a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΚΛΕΦΤΙΚΑ

Τῆς νύχτας ὡ ἀρματολοὶ καὶ τῆς αὐγῆς οἱ κλέφτες
ὁλουυχτὶς κουρσεύανε καὶ τὴν αὐγὴ κοιμῶνται,
κοὶμῶνται στὰ δασὰ κλαριὰ καὶ στοὺς παχιοὺς τοὺς ἴσκιους.

Εἶχαν ἀρνιὰ καὶ ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μὰ εἶχαν κι ἕνα γλυκὸ κρασί, ποὺ πίν’ ν τὰ παλικάρια.

Κι ἕνας τὸν ἄλλον ἔλεγαν, κὶ ἕνας τὸν ἄλλον λέει τ´
« Καλὰ τρῶμε καὶ πίνουμε καὶ λιανοτραγουδᾶμε
δὲν κάνουμε κι ἕνα καλό, καλὸ γιὰ τὴν ψυχῄ μας;
- ὁ κόσμος φκιάνουν ἐκκλησιές, φκιάνουν καὶ μοναστήρια,-
νὰ πᾶμε νὰ φυλάξουμε στῆς Τρίχας τὸ γεφύρι,
ποὺ θὰ περάση ὁ βόιβοντας* μὲ τοὺς ἁλυσωμένους·

νὰ κόψουμε τοὺς ἅλυσους νὰ βγοῦν οἱ σκλαβωμένοι,
νὰ βγῆ τῆς χήρας τὸ παιδί, π’ ἄλλο παιδὶ δὲν ἕχει
π’ αὐτἠ τς ‘χει μονάκριβο στὸν κόσμο ξακουσμένο».

Ἀνάθεμά τα τὰ βουνὰ μὲ τὸ ζακόνι* πόχουν,
τὸ καλοκαίρι κίτριμα καὶ τὸ χειμώνα μαῦρα,
καὶ τὴν πικρὴ τὴν ἄνοιξη πολὺ ροδαμισμένα*.

Κανένας δὲν τὰ χάρηκε μὲς στὸν ἀπάνω κόσμο,
ἡ κλεφτουριὰ τὰ χαίρεται καὶ τὰ μικρὰ κλεφτόπλα.

Πηδᾶνε, παίζουν καὶ γλευτᾶν καὶ ρίχνουν στὸ σημάδι,
γυρίζουν καὶ στὴ σούγλα τους τὰ παχουλὰ τὰ κριάρια
πὀκεῖ οἱ Τοῦρκοι δὲν πατᾶν, φοβοῦνται τὰ κλεφτόπλα.

Χορεύουν τὰ κλεφτόπουλα, γλεντᾶνε τὰ καημένα,
κι ἕνα μικρὸ κλεφτόπουλο δὲν παίζει, δὲ χορεύει,
μόν’ τ’ ἄρματα συγύραγε καὶ τὸ σπαθὶ τροχάει.

« Τουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο,
πολλὲς φορὲς μὲ γλίτωσες, βόηθα καὶ τούτ’ τὴν ὣρα,
νὰ σ’ ἀσημώσω μάλαμα, νὰ σὲ σμαλτώσω ἀσήμι ».

Τ’ ἀντρειωμένου τ’ ἄρματα δὲν πρέπει νὰ πουλιῶνται,
μόν’ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ κι ἐκεῖ νὰ λειτουργιῶνται,
πρέπει νὰ κρέμωνται ψηλὰ σ’ ἀραχνιασμένο πύργο,
νὰ τρώη ἡ σκουριὰ τὸ σίδερο κι ἡ γῆ τὸν ἀντρειωμένο.
ΔΗΜΩΔΕΣ ΑΣΜΑ

ΚΛΕΦΤΙΚΑ

Τῆς νύχτας ὡ ἀρματολοὶ καὶ τῆς αὐγῆς οἱ κλέφτες
ὁλουυχτὶς κουρσεύανε καὶ τὴν αὐγὴ κοιμῶνται,
κοὶμῶνται στὰ δασὰ κλαριὰ καὶ στοὺς παχιοὺς τοὺς ἴσκιους.

Εἶχαν ἀρνιὰ καὶ ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μὰ εἶχαν κι ἕνα γλυκὸ κρασί, ποὺ πίν’ ν τὰ παλικάρια.

Κι ἕνας τὸν ἄλλον ἔλεγαν, κὶ ἕνας τὸν ἄλλον λέει τ´
« Καλὰ τρῶμε καὶ πίνουμε καὶ λιανοτραγουδᾶμε
δὲν κάνουμε κι ἕνα καλό, καλὸ γιὰ τὴν ψυχῄ μας;
- ὁ κόσμος φκιάνουν ἐκκλησιές, φκιάνουν καὶ μοναστήρια,-
νὰ πᾶμε νὰ φυλάξουμε στῆς Τρίχας τὸ γεφύρι,
ποὺ θὰ περάση ὁ βόιβοντας* μὲ τοὺς ἁλυσωμένους·

νὰ κόψουμε τοὺς ἅλυσους νὰ βγοῦν οἱ σκλαβωμένοι,
νὰ βγῆ τῆς χήρας τὸ παιδί, π’ ἄλλο παιδὶ δὲν ἕχει
π’ αὐτἠ τς ‘χει μονάκριβο στὸν κόσμο ξακουσμένο».

Ἀνάθεμά τα τὰ βουνὰ μὲ τὸ ζακόνι* πόχουν,
τὸ καλοκαίρι κίτριμα καὶ τὸ χειμώνα μαῦρα,
καὶ τὴν πικρὴ τὴν ἄνοιξη πολὺ ροδαμισμένα*.

Κανένας δὲν τὰ χάρηκε μὲς στὸν ἀπάνω κόσμο,
ἡ κλεφτουριὰ τὰ χαίρεται καὶ τὰ μικρὰ κλεφτόπλα.

Πηδᾶνε, παίζουν καὶ γλευτᾶν καὶ ρίχνουν στὸ σημάδι,
γυρίζουν καὶ στὴ σούγλα τους τὰ παχουλὰ τὰ κριάρια
πὀκεῖ οἱ Τοῦρκοι δὲν πατᾶν, φοβοῦνται τὰ κλεφτόπλα.

Χορεύουν τὰ κλεφτόπουλα, γλεντᾶνε τὰ καημένα,
κι ἕνα μικρὸ κλεφτόπουλο δὲν παίζει, δὲ χορεύει,
μόν’ τ’ ἄρματα συγύραγε καὶ τὸ σπαθὶ τροχάει.

« Τουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο,
πολλὲς φορὲς μὲ γλίτωσες, βόηθα καὶ τούτ’ τὴν ὣρα,
νὰ σ’ ἀσημώσω μάλαμα, νὰ σὲ σμαλτώσω ἀσήμι ».

Τ’ ἀντρειωμένου τ’ ἄρματα δὲν πρέπει νὰ πουλιῶνται,
μόν’ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ κι ἐκεῖ νὰ λειτουργιῶνται,
πρέπει νὰ κρέμωνται ψηλὰ σ’ ἀραχνιασμένο πύργο,
νὰ τρώη ἡ σκουριὰ τὸ σίδερο κι ἡ γῆ τὸν ἀντρειωμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου