a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Πρόκλος : Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημίν προς Θεόδωρο τον μηχανικό.

Η πραγματεία αυτή του Πρόκλου μπορεί να χωριστεί χονδρικά σε 13 ενότητες οι οποίες είναι οι εξής :

  1. (1 – 2) : Στο εισαγωγικό αυτό μέρος της πραφματείας ο Πρόκλος παραθέτει τις απόψεις που έθεσε ο Θεόδωρος ο μηχανικός για τον Κόσμο, ότι δηλαδή το σύμπαν αποτελεί ένα μηχανικό σύστημα και ότι η ειμαρμένη είναι η σύνδεση (ειρμός) μεταξύ των μερών του σύμπαντος, όπως η σύνδεση μεταξύ των εξαρτημάτων ενός μηχανήματος, ενώ η πρόνοια είναι η αιτία η οποία κινεί όλο αυτό το μηχάνημα. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, καθώς είναι μέρος της μηχανής.
  2. (3 – 4) : ο Πρόκλος, προτού μπει στην ουσία της αναίρεσης αυτών των απόψεων, θεωρεί απαραίτητο να διευκρινίσει 3 των αριθμό ζητήματα :
  1. Τη διαφορά της πρόνοιας από την ειμαρμένη : η πρόνοια, λέγει ο Πρόκλος, δεν διαφέρουν από την ειμαρμένη ως προς το ότι η ειμαρμένη είναι συνεχής ακολουθία ενώ η πρόνοια είναι η αναγκαιότητα και η αιτία της ειμαρμένης. Αλλά αντιθέτως, ενώ και οι δύο είναι αιτίες του Κόσμου και όσων γίνονται μέσα στον Κόσμο, η πρόνοια υπάρχει πριν από την ειμαρμένη και όλα όσα γίνονται σύμφωνα με την πρόνοια. Το αντίθετο όμως δεν αληθεύει. Γιατί τα υψηλότερα μέρη του σύμπαντος κυβερνώνται από την πρόνοια, είναι όμως θεϊκότερα από την ειμαρμένη.
  2. Τη διαφορά της ψυχής που είναι ανεξάρτητη από το σώμα και της ψυχής που είναι αχώριστη από το σώμα : υπάρχει μια ψυχή, λέγει ο Πρόκλος, που είναι ξεχωριστή από το σώμα και από κάπου αλλού, από ψηλά και από τους θεούς, κατεβαίνει σε τούτον τον θνητό τόπο, και άλλη ψυχή που λαμβάνει υπόσταση μέσα στα σώματα και είναι αχώριστη από τα αντικείμενα στα οποία κατοικεί. Η δεύτερη εξαρτάται από την ειμαρμένη, ενώ η πρώτη εξαρτάται από την πρόνοια ως προς την ουσία της.[1]
  3. Τη διαφορά μεταξύ των διαφορετικών μορφών της γνώσης : όπως λέγει ο Πρόκλος υπάρχει μια γνώση και μια αλήθεια που βρίσκεται στις ψυχές οι οποίες κυκλοφορούν μέσα στη γένεση, ακόμα κι αν είναι άμεπτες ως προς την ζωή τους, και μία άλλη γνώση και μια άλλη αλήθεια που βρίσκεται σε εκείνους τις ψυχές οι οποίες ξεφεύγουν από τούτον τον τόπο και βρίσκονται και κατοικούν στον ουρανό, από όπου συμβαίνει η πτώση και η κάθοδος τους σε τούτον τον θνητό τόπο. Εξ αυτών, λέγει ο Πρόκλος, γίνεται φανερό πως ο Πλάτων και ο Σωκράτης (ας προστεθεί σε αυτούς και ο μέγας Παρμενίδης) λένε ότι η ψυχή που βρίσκεται εδώ κάτω γνωρίζει την αλήθεια, όταν καθαρθεί από το σκοτάδι της ύλης και από τα πάθη τα οποία της προσδίδει το σώμα και η επαφή της μαζί του. Και ότι αποκτά ακόμα περισσότερο και ακόμα πιο αληθινά μια επιστημονική γνώση, όταν απαλλαγεί από το σώμα, από τον κόσμο του γίγνεσθαι και από την «πικρή ύλη».
  1. (5 – 14) : Στο μέσο αυτό εκτίθεται η διαφορά της πρόνοιας και της ειμαρμένης. Η πρόνοια είναι η χορηγός των αγαθών προς όλα τα όντα, τόσο τα ασώματα όσο και τα σωματικά. Άρα βρίσκεται υπεράνω των όντων, τόσο των αυτοκινούμενων όσο και των ετεροκινούμενων. Η ειμαρμένη είμαι μια κατώτερη εικόνα της πρόνοιας και παρέχει τη σύνδεση μόνο στα κατώτερα όντα, δηλ. στα ετεροκινούμενα σώματα. Έτσι, όλες οι οντότητες που υπερβαίνουν το σώμα, όπως οι ανεξάρτητες από το σώμα ψυχές, υπερβαίνουν και την κυριαρχία της ειμαρμένης.
  2. (15 – 26) : Υπάρχουν δύο είδη ψυχής – ζωής : η λογική ψυχή, η οποία είναι ανεξάρτητη από το σώμα και από τα πάθη του σώματος, και η άλογη ψυχή, η οποία είναι εξαρτημένη από το σώμα και από τα πάθη του σώματος. Η πρώτη, υπερβαίνει τους νόμους της ειμαρμένης, η δεύτερη υπάγεται στους νόμους της ειμαρμένης.
  3. (27 – 32) : Υπάρχουν 5 είδη γνώσης : δοξασία (δόξα), ο λογισμός την μαθηματικών όντων, η διαλεκτική, η νόηση και τέλος η μυστική και απόρρητη γνώση του Ενός.  (δες. «Τρόποι γνώσης των όντων»).
  4. (32 – 36) : Από το σημείο αυτό του κειμένου αρχίζει η αναίρεση των επιχειρημάτων του Θεόδωρου περί της ανυπαρξίας της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας. Το πρώτο επιχείρημα στη στηρίζεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, όταν αποτυγχάνουν, αποδίδουν την αποτυχία τους στην μοίρα. Σύμφωνα με τον Πρόκλο, όμως, αυτό που συμβαίνει όχι επειδή δεν υπάρχει η ανθρώπινη αυτεξουσιότητα αλλά επειδή στην πραγματικότητα ότι μας συμβαίνει, έχει, εκτός από την αυτεξουσιότητά μας, δύο άλλα ανώτερα αίτια : τον Θεό – Πρόνοια που χορηγεί τα αγαθά, και την περίοδο του Κόσμου που χορηγεί την ειμαρμένη και κάνει κάθε τι που συμβαίνει σύμφωνο με την αρμονία του σύμπαντος. Η αυτεξουσιότητα της ανθρώπινης ψυχής δίνει απλώς μια επιπλέων ποιότητα δε κάθε τι που συμβαίνει και μερικές φορές συμβάλει στην επενέργεια των άλλων δύο αιτιών.
  5. (37 – 39)  : το δεύτερο επιχείρημα στηρίζεται στην αγωνία του ανθρώπου να γνωρίσει το μέλλον, πράγμα που κατά τον Θεόδωρο αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν είναι κυρίαρχος όλων όσων του συμβαίνουν. Σύμφωνα με τον Πρόκλο αυτή η αγωνία του ανθρώπου δείχνει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλ. ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει κάπως αυτά που πρόκειται να γίνουν. Διαφορετικά, αν τα πάντα στο σύμπαν ήταν προκαθορισμένα, τότε δεν θα είχε νόημα αυτή η προσπάθεια αυτή του ανθρώπου. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Θεοί με πολλούς χρησμούς τους δίνουν κατά καιρούς στους ανθρώπους την ευκαιρία να αλλάξουν την ειμαρμένη τους.
  6. (40 – 44) : το τρίτο σημείο των ισχυρισμών του Θεόδωρου που αναιρεί ο Πρόκλος είναι η άποψη ότι η ζωή του ανθρώπου είναι μία και αισθητική, και απλώς διαφοροποιείται από την έδρα που καταλαμβάνει μέσα στο σώμα : όταν εδρεύει στον εγκέφαλο ονομάζεται λογική, ενώ όταν εδρεύει στα υπόλοιπα αισθητήρια όργανα ονομάζεται αίσθηση. Επειδή, λοιπόν, ακόμα και η λογική αποτελεί μέρος της αίσθησης, όλη η ανθρώπινη ζωή κυβερνάται από την ειμαρμένη. Ο Πρόκλος υποστηρίζει ότι η λογική ζωή διαφέρει από την αισθητική ουσιωδώς και όχι μόνο ως προς τον τόπο έδρας. Έτσι, η λογική ζωή είναι κατ’ ουσίαν ανεξάρτητη από το σώμα και για αυτό υπερβαίνει τους νόμους της ειμαρμένης και υπάγεται μόνο στην πρόνοια.
  7. (45 – 47) : Εδώ αναιρείτε από τον Πρόκλο η άποψη του Θόδωρου ότι το αγαθό ταυτίζεται με το ευχάριστο. Αυτή η ηδονιστική άποψη είναι συνέπεια του γεγονότος ότι ο Θεόδωρος υπήγαγε τη λογική στην αίσθηση και κατ’ επέκταση όλη την ανθρώπινη ζωή στην ειμαρμένη.
  8. (48 – 52) : ο Θεόδωρος, παίρνοντας αφορμή από τους ισχυρισμούς του Σωκράτη ότι δεν γνωρίζει τίποτα, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια, οπότε δεν μπορεί και να έχει αυτεξουσιότητα. Ο Πρόκλος διευκρινίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός του Σωκράτη δεν αφορά κάθε είδος γνώσης (γιατί αυτό θα αναιρούσε και την επιστημονική γνώση την οποία την οποία κατακτά ο άνθρωπος και αποτελεί μια αρχική μορφή της αληθινής γνώσης) αλλά το ανώτερο είδος γνώσης το οποίο μπορεί η ψυχή να κατακτήσει μόνο μετά την απαλλαγή της από το σώμα. Επειδή, όμως, η ψυχή βρίσκεται ανάμεσα στον Νου και στο σώμα, κατέχει και μια ενδιάμεση γνώση. Ανώτερη από την αίσθηση και κατώτερη από την νόηση. Έτι από μία άποψη γνωρίζει την αλήθεια (όταν έρχεται σε επαφή με την ανώτερη γνώση, τη νόηση) και δεν γνωρίζει την αλήθεια (όταν έρχεται σε επαφή με την κατώτερη γνώση, την αίσθηση).
  9. (53 – 55) : Ένα άλλο επιχείρημα του Θεόδωρου για την ανυπαρξία της αυτεξουσιότητας μας είναι το γεγονός ότι συχνά οι κακοί επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους ενώ οι καλοί αποτυγχάνουν. Αν όμως δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, δεν θα πρέπει ποτέ να κατηγορούμε την πρόνοια επειδή επιβραβεύει τις προσπάθειες των κακών ούτε θα πρέπει να περιμένουμε κάποια αξιοκρατική ανταπόδοση για τις πράξεις μας.
  10. (56 – 61) : Εδώ ο Πρόκλος εξετάζει το όψιμο ορισμό του Θεόδωρου για την αυτεξουσιότητα μας : είναι η δύναμη που δεν υπάγεται σε καμία κυριαρχία, αλλά είναι «αυτοπερίγραπτη και αυτενέργητη». Ένας τέτοιος ορισμός ταιριάζει περισσότερο στην αυτεξουσιότητα των Θεών που είναι ευρύτερη από την δική μας, και ως εκ τούτου όντως δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη αυτεξουσιότητα. Στην πραγματικότητα η ανθρώπινη αυτεξουσιότητα υπάρχει και περιορίζεται στην δυνατότητα που έχει η ανθρώπινη ψυχή να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους : 
    1. Στην συμμόρφωση της με την ανώτερη νοητική ζωή, κάτι που την κάνει αληθινά ελεύθερη από τους νόμους την ειμαρμένης.
    2. Στην συμμόρφωση της με την κατώτερη αίσθηση, κάτι που την υποδουλώνει στους νόμους της ειμαρμένης και στα εξωτερικά εγκόσμια, αισθητά και σωματικά αγαθά.
  1. (62 – 66) : Τέλος, ο Θεόδωρος θέτει ένα ζήτημα το οποίο ο Πρόκλος το έχει ήδη πραγματευτεί στην πρώτη πραγματεία του περί της πρόνοιας : Γνωρίζουν ή όχι οι θεοί εκ των προτέρων όσα πρόκειται να συμβούν σε εμάς ; Αν τα γνωρίζουν, τότε δεν υπάρχει τόσο η αυτεξουσιότητά μας όσο και αυτό που λέγεται «ενδεχόμενο», μιας και αν ο θεός γνωρίζει κάθε τι που πρόκειται να γίνει, τότε θα γίνει αναγκαστικά αυτό που πρόκειται να γίνει. Αν δεν τα γνωρίζουν, τότε δεν διαφέρουν από εμάς. Το ζήτημα αυτό είχε απαντηθεί ποικιλοτρόπως από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές : οι περιπατητικοί υποστήριζαν ότι οι Θεοί γνωρίζουν αόριστα όσα γίνονται αόριστα, ενώ οι στωικοί υποστήριζαν ότι οι Θεοί γνωρίζουν καθορισμένα τα πάντα, οπότε ότι πρόκειται να γίνει είναι εκ των προτέρων καθορισμένα από τους Θεούς. Η Πλατωνική άποψη ακολουθεί την μέση οδό : οι Θεοί γνωρίζουν με καθορισμένο τρόπο τα αόριστα και γενικά με ανώτερο τρόπο τα κατώτερα. Όσα γίνονται όμως σε ένα κατώτερο επίπεδο, προσαρμόζονται στη φύση των όντων μέσα στα οποία πραγματώνονται. Έτσι όσα συμβαίνουν στα καθορισμένα όντα είναι καθορισμένα και τα όσα συμβαίνουν στα αόριστα όντα είναι αόριστα. Η γνώση τους, όμως, προϋπάρχει πάντα με καθορισμένο τρόπο μέσα στους θεούς, όπως το υπόδειγμα στο μυαλό του τεχνίτη.
Ο Πλάτων, και οι νεοπλατωνικοί που τον ακολουθούν, λέγει ο Πρόκλος στο 62-64, υποστηρίζει πως : ο Θεός γνωρίζει καθορισμένα όσα πρόκειται να γίνουν και ότι αυτά γίνονται σύμφωνα με την φύση τους, άλλα καθορισμένα και άλλα αόριστα. Γιατί, ενώ αυτά που γίνονται είναι μεταξύ τους διαχωρισμένα και αντίθετα, μέσα στους θεούς η γνώση τους υπάρχει μόνο με τον τρόπο του ανώτερου. Λέω για παράδειγμα ότι ενώ όσα γίνονται είναι είτε ασώματα είτε σωματικά, τα αίτια και των δύο υπάρχουν με ασώματο τρόπο μέσα στους θεούς, και παρομοίως υπάρχει και η γνώση τους με ασώματο τρόπο. Και πάλι, ενώ άλλα όντα είναι νοήμονα και άλλα όχι, και τα δύο ως προς την ύπαρξή τους και ως προς τη γνώση τους υπάρχουν με γνωστικό τρόπο μέσα στους θεούς. Γιατί οι θεοί γνωρίζουν με γνωστικό τρόπο ακόμα και όσα δεν είναι γνωστικά. Και ενώ από εκεί προέρχεται όσα γίνονται μέσα στον χρόνο ή άχρονα, η αιτία και η γνώση τους είναι άχρονη μέσα στους θεούς. Επομένως, επειδή γίνονται ορισμένα και κάποια αόριστα, οι θεοί έχουν συμπεριλάβει από πριν τη γνώση αυτών των δύο με τον τρόπο του ανώτερου, δηλ. του καθορισμένου. Επιπλέον, το είδος της γνώσης δεν είναι σαν το αντικείμενο της γνώσης αλά σαν το υποκείμενο της γνώσης, και δικαιολογημένα. Γιατί η γνώση δεν υπάρχει μέσα στο γνωστικό αντικείμενο αλλά μέσα στο υποκείμενο της γνώσης. Για αυτό και η γνώση έχει την ίδια απόχρωση και το ίδιο είδος με αυτό μέσα στο οποίο υπάρχει και όχι με αυτό μέσα στο οποίο δεν υπάρχει. Όταν, λοιπόν, το γνωστικό αντικείμενο είναι αόριστο και το υποκείμενο της γνώσης καθορισμένο, η γνώση δεν γίνεται αόριστη λόγω του γνωστικού αντικειμένου, αλλά καθορισμένη λόγω του υποκειμένου της γνώσης. Γιατί είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς το κατώτερο με ανώτερο τρόπο και το ανώτερο με κατώτερο τρόπο. Επομένως, επειδή οι θεοί είναι ανώτεροι από τα πάντα, έχουν συμπεριλάβει τα πάντα εκ των προτέρων μέσα τους με τον ανώτερο τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι υπάρχουν, άχρονα όσα γίνονται μέσα στον χρόνο, όπως είπαμε, ασώματα τα σώματα, άυλα τα υλικά, καθορισμένα τα αόριστα, σταθερά τα άστατα, αγέννητα τα γεννημένα. Αν λοιπόν γνωρίζουν το μέλλον, δεν σημαίνει ότι η έκβαση του είναι αναγκαστική, αλλά πρέπει να αποδώσουμε στο μέλλον την αόριστη γέννηση από το καθορισμένο, και στους θεούς την καθορισμένη πρόγνωση του αόριστου. Γιατί και το μηχάνημα, το οποίο έχει γρανάζια, τροχαλίες και σωματικά υλικά, δεν υπάρχει «ἐν τῇ προγνώσει σωματικῶς ἦν». Αλλά εκεί η φαντασία είχε με ασώματο και ζωντανό τρόπο το υπόδειγμα αυτού που επρόκειτο να γίνει, ενώ το μηχάνημα κατασκευάστηκε με σωματικό τρόπο από την εσωτερική γνώση που δεν ήταν σωματική. Κι αν στην περίπτωση της δικής μας δημιουργίας ισχύουν αυτά, τι θα έλεγε κάποιος για την πρόγνωση των θεών, στην οποία υπάρχει το άρρητο και το αληθινά ασύλληπτο και απερίγραπτο για εμάς ;; Δεν θα λέγαμε ότι ο τρόπος με τον οποίο περιλαμβάνουν τα πάντα είναι διαφορετικός και σε καμία περίπτωση συγγενής με όσα γεννιούνται από αυτήν την πρόγνωση ;; Επομένως οι θεοί γνωρίζουν θεϊκά και άχρονα όσα εξαρτώνται από εμάς, και εμείς ενεργούμε σύμφωνα με την φύση μας. Και ότι τυχόν επιλέξουμε είναι από πριν γνωστό στους θεούς όχι λόγω του ορίου που υπάρχει σε εμάς αλλά λόγω του ορίου που υπάρχει σε εκείνους.

Αυτές είναι απαντήσεις του Πρόκλου (σε γενικές γραμμές) περί πρόνοιας και ειμαρμένης. Και αποδεικνύει ότι η ίδια η αυτεξουσιότητά μας υπάρχει και ότι αυτό είναι φανερό από τους επαίνους, τις προτροπές ή τους ψόγους, από τις συμβουλές, τις προτροπές ή τις αποτροπές, από τα δικαστήρια, τις κατηγορίες ή τις απολογίες, από ολόκληρη την πολιτική παίδευση, από τις νομοθεσίες, από τις (προσ)ευχές και τις ιερατικές (μεθ)όδους και από την ίδια την φιλοσοφία. Γιατί γνωρίζουμε καλά ότι αν αναιρεθεί η αυτεξουσιότητά μας , η φιλοσοφία καθίσταται περιττή! Γιατί τι θα εκπαιδεύει η φιλοσοφία, αν δεν υπάρχει τίποτα να εκπαιδευτεί, αν δεν είναι στο χέρι μας να γίνουμε καλύτεροι ;;
  
Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (16/3/2012, Ελλάς)


[1] Άλλωστε όπως εξηγεί ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 1.1.7.  20 – 23 (1η εννεάδα, κεφάλαιο 1ον, «Τι είναι το ζωντανό πλάσμα και τι ο άνθρωπος»)», και πριν από αυτόν ο Πλάτων στον «Τίμαιο» και στον «Φαίδρο», ο άνθρωπος ταυτίζεται με την έλλογη ψυχή και, όταν (συλ)λογιζόμεθα, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργημα της ψυχής. Τα δε κατώτερα μέρη είναι, μέσα μας, «τ <λεοντδες> κα τ <ποικλον> λως <θηρον>». Μέλημα μας βέβαια, λέγει ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 1.2.6.2 – 1.2.6.11 (1η εννεάδα, κεφάλαιο 6ον, «Περί Αρετών»), δεν είναι απλά και μόνο να αποφεύγουμε τις αμαρτίες (=λάθη/αποτυχίες), αλλά να είμαστε θεός. Εφόσον όμως εξακολουθούν να υπάρχουν ακούσιες, ο άνθρωπος είναι θεός ή δαίμονας «διπλος ν», ή ορθά έχει μαζί του κάποιον άλλον με διαφορετική αρετή. Αν δεν υπάρχουν οι παρορμήσει της γενέσεως, τότε είναι θεός και μάλιστα ένας από αυτούς που ακολουθούν τον πρώτο. Γιατί είναι ένας θεός που ήρθε από ψηλά, και η φύση του, αν γίνει αυτό που ήταν όταν ήρθε, ανήκει εκεί. Όταν δε ήρθε εδώ κάτω (αναφερόμαστε στην αθάνατη/αρσενική ψυχή, στο λογιστικό μέρος της τριμερούς ψυχής, στην λογική δηλ. ψυχή που μετέχει νοητικής ζωής και  που είναι φυγάς από την αυλή του πατρός της Διός, «φυγάς θέοθεν και αλήτης» κατά τον στοχασμό του Εμπεδοκλής) συγκατοίκησε με κάποιον άλλο (με το επιθυμητικό & θυμικό μέρος της τριμερούς ψυχής, με τη θνητή/θηλυκή ή άλογη ψυχή των όντων που μετέχει της άλογης ζωής), τον οποίο θα κάνει όμοιο με τη φύση του, όσο του είναι δυνατόν, ώστε αυτός ο άλλος, η άλογη ψυχή, να μην είναι ευάλωτος και να μην κάνει τίποτε που ο ηγέτης (το λογιστικό) δεν θα ενέκρινε. (Δες και “H φιλοσοφική/θεολογική εξήγηση των περί τον Προμηθέα αισχυλικών τραγωδιών!“)

Περί πρόνοιας και ειμαρμένης (Πρόκλος)

Πρόκλος : Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημίν προς Θεόδωρο τον μηχανικό.

Η πραγματεία αυτή του Πρόκλου μπορεί να χωριστεί χονδρικά σε 13 ενότητες οι οποίες είναι οι εξής :

  1. (1 – 2) : Στο εισαγωγικό αυτό μέρος της πραφματείας ο Πρόκλος παραθέτει τις απόψεις που έθεσε ο Θεόδωρος ο μηχανικός για τον Κόσμο, ότι δηλαδή το σύμπαν αποτελεί ένα μηχανικό σύστημα και ότι η ειμαρμένη είναι η σύνδεση (ειρμός) μεταξύ των μερών του σύμπαντος, όπως η σύνδεση μεταξύ των εξαρτημάτων ενός μηχανήματος, ενώ η πρόνοια είναι η αιτία η οποία κινεί όλο αυτό το μηχάνημα. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, καθώς είναι μέρος της μηχανής.
  2. (3 – 4) : ο Πρόκλος, προτού μπει στην ουσία της αναίρεσης αυτών των απόψεων, θεωρεί απαραίτητο να διευκρινίσει 3 των αριθμό ζητήματα :
  1. Τη διαφορά της πρόνοιας από την ειμαρμένη : η πρόνοια, λέγει ο Πρόκλος, δεν διαφέρουν από την ειμαρμένη ως προς το ότι η ειμαρμένη είναι συνεχής ακολουθία ενώ η πρόνοια είναι η αναγκαιότητα και η αιτία της ειμαρμένης. Αλλά αντιθέτως, ενώ και οι δύο είναι αιτίες του Κόσμου και όσων γίνονται μέσα στον Κόσμο, η πρόνοια υπάρχει πριν από την ειμαρμένη και όλα όσα γίνονται σύμφωνα με την πρόνοια. Το αντίθετο όμως δεν αληθεύει. Γιατί τα υψηλότερα μέρη του σύμπαντος κυβερνώνται από την πρόνοια, είναι όμως θεϊκότερα από την ειμαρμένη.
  2. Τη διαφορά της ψυχής που είναι ανεξάρτητη από το σώμα και της ψυχής που είναι αχώριστη από το σώμα : υπάρχει μια ψυχή, λέγει ο Πρόκλος, που είναι ξεχωριστή από το σώμα και από κάπου αλλού, από ψηλά και από τους θεούς, κατεβαίνει σε τούτον τον θνητό τόπο, και άλλη ψυχή που λαμβάνει υπόσταση μέσα στα σώματα και είναι αχώριστη από τα αντικείμενα στα οποία κατοικεί. Η δεύτερη εξαρτάται από την ειμαρμένη, ενώ η πρώτη εξαρτάται από την πρόνοια ως προς την ουσία της.[1]
  3. Τη διαφορά μεταξύ των διαφορετικών μορφών της γνώσης : όπως λέγει ο Πρόκλος υπάρχει μια γνώση και μια αλήθεια που βρίσκεται στις ψυχές οι οποίες κυκλοφορούν μέσα στη γένεση, ακόμα κι αν είναι άμεπτες ως προς την ζωή τους, και μία άλλη γνώση και μια άλλη αλήθεια που βρίσκεται σε εκείνους τις ψυχές οι οποίες ξεφεύγουν από τούτον τον τόπο και βρίσκονται και κατοικούν στον ουρανό, από όπου συμβαίνει η πτώση και η κάθοδος τους σε τούτον τον θνητό τόπο. Εξ αυτών, λέγει ο Πρόκλος, γίνεται φανερό πως ο Πλάτων και ο Σωκράτης (ας προστεθεί σε αυτούς και ο μέγας Παρμενίδης) λένε ότι η ψυχή που βρίσκεται εδώ κάτω γνωρίζει την αλήθεια, όταν καθαρθεί από το σκοτάδι της ύλης και από τα πάθη τα οποία της προσδίδει το σώμα και η επαφή της μαζί του. Και ότι αποκτά ακόμα περισσότερο και ακόμα πιο αληθινά μια επιστημονική γνώση, όταν απαλλαγεί από το σώμα, από τον κόσμο του γίγνεσθαι και από την «πικρή ύλη».
  1. (5 – 14) : Στο μέσο αυτό εκτίθεται η διαφορά της πρόνοιας και της ειμαρμένης. Η πρόνοια είναι η χορηγός των αγαθών προς όλα τα όντα, τόσο τα ασώματα όσο και τα σωματικά. Άρα βρίσκεται υπεράνω των όντων, τόσο των αυτοκινούμενων όσο και των ετεροκινούμενων. Η ειμαρμένη είμαι μια κατώτερη εικόνα της πρόνοιας και παρέχει τη σύνδεση μόνο στα κατώτερα όντα, δηλ. στα ετεροκινούμενα σώματα. Έτσι, όλες οι οντότητες που υπερβαίνουν το σώμα, όπως οι ανεξάρτητες από το σώμα ψυχές, υπερβαίνουν και την κυριαρχία της ειμαρμένης.
  2. (15 – 26) : Υπάρχουν δύο είδη ψυχής – ζωής : η λογική ψυχή, η οποία είναι ανεξάρτητη από το σώμα και από τα πάθη του σώματος, και η άλογη ψυχή, η οποία είναι εξαρτημένη από το σώμα και από τα πάθη του σώματος. Η πρώτη, υπερβαίνει τους νόμους της ειμαρμένης, η δεύτερη υπάγεται στους νόμους της ειμαρμένης.
  3. (27 – 32) : Υπάρχουν 5 είδη γνώσης : δοξασία (δόξα), ο λογισμός την μαθηματικών όντων, η διαλεκτική, η νόηση και τέλος η μυστική και απόρρητη γνώση του Ενός.  (δες. «Τρόποι γνώσης των όντων»).
  4. (32 – 36) : Από το σημείο αυτό του κειμένου αρχίζει η αναίρεση των επιχειρημάτων του Θεόδωρου περί της ανυπαρξίας της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας. Το πρώτο επιχείρημα στη στηρίζεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, όταν αποτυγχάνουν, αποδίδουν την αποτυχία τους στην μοίρα. Σύμφωνα με τον Πρόκλο, όμως, αυτό που συμβαίνει όχι επειδή δεν υπάρχει η ανθρώπινη αυτεξουσιότητα αλλά επειδή στην πραγματικότητα ότι μας συμβαίνει, έχει, εκτός από την αυτεξουσιότητά μας, δύο άλλα ανώτερα αίτια : τον Θεό – Πρόνοια που χορηγεί τα αγαθά, και την περίοδο του Κόσμου που χορηγεί την ειμαρμένη και κάνει κάθε τι που συμβαίνει σύμφωνο με την αρμονία του σύμπαντος. Η αυτεξουσιότητα της ανθρώπινης ψυχής δίνει απλώς μια επιπλέων ποιότητα δε κάθε τι που συμβαίνει και μερικές φορές συμβάλει στην επενέργεια των άλλων δύο αιτιών.
  5. (37 – 39)  : το δεύτερο επιχείρημα στηρίζεται στην αγωνία του ανθρώπου να γνωρίσει το μέλλον, πράγμα που κατά τον Θεόδωρο αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν είναι κυρίαρχος όλων όσων του συμβαίνουν. Σύμφωνα με τον Πρόκλο αυτή η αγωνία του ανθρώπου δείχνει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλ. ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει κάπως αυτά που πρόκειται να γίνουν. Διαφορετικά, αν τα πάντα στο σύμπαν ήταν προκαθορισμένα, τότε δεν θα είχε νόημα αυτή η προσπάθεια αυτή του ανθρώπου. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Θεοί με πολλούς χρησμούς τους δίνουν κατά καιρούς στους ανθρώπους την ευκαιρία να αλλάξουν την ειμαρμένη τους.
  6. (40 – 44) : το τρίτο σημείο των ισχυρισμών του Θεόδωρου που αναιρεί ο Πρόκλος είναι η άποψη ότι η ζωή του ανθρώπου είναι μία και αισθητική, και απλώς διαφοροποιείται από την έδρα που καταλαμβάνει μέσα στο σώμα : όταν εδρεύει στον εγκέφαλο ονομάζεται λογική, ενώ όταν εδρεύει στα υπόλοιπα αισθητήρια όργανα ονομάζεται αίσθηση. Επειδή, λοιπόν, ακόμα και η λογική αποτελεί μέρος της αίσθησης, όλη η ανθρώπινη ζωή κυβερνάται από την ειμαρμένη. Ο Πρόκλος υποστηρίζει ότι η λογική ζωή διαφέρει από την αισθητική ουσιωδώς και όχι μόνο ως προς τον τόπο έδρας. Έτσι, η λογική ζωή είναι κατ’ ουσίαν ανεξάρτητη από το σώμα και για αυτό υπερβαίνει τους νόμους της ειμαρμένης και υπάγεται μόνο στην πρόνοια.
  7. (45 – 47) : Εδώ αναιρείτε από τον Πρόκλο η άποψη του Θόδωρου ότι το αγαθό ταυτίζεται με το ευχάριστο. Αυτή η ηδονιστική άποψη είναι συνέπεια του γεγονότος ότι ο Θεόδωρος υπήγαγε τη λογική στην αίσθηση και κατ’ επέκταση όλη την ανθρώπινη ζωή στην ειμαρμένη.
  8. (48 – 52) : ο Θεόδωρος, παίρνοντας αφορμή από τους ισχυρισμούς του Σωκράτη ότι δεν γνωρίζει τίποτα, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί να γνωρίσει την αλήθεια, οπότε δεν μπορεί και να έχει αυτεξουσιότητα. Ο Πρόκλος διευκρινίζει ότι ο ισχυρισμός αυτός του Σωκράτη δεν αφορά κάθε είδος γνώσης (γιατί αυτό θα αναιρούσε και την επιστημονική γνώση την οποία την οποία κατακτά ο άνθρωπος και αποτελεί μια αρχική μορφή της αληθινής γνώσης) αλλά το ανώτερο είδος γνώσης το οποίο μπορεί η ψυχή να κατακτήσει μόνο μετά την απαλλαγή της από το σώμα. Επειδή, όμως, η ψυχή βρίσκεται ανάμεσα στον Νου και στο σώμα, κατέχει και μια ενδιάμεση γνώση. Ανώτερη από την αίσθηση και κατώτερη από την νόηση. Έτι από μία άποψη γνωρίζει την αλήθεια (όταν έρχεται σε επαφή με την ανώτερη γνώση, τη νόηση) και δεν γνωρίζει την αλήθεια (όταν έρχεται σε επαφή με την κατώτερη γνώση, την αίσθηση).
  9. (53 – 55) : Ένα άλλο επιχείρημα του Θεόδωρου για την ανυπαρξία της αυτεξουσιότητας μας είναι το γεγονός ότι συχνά οι κακοί επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους ενώ οι καλοί αποτυγχάνουν. Αν όμως δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, δεν θα πρέπει ποτέ να κατηγορούμε την πρόνοια επειδή επιβραβεύει τις προσπάθειες των κακών ούτε θα πρέπει να περιμένουμε κάποια αξιοκρατική ανταπόδοση για τις πράξεις μας.
  10. (56 – 61) : Εδώ ο Πρόκλος εξετάζει το όψιμο ορισμό του Θεόδωρου για την αυτεξουσιότητα μας : είναι η δύναμη που δεν υπάγεται σε καμία κυριαρχία, αλλά είναι «αυτοπερίγραπτη και αυτενέργητη». Ένας τέτοιος ορισμός ταιριάζει περισσότερο στην αυτεξουσιότητα των Θεών που είναι ευρύτερη από την δική μας, και ως εκ τούτου όντως δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη αυτεξουσιότητα. Στην πραγματικότητα η ανθρώπινη αυτεξουσιότητα υπάρχει και περιορίζεται στην δυνατότητα που έχει η ανθρώπινη ψυχή να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους : 
    1. Στην συμμόρφωση της με την ανώτερη νοητική ζωή, κάτι που την κάνει αληθινά ελεύθερη από τους νόμους την ειμαρμένης.
    2. Στην συμμόρφωση της με την κατώτερη αίσθηση, κάτι που την υποδουλώνει στους νόμους της ειμαρμένης και στα εξωτερικά εγκόσμια, αισθητά και σωματικά αγαθά.
  1. (62 – 66) : Τέλος, ο Θεόδωρος θέτει ένα ζήτημα το οποίο ο Πρόκλος το έχει ήδη πραγματευτεί στην πρώτη πραγματεία του περί της πρόνοιας : Γνωρίζουν ή όχι οι θεοί εκ των προτέρων όσα πρόκειται να συμβούν σε εμάς ; Αν τα γνωρίζουν, τότε δεν υπάρχει τόσο η αυτεξουσιότητά μας όσο και αυτό που λέγεται «ενδεχόμενο», μιας και αν ο θεός γνωρίζει κάθε τι που πρόκειται να γίνει, τότε θα γίνει αναγκαστικά αυτό που πρόκειται να γίνει. Αν δεν τα γνωρίζουν, τότε δεν διαφέρουν από εμάς. Το ζήτημα αυτό είχε απαντηθεί ποικιλοτρόπως από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές : οι περιπατητικοί υποστήριζαν ότι οι Θεοί γνωρίζουν αόριστα όσα γίνονται αόριστα, ενώ οι στωικοί υποστήριζαν ότι οι Θεοί γνωρίζουν καθορισμένα τα πάντα, οπότε ότι πρόκειται να γίνει είναι εκ των προτέρων καθορισμένα από τους Θεούς. Η Πλατωνική άποψη ακολουθεί την μέση οδό : οι Θεοί γνωρίζουν με καθορισμένο τρόπο τα αόριστα και γενικά με ανώτερο τρόπο τα κατώτερα. Όσα γίνονται όμως σε ένα κατώτερο επίπεδο, προσαρμόζονται στη φύση των όντων μέσα στα οποία πραγματώνονται. Έτσι όσα συμβαίνουν στα καθορισμένα όντα είναι καθορισμένα και τα όσα συμβαίνουν στα αόριστα όντα είναι αόριστα. Η γνώση τους, όμως, προϋπάρχει πάντα με καθορισμένο τρόπο μέσα στους θεούς, όπως το υπόδειγμα στο μυαλό του τεχνίτη.
Ο Πλάτων, και οι νεοπλατωνικοί που τον ακολουθούν, λέγει ο Πρόκλος στο 62-64, υποστηρίζει πως : ο Θεός γνωρίζει καθορισμένα όσα πρόκειται να γίνουν και ότι αυτά γίνονται σύμφωνα με την φύση τους, άλλα καθορισμένα και άλλα αόριστα. Γιατί, ενώ αυτά που γίνονται είναι μεταξύ τους διαχωρισμένα και αντίθετα, μέσα στους θεούς η γνώση τους υπάρχει μόνο με τον τρόπο του ανώτερου. Λέω για παράδειγμα ότι ενώ όσα γίνονται είναι είτε ασώματα είτε σωματικά, τα αίτια και των δύο υπάρχουν με ασώματο τρόπο μέσα στους θεούς, και παρομοίως υπάρχει και η γνώση τους με ασώματο τρόπο. Και πάλι, ενώ άλλα όντα είναι νοήμονα και άλλα όχι, και τα δύο ως προς την ύπαρξή τους και ως προς τη γνώση τους υπάρχουν με γνωστικό τρόπο μέσα στους θεούς. Γιατί οι θεοί γνωρίζουν με γνωστικό τρόπο ακόμα και όσα δεν είναι γνωστικά. Και ενώ από εκεί προέρχεται όσα γίνονται μέσα στον χρόνο ή άχρονα, η αιτία και η γνώση τους είναι άχρονη μέσα στους θεούς. Επομένως, επειδή γίνονται ορισμένα και κάποια αόριστα, οι θεοί έχουν συμπεριλάβει από πριν τη γνώση αυτών των δύο με τον τρόπο του ανώτερου, δηλ. του καθορισμένου. Επιπλέον, το είδος της γνώσης δεν είναι σαν το αντικείμενο της γνώσης αλά σαν το υποκείμενο της γνώσης, και δικαιολογημένα. Γιατί η γνώση δεν υπάρχει μέσα στο γνωστικό αντικείμενο αλλά μέσα στο υποκείμενο της γνώσης. Για αυτό και η γνώση έχει την ίδια απόχρωση και το ίδιο είδος με αυτό μέσα στο οποίο υπάρχει και όχι με αυτό μέσα στο οποίο δεν υπάρχει. Όταν, λοιπόν, το γνωστικό αντικείμενο είναι αόριστο και το υποκείμενο της γνώσης καθορισμένο, η γνώση δεν γίνεται αόριστη λόγω του γνωστικού αντικειμένου, αλλά καθορισμένη λόγω του υποκειμένου της γνώσης. Γιατί είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς το κατώτερο με ανώτερο τρόπο και το ανώτερο με κατώτερο τρόπο. Επομένως, επειδή οι θεοί είναι ανώτεροι από τα πάντα, έχουν συμπεριλάβει τα πάντα εκ των προτέρων μέσα τους με τον ανώτερο τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι υπάρχουν, άχρονα όσα γίνονται μέσα στον χρόνο, όπως είπαμε, ασώματα τα σώματα, άυλα τα υλικά, καθορισμένα τα αόριστα, σταθερά τα άστατα, αγέννητα τα γεννημένα. Αν λοιπόν γνωρίζουν το μέλλον, δεν σημαίνει ότι η έκβαση του είναι αναγκαστική, αλλά πρέπει να αποδώσουμε στο μέλλον την αόριστη γέννηση από το καθορισμένο, και στους θεούς την καθορισμένη πρόγνωση του αόριστου. Γιατί και το μηχάνημα, το οποίο έχει γρανάζια, τροχαλίες και σωματικά υλικά, δεν υπάρχει «ἐν τῇ προγνώσει σωματικῶς ἦν». Αλλά εκεί η φαντασία είχε με ασώματο και ζωντανό τρόπο το υπόδειγμα αυτού που επρόκειτο να γίνει, ενώ το μηχάνημα κατασκευάστηκε με σωματικό τρόπο από την εσωτερική γνώση που δεν ήταν σωματική. Κι αν στην περίπτωση της δικής μας δημιουργίας ισχύουν αυτά, τι θα έλεγε κάποιος για την πρόγνωση των θεών, στην οποία υπάρχει το άρρητο και το αληθινά ασύλληπτο και απερίγραπτο για εμάς ;; Δεν θα λέγαμε ότι ο τρόπος με τον οποίο περιλαμβάνουν τα πάντα είναι διαφορετικός και σε καμία περίπτωση συγγενής με όσα γεννιούνται από αυτήν την πρόγνωση ;; Επομένως οι θεοί γνωρίζουν θεϊκά και άχρονα όσα εξαρτώνται από εμάς, και εμείς ενεργούμε σύμφωνα με την φύση μας. Και ότι τυχόν επιλέξουμε είναι από πριν γνωστό στους θεούς όχι λόγω του ορίου που υπάρχει σε εμάς αλλά λόγω του ορίου που υπάρχει σε εκείνους.

Αυτές είναι απαντήσεις του Πρόκλου (σε γενικές γραμμές) περί πρόνοιας και ειμαρμένης. Και αποδεικνύει ότι η ίδια η αυτεξουσιότητά μας υπάρχει και ότι αυτό είναι φανερό από τους επαίνους, τις προτροπές ή τους ψόγους, από τις συμβουλές, τις προτροπές ή τις αποτροπές, από τα δικαστήρια, τις κατηγορίες ή τις απολογίες, από ολόκληρη την πολιτική παίδευση, από τις νομοθεσίες, από τις (προσ)ευχές και τις ιερατικές (μεθ)όδους και από την ίδια την φιλοσοφία. Γιατί γνωρίζουμε καλά ότι αν αναιρεθεί η αυτεξουσιότητά μας , η φιλοσοφία καθίσταται περιττή! Γιατί τι θα εκπαιδεύει η φιλοσοφία, αν δεν υπάρχει τίποτα να εκπαιδευτεί, αν δεν είναι στο χέρι μας να γίνουμε καλύτεροι ;;
  
Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (16/3/2012, Ελλάς)


[1] Άλλωστε όπως εξηγεί ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 1.1.7.  20 – 23 (1η εννεάδα, κεφάλαιο 1ον, «Τι είναι το ζωντανό πλάσμα και τι ο άνθρωπος»)», και πριν από αυτόν ο Πλάτων στον «Τίμαιο» και στον «Φαίδρο», ο άνθρωπος ταυτίζεται με την έλλογη ψυχή και, όταν (συλ)λογιζόμεθα, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργημα της ψυχής. Τα δε κατώτερα μέρη είναι, μέσα μας, «τ <λεοντδες> κα τ <ποικλον> λως <θηρον>». Μέλημα μας βέβαια, λέγει ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 1.2.6.2 – 1.2.6.11 (1η εννεάδα, κεφάλαιο 6ον, «Περί Αρετών»), δεν είναι απλά και μόνο να αποφεύγουμε τις αμαρτίες (=λάθη/αποτυχίες), αλλά να είμαστε θεός. Εφόσον όμως εξακολουθούν να υπάρχουν ακούσιες, ο άνθρωπος είναι θεός ή δαίμονας «διπλος ν», ή ορθά έχει μαζί του κάποιον άλλον με διαφορετική αρετή. Αν δεν υπάρχουν οι παρορμήσει της γενέσεως, τότε είναι θεός και μάλιστα ένας από αυτούς που ακολουθούν τον πρώτο. Γιατί είναι ένας θεός που ήρθε από ψηλά, και η φύση του, αν γίνει αυτό που ήταν όταν ήρθε, ανήκει εκεί. Όταν δε ήρθε εδώ κάτω (αναφερόμαστε στην αθάνατη/αρσενική ψυχή, στο λογιστικό μέρος της τριμερούς ψυχής, στην λογική δηλ. ψυχή που μετέχει νοητικής ζωής και  που είναι φυγάς από την αυλή του πατρός της Διός, «φυγάς θέοθεν και αλήτης» κατά τον στοχασμό του Εμπεδοκλής) συγκατοίκησε με κάποιον άλλο (με το επιθυμητικό & θυμικό μέρος της τριμερούς ψυχής, με τη θνητή/θηλυκή ή άλογη ψυχή των όντων που μετέχει της άλογης ζωής), τον οποίο θα κάνει όμοιο με τη φύση του, όσο του είναι δυνατόν, ώστε αυτός ο άλλος, η άλογη ψυχή, να μην είναι ευάλωτος και να μην κάνει τίποτε που ο ηγέτης (το λογιστικό) δεν θα ενέκρινε. (Δες και “H φιλοσοφική/θεολογική εξήγηση των περί τον Προμηθέα αισχυλικών τραγωδιών!“)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου