άλλων η γλώσσα δεν είναι αυτόνομη. Συνεργάζεται με την μουσική και την ποίηση. Ποίος πιτσιρικάς σήμερα έχει άποψη για την δημοτική μας μουσική; Για τον δεκαπεντασύλλαβο; Σχεδόν κανείς. Περισσότερη σχέση έχουν με την R&B και σχεδόν ελαχίστη με το γεφύρι της Άρτας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι εδιδάσκοντο γραφή και ανάγνωση μετά μουσικής αφού η γλώσσα έχει και μέτρο και μουσικότητα. Τα σύγχρονα παιδάκια αντί να μεγαλώνουν με τα νανουρίσματα της γιαγιάς ή της μαμάς, νανουρίσματα που κουβαλούν ιστορία, μελωδία, γνώση, αρμονία, μεγαλώνουν παρακολουθώντας έτοιμα αμερικάνικα παραμυθάκια και παίζοντας με κινέζικα παιχνιδάκια που προσηλυτίζουν αφού όλα ανεξαιρέτως ενσωματώνουν 3-5 γνωστές αμερικάνικες μελωδίες. Αλλά μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και σ΄εορτές όπως λ.χ. τα Χριστούγεννα, όπου μας έχουν ζαλίσει με τον Φρανκ Σινάτρα; Η πλύση εγκεφάλου μπορεί να σβήσει μνήμες δεκάδων αιώνων απλώς δια της επαναλήψεως και του εθισμού.
Σήμερα λοιπόν, χωρίς ελληνική μουσική και χωρίς γλωσσικό αισθητήριο είμαστε καταδικασμένοι σε γλωσσικό αφανισμό. Και αυτό δεν έγινε τυχαία, έγινε σχεδιασμένα με την σπορά εντός του εκπαιδευτικού συστήματος κάποιων επουσιωδών (;;;) λεπτομερειών, φυσικά για το καλό μας (!) και κατά παράβασιν του 16ου άρθρου του συντάγματος, παράγραφος 2α, η οποία αναφέρει ρητώς ότι: σκοπός της παιδείας είναι και η ανάπτυξις της θρησκευτικής και εθνικής συνειδήσεως. Πως θα γίνει αυτή η της συνειδήσεως ανάπτυξις εάν χαθούν οι ιστορικοί δεσμοί της γλώσσας;
Γιατί είναι η γλώσσα “ φάρος” της εθνικής συνειδήσεως; Διότι εάν δεν ήταν, δεν θα ανέστεναν οι Εβραίοι την Ιουδαϊκήν γλώσσαν μετά από αιώνες αδρανείας της Ιουδαϊκής γλώττης. Χωρίς γλώσσα δεν υπάρχει έθνος. Επομένως διαταράσσοντας την γλωσσική μας συνέχεια, οι νομοθέτες που άλλαξαν την γλώσσα δεν ενήργησαν απλώς γλωσσοκτονικώς αλλά και εθνοκτονικώς. Έσπειραν δηλαδή στο περιβόλι της γλώσσας όλα εκείνα τα ζιζάνια που μεγαλώνοντας θα πνίξουν το δάσος. Έσπειραν μερικές ασήμαντες λεπτομέρειες.
Η γλώσσα μας διατήρησε ζωντανούς μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς, ακόμη και σήμερα στον Πόντο, οι τουρκοποιημένοι εναπομείναντες πόντιοι αντιλαμβάνονται ότι διαφέρουν αφού διαφέρει η γλώσσα τους. Σήμερα πολλοί κάτοικοι της Τουρκίας γνωρίζουν ότι είναι απόγονοι Ελλήνων ακριβώς λόγω της γλώσσας. Επομένως η χρήση της Ελληνικής γλώσσης με τον προ της μεταρρυθμίσεως τρόπον, δεν είναι απλώς μια πολυτέλεια αλλά είναι και εθνική μας υποχρέωση, εάν δεν θέλουμε να γίνουμε τα γιοσουφάκια της νέας τάξεως, απάτριδες περιπλανώμενοι ανά την υφήλιον αναζητώντας μια πολυεθνική εταιρία να μας προσλάβει. Το κυριότερο καθήκον των Ελλήνων, που προηγείται ακόμη και της θρησκείας ακόμη και του ευδαιμονισμού, της εργασίας, του πλουτισμού, της καλοπεράσεως, η υπ΄αριθμόν ένα προτεραιότητα μας πρέπει να είναι η προστασία της Ελληνικής γλώσσης. Και ναι, γιατί όχι; Σε κάποιες περιπτώσεις είναι επιβεβλημένη και η επιστροφή μας στο γλωσσικό μας παρελθόν. Να σώσουμε ότι μπορούμε προτού χαθεί εντελώς.
Το πιο ανησυχητικό όμως όλων είναι ότι όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από ένα σύμπλεγμα (βαρβαριστί κόμπλεξ) που έχουμε απέναντι σε οτιδήποτε Ελληνικό, ένα σύμπλεγμα τόσο έντονο που ούτε καν τα ονόματα μας δεν τολμούμε να πούμε χωρίς να τα παραποιήσουμε. Θυμάμαι ονόματα ποντίων όπως Ευρώπη, Παλάσα, Παρέσα, Ευδοξία, Ευανθία, Αρτεμισία, Ανατολή, Ιφιγένεια,  Σουμέλα κ.α. Ποιο κορίτσι σήμερα θα “ καταδεχόταν” να έχει ένα τέτοιο όνομα; Δεν είναι in εξάλλου. Έτσι λοιπόν τα ονόματα αλλάζουν προς το Αμερικανικότερον, έγιναν όλες Εύες, Σίες κλπ. Γιατί αλήθεια τόσο κόμπλεξ με αυτά τα υπέροχα ονόματα;
Κάτι ακόμη που προκύπτει από τα ονόματα είναι η Ελληνικότητα τους. Μια ελληνικότητα που είχαν οι πρόσφυγες που ήταν γεννημένοι κατά κανόνα πριν το 1900, δηλαδή πριν την ενσωμάτωση τους στην υποτιθέμενη “ Ελληνοποιητική προπαγάνδα”. Τι σημαίνει αυτό; Ότι λ.χ. το όνομα Ευρώπη δεν είναι προϊόν Ελληνοποιητικής προπαγάνδας αλλά προϋπήρχε αυτής. Και εφόσον υπήρχαν Ελληνικότατα ονόματα και μάλιστα αρχαιοελληνικά και όχι μόνον ελληνοχριστιανικά, αυτό σημαίνει ότι το Ελληνικό πνεύμα έμεινε ζωντανό ακόμη και μέσα στα βάθη του Πόντου. Επιζήσαμε λοιπόν μιας τεραστίας σκλαβιάς, κατά την οποία  έμεινε ζωντανός ακόμη και ο Τρωικός πόλεμος παρόλη την γενικότερη αγραμματοσύνη, και κινδυνεύουμε να χαθούμε από την ειρήνη και την ελευθερία. Ε! αν τα καταφέρουμε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Όμως το να παραδώσουμε τον Ελληνισμό όσο πιο ακέραιο μπορούμε δεν είναι δικαίωμα μας. Είναι ιερά υποχρέωσις, είναι καθήκο(ν).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου