a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Στις αρχές Οκτωβρίου 2010, η ινδονησιακή αστυνομία εκτέλεσε ανθρώπους που θεωρούνταν μέλη ενός τρομοκρατικού δικτύου στη νήσο της Σουμάτρας. Εντούτοις, η ισλαμική απειλή μοιάζει να είναι σε ύφεση, προς ανακούφιση των μουσουλμανικών οργανώσεων. Πράγματι, η Ινδονησία είναι περισσότερο γνωστή παγκοσμίως για τις τρομοκρατικές επιθέσεις, παρά για τη δημοκρατία της.

Το επίσημο κράτος προσπαθεί να ελέγξει τις τρομοκρατικές ομάδες των ισλαμιστών και να κρατήσει τις ισορροπίες στη χώραΤο επίσημο κράτος προσπαθεί να ελέγξει τις τρομοκρατικές ομάδες των ισλαμιστών και να κρατήσει τις ισορροπίες στη χώρα
«Οι μουσουλμάνοι οφείλουν να υπακούουν στους νόμους του ισλάμ». Αυτές οι λίγες λέξεις θα μπορούσαν να καταστήσουν το νεαρό ινδονησιακό κράτος μια ισλαμική δημοκρατία. Το εγγεγραμμένο στο προοίμιο του Συντάγματος άρθρο αποσύρθηκε in extremis στις 18 Αυγούστου 1945, κι έτσι η Ινδονησία έγινε το Κράτος της Πανκασίλα (Pancasila), των «πέντε αρχών», δηλαδή, της πίστης σε έναν μοναδικό Θεό, του ουμανισμού, της εθνικής ενότητας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ενας ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα σε εκκοσμίκευση και ισλάμ.
«Η Ινδονησία είναι η έδρα ενός μετριοπαθούς, χαμογελαστού Ισλάμ», επιβεβαιώνει ο Σιάφιι Ανουάρ, διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου για το Ισλάμ και τον Πλουραλισμό, της Τζακάρτα. «Είναι αλήθεια ότι την 11η Σεπτεμβρίου 2001, παρατηρούμε στροφή προς τον εξτρεμισμό και άνοδο του συντηρητισμού. Μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες στο Μπαλί, το 2002 (που προκάλεσαν τουλάχιστον διακόσιους νεκρούς), ήμασταν ακόμη και δακτυλοδεικτούμενοι από τη διεθνή κοινότητα. Γι' αυτό, η δουλειά μου είναι να εξηγώ ότι ισλάμ και δημοκρατία είναι συμβατά», προσθέτει.
Η δημοκρατική μετάβαση της χώρας έγινε, στην πραγματικότητα, το 1998, με την έξοδό της από δύο μεγάλες απολυταρχικές περιόδους. Η πρώτη, υπό τη δυναστευτική εξουσία του ιδρυτή και προέδρου Σουκάρνο (1945-1967), που έπρεπε να συνυπάρξει με τρεις μείζονες δυνάμεις: τον εθνικισμό, το ισλάμ και τον κομμουνισμό. Η δεύτερη, υπό τη δικτατορία του στρατηγού Σουχάρτο (1967-1998), ο οποίος άδραξε την εξουσία στο όνομα της μάχης κατά της κομμουνιστικής απειλής. Η χώρα παραμένει σημαδεμένη από τις τραυματικές εμπειρίες που προκάλεσε το καθεστώς Σουχάρτο, το οποίο ευθύνεται για τουλάχιστον πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς(1).
Σήμερα, η Ινδονησία είναι η τρίτη σε πληθυσμό δημοκρατία στον κόσμο(2). «Μια αλήθεια που οι δυτικοί παρατηρητές έχουν την τάση να αποσιωπούν», δηλώνει με λύπη η Ανιές Μπασουένταν, πρύτανης του Πανεπιστημίου Παραμαντίνα της Τζακάρτας. «Τους αρέσει να μας χαρακτηρίζουν τη μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα. Εμείς λέμε: "Είμαστε δημοκρατία", τελεία και παύλα. Εχουμε ελεύθερο τύπο, πλούσια πολιτική ζωή, πολύ δυναμική κοινωνία πολιτών. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει διαφθορά. Πάντα υπήρχε. Η οικονομία μας αντιστέκεται στη διεθνή κρίση καλύτερα από εκείνη των γειτονικών μας χωρών και η χώρα ευημερεί περισσότερο απ' ό,τι δέκα χρόνια πριν - η Ινδονησία είχε ιδιαίτερα πληγεί από την ασιατική κρίση της δεκαετίας του 1990», συνεχίζει. Βεβαίως, αναγνωρίζει ότι «υπάρχουν ισλαμιστές και φονταμενταλιστές, αλλά έχουν εν μέρει απορροφηθεί μέσω της πολιτικής και δημοκρατικής διαδικασίας».
Η χώρα αριθμεί περισσότερους από διακόσια σαράντα εκατομμύρια κατοίκους, εκ των οποίων τα διακόσια εκατομμύρια είναι μουσουλμάνοι, στην πλειονότητά τους σουνίτες(3). Τα δύο τρίτα του πληθυσμού ζουν στο νησί της Ιάβας, στην καρδιά της Ινδονησίας. Δύο ρεύματα σκέψης, το παραδοσιακό και το σύγχρονο, συγκεντρώνουν την πλειονότητα των πιστών και αποτελούν δύο μαζικές οργανώσεις που γεννήθηκαν στην Ιάβα πολύ πριν από την αποχώρηση των Ολλανδών και την απελευθέρωση της χώρας.
Το λεγόμενο «παραδοσιακό» ρεύμα, που υιοθετεί τις προγενέστερες κουλτούρες και πεποιθήσεις, δημιουργήθηκε το 1926 και αντιπροσωπεύεται κυρίως από τη Ναχντλατούλ Ουλάμα (Ν.Ο.). Συγκεντρώνει σαράντα εκατομμύρια πιστούς, κυρίως σε αγροτικές περιοχές. «Η Ν.Ο. δεν μιλάει με μία μόνο φωνή», εξηγεί ο συγγραφέας Εντι Μπαγιούνι, πρώην διευθυντής της «Djakarta Post». «Το κίνημα έχει πολλούς επικεφαλής, τόσο χαρισματικούς όσο και ανεξάρτητους, οι οποίοι διαφοροποιούνται συχνά, ακόμη κι όταν ο πρόεδρος έχει ήδη διατυπώσει τη γνώμη του για ένα θέμα».
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ
Η δεύτερη οργάνωση, που χαρακτηρίζεται «νεωτεριστική», προσμετράει τριάντα εκατομμύρια μέλη. Η Μουχαμαντίγια ιδρύθηκε το 1912 και τα περισσότερα μέλη της ανήκουν στις μορφωμένες αστικές τάξεις. Ανάμεσά τους υπάρχουν ιδρυτές σχολείων, νοσοκομείων ή πανεπιστημίων. «Οπως οι σαλαφιστές, βασιζόμαστε πρωτίστως στο Κοράνι, ακόμη κι αν τα συμπεράσματά μας διαφέρουν. Είμαστε πουριτανοί, αλλά ανεκτικοί. Η αναφορά μας είναι ο Μοχάμεντ Αμπντού, όχι οι αδελφοί μουσουλμάνοι ή ο Μοντούντι(4). Πιστεύουμε βαθιά στις ανταλλαγές ανάμεσα στα διαφορετικά δόγματα. Σε αυτό είμαστε πιο κοντά με τη Ν.Ο. απ' ό,τι με τους σαλαφιστές. Η Ινδονησία δεν είναι ισλαμικό κράτος, είναι ένα κοσμικό κράτος. Κι εδώ δεν είναι Μέση Ανατολή», εξηγεί ο γενικός γραμματέας της Μουχαμαντίγια, Αμπντούλ Μούτι.
«Η οργάνωση είναι σαν μια οικογένεια», σχολιάζει η Αρίφα Ραχμαουάτι, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Γκάτζα Μάντα της Γιογκιακάρτας. Προοδευτική στον τρόπο ζωής της, όπως και στις ιδέες της, έζησε πολύ καιρό μόνη σε ένα σπίτι του οποίου είναι ιδιοκτήτρια, δεν καλύπτει τα μαλλιά της, πίνει κρασί - με κίνδυνο, όπως ομολογεί η ίδια, να «εκνευρίσει τον περίγυρό της». «Ακόμη κι αν δεν ασπάζομαι την πουριτανική φιλοσοφία της, νιώθω μέσα μου βαθιά ότι ανήκω στην οκογένεια Μουχαμαντίγια», επιβεβαιώνει.
Ο συνάδελφός της, ο κοινωνιολόγος Ερίκ Χιαριέτζ, προσθέτει: «Μετά την εθνότητα, η θρησκεία είναι ο πιο δυνατός παράγοντας αυτοπροσδιορισμού. Στην Ιάβα, όταν συναντάτε κάποιον πρώτη φορά, τον ρωτάτε αν είναι "σάντρι", δηλαδή πολύ δεμένος με το δόγμα, ή "αμπάνγκαν" (πιστός που δεν ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα). Αν το άτομο αυτό θεωρεί τον εαυτό του "σάντρι", η δεύτερη ερώτηση είναι: "Της Ν.Ο. ή της Μουχαμαντίγια;"»
Στο κέντρο του νησιού, η παλαιά πόλη των σουλτάνων της Γιογκιακάρτας είναι, μαζί με το Σόλο (Σουρακάρτα), το λίκνο των «αμπάνγκαν», που επικαλούνται αξίες κοσμικές και θρησκευτικού συγκρητισμού, προερχόμενες από την κουλτούρα της Ιάβας. Τον Απρίλιο του 2010, ο σουλτάνος Χαμενγκουμπουόνο Ι' γιόρτασε τα εξηκοστά τέταρτα γενέθλιά του, ήτοι ένα πολλαπλάσιο του οκτώ, μαγικός αριθμός, γεγονός που δικαιολόγησε τις εξαιρετικές εορταστικές εκδηλώσεις.
Διοικητής της περιοχής, ασκεί πραγματική εξουσία, αλλά έχει επίσης και μια πνευματική αύρα. Λόγω της μυστικιστικής του ένωσης με το πνεύμα της βασίλισσας-φιδιού των Νότιων Θαλασσών, αντιπροσωπεύει τον «άξονα του κόσμου». Οι παραδόσεις της περιοχής έχουν ως αναφορά το παλάτι του, που, κατ' εικόνα του, αποτελεί έναν συνδυασμό ινδουιστικών, βουδιστικών, χριστιανικών και μουσουλμανικών επιδράσεων, ένα εκπληκτικό κράμα θρησκειών και πολιτισμών, έστω κι αν ο ίδιος είναι μουσουλμάνος. Είναι εδώ στη Γιογκιακάρτα, που, από αντίδραση προς αυτές τις αξίες θρησκευτικού συγκρητισμού, αναδύθηκε η Μουχαμαντίγια. Ο ιδρυτής της, Αχμάντ Νταλάν, γεννήθηκε στη μουσουλμανική συνοικία, πίσω από το παλάτι.
Εξήντα χιλιόμετρα πιο πέρα, στο Σόλο, στο παλάτι του σουλτάνου, ξαναβρίσκουμε το μείγμα πολιτισμών και εθίμων. Αντρες και γυναίκες, ανάμεσά τους πολλοί νέοι, μυούνται στα τελετουργικά της Ιάβας, όπως η τέχνη της αφήγησης ή η απίθανη πρακτική του «καθιστού περπατήματος» (mlampah dolok). Ολοι φορούν το «τζαρίκ» με τα παραδοσιακά μπατίκ, δεμένο ως μακριά φούστα, και για τις γυναίκες ασορτί με ένα κορμάκι από δαντέλα με μακριά μανίκια και περίπλοκες κομμώσεις. Κι ενώ η μέρα προχωράει στο τέλος της, το κάλεσμα σε προσευχή υψώνεται από το Κάουμαν, τη γειτονική μουσουλμανική συνοικία, και έρχεται να αναμειχθεί με την παραδοσιακή μουσική των συγκροτημάτων γκαμελάν. Εκείνο το σούρουπο, διακόσια άτομα συγκεντρώθηκαν γύρω από το παλάτι για να παρακολουθήσουν ένα υπαίθριο θέατρο σκιών. Μόνο τέσσερις γυναίκες φορούν την ισλαμική μαντίλα.
Οπως η πλειονότητα των Ιαβανών, έτσι και ο Τόχα Ρούμπιν, διευθυντής δημοσίων σχέσεων του Πανεπιστημίου Μουχαμαντίγια στο Σόλο, ενστερνίζεται τις αξίες που διαιωνίζουν οι παλιές αυλές της Ιάβας: «Είναι θέμα παραδόσεων, καλοπροαίρετης άσκησης της εξουσίας, σοφίας που κληρονομήσαμε από τις παλαιές βασιλείες. Η Μουχαμαντίγια θα έπρεπε να ανοιχτεί περισσότερο σε αυτήν την κληρονομιά».
«Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΑΓΙΟΣ»
Στα ανατολικά του νησιού, το Τζομπάγκ, είναι η γενέτειρα της Ν.Ο. Ο Αμπντουραχμάν Ουαχίντ, ο επονομαζόμενος Γκους Ντουρ, ιστορικός αρχηγός του κινήματος και πρόεδρος της Ινδονησίας από το 1999 ώς το 2001, είναι θαμμένος εκεί. Ο λιτός τάφος του προσελκύει πάντα εκατομμύρια Ινδονήσιους οι οποίοι έρχονται να προσευχηθούν γύρω από την κορανική σχολή (pesantren) που ιδρύθηκε από τον παππού του. Η Ν.Ο. υπήρξε πρωτοπόρα στο κίνημα της κορανικής εκπαίδευσης για όλους, και ο Γκους Ντουρ χαρακτηρίζεται συχνά ως «ο δέκατος άγιος», αναφορικά με τους εννέα άγιους σούφι που εργάστηκαν για την εξάπλωση του ισλάμ στην Ιάβα. «Ο Γκους Ντουρ ένιωθε κοντά στα τοπικά θρησκεύματα. Ηθελε ένα ισλάμ που να τροφοδοτείται από τις πολυάριθμες καταβολές του. Οι ιμάμηδές μας δεν είναι αγιατολάχ. Εχουν τη δουλειά τους, κάνουν τα ψώνια τους. Οι άνθρωποι τους συμβουλεύονται για θέματα σοδειάς, χρημάτων, για κάθε είδους καθημερινά προβλήματα. Ολα αυτά δημιουργούν ένα άτυπο θρησκευτικό και πολιτιστικό δίκτυο», τονίζει ο Αχμάντ Σουαέντι, διευθυντής του Ινστιτούτου Ουαχίντ της Τζακάρτας, ενός ινστιτούτου στενά συνδεδεμένου με τη Ν.Ο.
Η Ν.Ο., όπως και η Μουχαμαντίγια, έχουν ευθύς εξαρχής παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας. Επέλεξαν να εστιάσουν στα κοινωνικά και θρησκευτικά θέματα και να μειώσουν τον πολιτικό τους ρόλο(5). Και οι δύο έχουν πολλά παρακλάδια (φοιτητικές οργανώσεις, συλλόγους), εκ των οποίων κάποιες, όπως το Δίκτυο του Φιλελεύθερου Ισλάμ, προβάλλουν πιο προοδευτικές ιδέες. Μια τάση που ανησυχεί τους παλιότερους, οι οποίοι ενοχλούνται να βλέπουν «ελαστικές» ιδέες να προωθούνται στο όνομα του ισλάμ. Το ινδονησιακό θρησκευτικό συμβούλιο καταδίκασε το Δίκτυο με φετφά, το 2005.
Το σχίσμα οξύνθηκε με την ισλαμική στροφή που έκανε η Ινδονησία τη δεκαετία του 1990, ενώ οι φιλελεύθεροι μουσουλμάνοι ήθελαν να συνεχίσουν να συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για τις εθνικές μεταρρυθμίσεις θρησκευτικής έμπνευσης. Ο εξισλαμισμός είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 1980, υπό το καθεστώς Σουχάρτο. Η τάση επιταχύνθηκε με οικονομικές ενισχύσεις που ήρθαν από τη Μέση Ανατολή και που επέτρεψαν το κτίσιμο πολλών τζαμιών. Τη δεκαετία του 1990 αναδείχτηκε μια μεσαία μουσουλμανική τάξη εκπαιδευμένη κατά μεγάλο ποσοστό στις κορανικές σχολές. Η μεταλλαγή αυτή έγινε πασιφανής με την εμφάνιση της μαντίλας, με την οποία πολλές γυναίκες σκεπάζουν έκτοτε το κεφάλι - αλλά δεν συναντάμε ούτε κάλυψη προσώπου, ούτε μπούργκα, ούτε μαύρα φορέματα, και είναι σπάνια τα λευκά ενδύματα που συμβολίζουν μια ακραία ευσέβεια. Οι περισσότερες μουσουλμανικές οργανώσεις εκθειάζουν τη μαντίλα και απορρίπτουν την κάλυψη του προσώπου. Ετσι, ο Αμπντούλ Μούτι θεωρεί ότι «το να βλέπει κανείς το πρόσωπο των γυναικών είναι σημαντικό για την επικοινωνία εντός της κοινωνίας». Στα μεγάλα αστικά κέντρα, πολλές γυναίκες, κυρίως στις λαϊκές συνοικίες, συνεχίζουν να κυκλοφορούν με το κεφάλι ακάλυπτο.
Ο Χιαριέτζ θυμάται, εντούτοις: «Οταν ήμουν φοιτητής, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μόνο μία νέα στις εξήντα φορούσε τη μαντίλα. Σήμερα, έχει γίνει της μόδας. Στο πανεπιστήμιο αρέσει στους νέους να κάνουν ό,τι κάνει όλος ο κόσμος, είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Αυτό τους οδηγεί μερικές φορές στο να προσχωρούν σε ακραία κινήματα». Το Χιτζμπούτ Ταχρίρ, που ιδρύθηκε το 1998, είναι μία από αυτές τις προσηλυτιστικές ομάδες. Αυτό το ιδιαίτερα οργανωμένο δίκτυο προσπαθεί να πείσει τους νέους για την επείγουσα ανάγκη της επιστροφής στο χαλιφάτο. Ο εκπρόσωπός του, Ισμαΐλ Γιουσάντο, επιβεβαιώνει ότι καταδικάζει τη βία: «Η Ινδονησία δεν είναι τόπος της τζιχάντ». Αλλά προσθέτει αμέσως: «Στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν ή στην Παλαιστίνη, είναι αλλιώς, εκεί η βία δεν είναι τρομοκρατία». Μια τέτοια θέση ασκεί μεγάλη επίδραση σε κάποιους νέους.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Οι περισσότερες από τις κορανικές σχολές, που κατηγορούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι συντηρούν τον φονταμενταλισμό, ανήκουν στη Ν.Ο. ή στη Μουχαμαντίγια. Οι γονείς πληρώνουν ώστε τα παιδιά τους να ακολουθήσουν, από το δημοτικό και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της σχολικής παιδείας τους, ένα διπλό πρόγραμμα σπουδών, ακαδημαϊκό και θρησκευτικό. Οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μπορούν στη συνέχεια να κατευθυνθούν προς τα μουσουλμανικά πανεπιστήμια.
Υπάρχουν επίσης -αλλά σε μικρό αριθμό- ακραίες σχολές, μεταξύ των οποίων η Αλ-Μουκμίμ στο Νγκρούκι, στην περιοχή του Σόλο. Εκεί σπούδασαν ο σκληρός ιμάμης Αμπού Μπακάρ Μπασίρ, αρχηγός της Τζαμαάτ-ι-Ισλάμι, που τώρα είναι στη φυλακή, και οι σύντροφοί του της τζιχάντ. Μιλώντας εξ ονόματός του, ο διευθυντής του ιδρύματος, Γιουστάτζ Ουαχιγιουντίν, δεν κρύβει τους στόχους του: «Κάθε μουσουλμάνος προσδοκά ένα μουσουλμανικό κράτος. Θέλουμε να αγωνιστούμε για τη σαρία, δεν μπορούμε να περιμένουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Η κορανική μας σχολή είναι το μέσο για τη διάδοση των νέων αξιών του κορανικού νόμου. Εάν ένας ή δύο από τους μαθητές μας έγιναν ακραία ριζοσπαστικοί, είναι γιατί πήγαν στο Αφγανιστάν ή στο Πακιστάν και μπήκαν στην πολιτική».
Ο Μπασίρ κατηγορήθηκε ότι χρηματοδότησε ένα τρομοκρατικό στρατόπεδο στο Ατσεχ, και συνελήφθη στις 9 Αυγούστου 2010, για τρίτη φορά μετά τις επιθέσεις στο Μπαλί. Στην αναμπουμπούλα, οι αρχές ανακάλυψαν ένα άλλο δίκτυο, που διευθυνόταν από τον Ντουλματίν, έναν από τους πιο καταζητούμενους τρομοκράτες της περιοχής και ο κυρίως ύποπτος για τις απόπειρες στο Μπαλί. Η αστυνομία τον σκότωσε, όπως και επτά από τους συντρόφους του. Το 2009, είχε επίσης σκοτώσει τον Νοορντίν Τοπ, έναν μαλαισιανό υπήκοο, ο οποίος θεωρούνταν ο εγκέφαλος των επιθέσεων που είχαν διαπραχθεί στην Τζακάρτα το 2003, το 2004 και το 2009 και στο Μπαλί το 2005.
Ενδυναμωμένη από τις συνεχείς επιτυχίες, η κυβέρνηση λίγο θέλει για να δηλώσει ότι οι τρομοκρατικές δράσεις φθίνουν. Ο αναλυτής Σίντνεϊ Τζόουνς, του Intrenational Crisis Group, σημειώνει ότι «οι διαδοχικές διασπάσεις έχουν αποδυναμώσει τις στρατευμένες ομάδες που αποτελούνται από τοπικά στοιχεία, από ιδεολόγους και τρομοκράτες οργανωμένους σε δίκτυο μεταξύ Ινδονησίας, Μαλαισίας και Φιλιππίνων. Στην Ινδονησία, η προσφυγή στη βία κινδυνεύει να κάνει τον Μπασίρ να χάσει τη συμπάθεια που ενέπνεε σε ένα μέρος του πληθυσμού το κίνημά του ενάντια στη δημοκρατία, το Τζεμαά Ασαρούτ Ταουχίντ(6)».
Παρόλο που η απειλή της τζιχάντ δεν μοιάζει να έχει τελείως απομακρυνθεί, η μείωση της έντασής της έγινε δεκτή με ανακούφιση από την πλειονότητα των μουσουλμανικών οργανώσεων. Αλλά, όπως πολλά μέλη της Μουχαμαντίγια, ο Αμπντούλ Μούτι δηλώνει σκεπτικός: «Μερικοί ένοχοι προέρχονταν από τη δική μας οργάνωση. Τα ακραία στοιχεία μπορούν να εισχωρήσουν, διότι είμαστε ανοιχτοί και επομένως ευάλωτοι».
Οι εξτρεμιστικές ομάδες, όπως το Μέτωπο Αμυνας του Ισλάμ και το Λασκάρ Τζιχάντ, συνεχίζουν, πράγματι, να καταφεύγουν στη βία ενάντια στις θρησκευτικές μειονότητες. Από την αρχή του χρόνου, είκοσι οκτώ επιθέσεις καταγράφηκαν στα δυτικά της Ιάβας και στην περιοχή της Τζακάρτας. Η πιο πρόσφατη έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου, όταν οι χριστιανοί έγιναν στόχος στο Μπεκασί. Η σέχτα των Αχμάντι, που μερικοί αρνούνται να τη θεωρήσουν μουσουλμανική, έγινε αντικείμενο φετφά με απόφαση του μουσουλμανικού θρησκευτικού συμβουλίου, στις 9 Ιουνίου 2008.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΚΟΡΑΝΙΟΥ
Παραδόξως, η διαδικασία εκδημοκρατισμού που ξεκίνησε μετά την πτώση του καθεστώτος Σουχάρτο το 1998, είναι αυτή που άνοιξε το δρόμο σε δυναμικές διεκδικήσεις για τον ρόλο του ισλάμ στα δημόσια θέματα. Ετσι αναδύθηκαν δύο νέες πολιτικές οντότητες, το Κόμμα της Ημισελήνου και του Αστεριού (ΡΒΒ) και το Κόμμα για την Ευημερία και τη Δικαιοσύνη (PKS). Αφού πολλές απόπειρες για την εισαγωγή του κορανικού νόμου σε εθνικό επίπεδο απέτυχαν, το 2000, τα φονταμενταλιστικά κόμματα βρήκαν άνοιγμα στους νέους νόμους για την αποκέντρωση. Εκτοτε, ενέτειναν τις προσπάθειές τους στην τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να εισαγάγουν τη σαρία σε δημοτική ή περιφερειακή κλίμακα. Βασιζόμενοι στους τοπικούς κανονισμούς, κατάφεραν να υιοθετηθεί ένας κορανικός νομικός κώδικας («perda charia») σε πενήντα από τις εκατόν πενήντα κοινότητες της χώρας(7).
Το Ατσεχ που, έπειτα από τριάντα χρόνια αυτονομιστικού αγώνα, εδραίωσε ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας χάρη σ' έναν συμβιβασμό που υπογράφηκε στις 15 Αυγούστου 2005, υιοθέτησε τη σαρία και διαθέτει το δικό του ισλαμικό δικαστήριο. Παρόλο που είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτική στο σύνολο της χώρας -είναι απίθανο άλλες επαρχίες να φτάσουν σε μια τέτοια αυτονομία- η περίπτωση του Ατσεχ προκάλεσε ζωηρές αντιπαραθέσεις. Για τον Σουαέντι, «η εισαγωγή της σαρία στο Ατσεχ είναι τεχνητή, ισοδυναμεί με τη μετάθεση νόμων του αραβικού μεσαιωνικού κόσμου στον 21ο αιώνα, χωρίς την απαραίτητη διαδικασία περίσκεψης (ijtihad)».
Τις ίδιες επιφυλάξεις έχει ο Αμπντούλ Μούτι, της Μουχαμαντίγια: «Πέντε χρόνια έχουν περάσει, και καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει γίνει στο Ατσεχ. Τα προβλήματα της περιοχής ήταν πρωτίστως οικονομικά. Κι έπειτα, οι άνθρωποι πάνε στη Σουμάτρα για να δουν ταινίες, οπότε γιατί να τις απαγορεύουν στο Ατσεχ; Η σαρία απαιτεί μια θρησκευτική ομοιομορφία που έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το πνεύμα του ισλάμ».
Παρ' όλα αυτά, ο αντιπρόεδρος της Ν.Ο., καθηγητής Μασικούρι Αμπντίλα, διαβεβαιώνει ότι «η σαρία εγκαθιδρύθηκε διότι αποφασίστηκε με δημοκρατικές διαδικασίες». Και αποκαλύπτει ότι, στην καρδιά της οργάνωσής του, «γίνεται έντονη συζήτηση για τον λιθοβολισμό και το μαστίγωμα, διότι δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτές οι πρακτικές είναι δυνατόν να εγγραφούν στην Πανκασίλα». Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν και η πλειονότητα των Ινδονήσιων σκέπτονται ότι αντιφάσκουν με την Πανκασίλα.
Για πολλούς Ινδονήσιους, η σαρία παραμένει ασαφής έννοια. Τους φαίνεται δύσκολο να συζητήσουν μια δικαστική απόφαση που φαίνεται να έχει υπαγορευθεί από τον Θεό. Και οι μετριοπαθείς δεν επιθυμούν να αφήσουν στα δικαστήρια της γειτονιάς την ευθύνη των ποινικών αποφάσεων.
Είκοσι χιλιόμετρα από την Τζακάρτα, στο Τανγκεράνγκ, η εφαρμογή της σαρία επιβάλλει στις γυναίκες να μην βγαίνουν μόνες το βράδυ, υπό την απειλή να κατηγορηθούν για πορνεία. Στο Παντάνγκ, στα δυτικά της Σουμάτρας, όλες οι νεαρές κοπέλες που πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο, είτε είναι μουσουλμάνες είτε όχι, πρέπει να φοράνε τη μαντίλα. Παραδόξως, ο διευθυντής του τμήματος ιστορίας και ανθρωπιστικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Ανταλούς ομολογεί ότι εκτός σχολείου, στο δρόμο, η κόρη του δεν τη φοράει ποτέ.
Η περιοχή του Μακασάρ, νότια του Σουλαουέσι, γνωστή για τον αυστηρό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει το ισλάμ, έχει γνωρίσει πολλές απόπειρες επιβολής της σαρία πριν από περίπου δέκα χρόνια. Κατά τον δόκτορα Χ. Μ. Σιραντζούντεν, γενικό γραμματέα της Επιτροπής για την Εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου, που ιδρύθηκε το 2000 από τον αρχηγό του τοπικού κλάδου της Μουχαμαντίγια, «ο σκοπός δεν ήταν να δημιουργηθεί ένα ισλαμικό κράτος, αλλά να εδραιωθεί μια ισλαμική κοινωνία». Η περίπτωση του Ατσεχ έδωσε στους κατοίκους του Σουλαουέσι «την ελπίδα να αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα».
ΟΛΟΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΑΡΙΑΣ
Στις τοπικές εκλογές του 2002, το 91,11% των εκλογέων τοποθετήθηκαν υπέρ της σαρία. Την ίδια χρονιά, οι αρχές της διοικητικής περιφέρειας του Μπουλουκούμπα απαγόρευσαν το αλκοόλ. Το 2003, επέβαλαν σε όλες τις γυναίκες, μουσουλμάνες ή μη, να φοράνε μαντίλα για να μπουν στις δημόσιες υπηρεσίες, και άρχισε να παρακρατεί το «ζακάτ» (ελεημοσύνη για τους φτωχούς).
Το 2006, η επαρχία έκανε υποχρεωτικό το μάθημα των γραπτών αραβικών. Εντούτοις, η νέα εξουσία του Μπουλουκούμπα ελάφρυνε τη μεταρρύθμιση, μετατρέποντας τις υποχρεώσεις σε προαιρετικές δράσεις. Ο καθηγητής Αμπού Χαμίντ, πρύτανης του Πανεπιστημίου του Μακασάρ και μέλος της Επιτροπής για την Εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου, επιχαίρει. Αυτή η άποψη αντανακλά την τάση που κυριαρχεί στο σύνολο της χώρας, να σταματήσει δηλαδή η εισαγωγή της σαρίας σε τοπικό επίπεδο και να γίνουν προσπάθειες να περιοριστεί εκεί όπου υπάρχει. Ο αριθμός των περιοχών που εφαρμόζεται η «πέρντα σαρία» μοιάζει να έχει αγγίξει το ανώτατο όριό της το 2003(8).
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2009, ακολούθησε, στις 8 Ιουλίου, η εκλογή με καθολική ψηφοφορία του προέδρου της Δημοκρατίας(9) -η δεύτερη μετά την ανεξαρτησία- η οποία πέρασε απαρατήρητη από τον δυτικό τύπο. Εντούτοις, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι τα ποσοστά του συνόλου των θρησκευτικών κομμάτων έπεσαν, περνώντας από το 40% του 2004 και του 1999, στο 25%. Τα τρία κύρια κοσμικά κόμματα συγκέντρωσαν την πλειοψηφία. Μόνο το Κόμμα για την Ευημερία και τη Δικαιοσύνη, βασισμένο στο μοντέλο του Κόμματος για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη που κυβερνά στην Τουρκία, γνώρισε αύξηση κερδίζοντας ποσοστό 7,88%, παίρνοντας, όμως, ψήφους από τα άλλα θρησκευτικά κόμματα. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του, τον Ιούνιο, το Κόμμα για την Ευημερία και τη Δικαιοσύνη εγκατέλειψε την ισλαμική του θέση προς χάριν μιας εικόνας πλουραλισμού, υποσχόμενο να ανοιχτεί σύντομα στους μη μουσουλμάνους. Η στρατευμένη φεμινίστρια Καμάλα Τσαντρακιράνα δηλώνει αισιόδοξη: «Επειτα από μια δεκαετία αναταράξεων, τρομοκρατίας, τσουνάμι, οικονομικής κρίσης, γρίπης των πτηνών, ίσως φτάνουμε επιτέλους στην άκρη του τούνελ. Εχουμε μια χώρα τόσο δυναμική, μια κοινωνία πολιτών τόσο δραστήρια! Δεν είναι απίθανο οι υπερασπιστές της Πανκασίλα να προτείνουν μια εναλλακτική λύση στον εξισλαμισμό που να είναι ικανή να αναζωπυρώσει τη φαντασία των νέων».
(1) Adam Schwarz, «Α Nation in Waiting: Indonesia's Search for Stability», Talisman, Σιγκαπούρη 2008 (1η έκδοση 1999). Benedict Anderson, «Exit Suharto: Obituary for a mediocre tyrant», «New Left Review», Λονδίνο, τόμος 50, Μάρτιος-Απρίλιος 2008.
(2) ΣτΕ: Εννοεί μετά την Ινδία και τις ΗΠΑ - εξαιρεί την Κίνα ως μη δημοκρατικό καθεστώς.
(3) Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, το 88,2% του πληθυσμού δήλωναν μουσουλμάνοι, το 5,9% προτεστάντες, το 3,1% καθολικοί, το 1,8% ινδουιστές, το 0,8% βουδιστές. Το 0,2% κατατασσόταν στη κατηγορία «άλλοι», ποσοστό που περιλαμβάνει παραδοσιακές θρησκείες, άλλες χριστιανικές ομάδες και τους Εβραίους.
(4) Μοχάμεντ Αμπντού: Αιγύπτιος φιλόσοφος και νομικός, ο οποίος, στα τέλη του 19ου αιώνα, έκανε τη μεταρρύθμιση των ισλαμικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και οργανισμών. Αμπούλ Αλά Μοντούντι: Οπαδός μιας αυστηρής εφαρμογής του θρησκευτικού νόμου, ιδρυτής, το 1941, στην Ινδία, του Τζαμαάτ-ι-Ισλάμι.
(5) Βλ. Robin Buch, «Nahdlatul Ulama and the Struggle for Power Within Islam and Polities in Indonesia». Ινστιτούτο Νοτιοανατολικών Ασιατικών Σπουδών, Σιγκαπούρη 2009.
(6) International Crisis Group, «Indonesia: Jihadi surprise in Aceh», Asia Report no 189, 20 Απριλίου 2010, και «Indonesia : The dark side of Jama'ah Asharut», Asia Briefing no 107, Crisis Group, 6 Ιουλίου 2010, www.crisisgroup.org.
(7) Robin Buch, «Regional sharia regulations in Indonesia: Anomaly or symptom?», στο Greg Fealy και Sally White (υπό τη διεύθυνση), Expressing Islam: Religious Life and Politics in Indonesia, Ινστιτούτο Νοτιοανατολικών Ασιατικών Σπουδών, Σιγκαπούρη 2008, http://asiafoundation.org
(8) Βλ. Robin Bush, ό.π.
(9) Ο Σουσίλο Μπάμπανγκ Γιουντχογιόνο (δημοκρατικό κόμμα) εξελέγη από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας με περισσότερο από το 60% των ψήφων.
www.enet.gr
*Δημοσιογράφος, Λονδίνο.

by f.Dimitrios Athanasiou at 2:52 pm
ΕΝΑ ΑΞΙΟΛΟΓΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ, ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ.

Στις αρχές Οκτωβρίου 2010, η ινδονησιακή αστυνομία εκτέλεσε ανθρώπους που θεωρούνταν μέλη ενός τρομοκρατικού δικτύου στη νήσο της Σουμάτρας. Εντούτοις, η ισλαμική απειλή μοιάζει να είναι σε ύφεση, προς ανακούφιση των μουσουλμανικών οργανώσεων. Πράγματι, η Ινδονησία είναι περισσότερο γνωστή παγκοσμίως για τις τρομοκρατικές επιθέσεις, παρά για τη δημοκρατία της.

Το επίσημο κράτος προσπαθεί να ελέγξει τις τρομοκρατικές ομάδες των ισλαμιστών και να κρατήσει τις ισορροπίες στη χώραΤο επίσημο κράτος προσπαθεί να ελέγξει τις τρομοκρατικές ομάδες των ισλαμιστών και να κρατήσει τις ισορροπίες στη χώρα
«Οι μουσουλμάνοι οφείλουν να υπακούουν στους νόμους του ισλάμ». Αυτές οι λίγες λέξεις θα μπορούσαν να καταστήσουν το νεαρό ινδονησιακό κράτος μια ισλαμική δημοκρατία. Το εγγεγραμμένο στο προοίμιο του Συντάγματος άρθρο αποσύρθηκε in extremis στις 18 Αυγούστου 1945, κι έτσι η Ινδονησία έγινε το Κράτος της Πανκασίλα (Pancasila), των «πέντε αρχών», δηλαδή, της πίστης σε έναν μοναδικό Θεό, του ουμανισμού, της εθνικής ενότητας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ενας ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα σε εκκοσμίκευση και ισλάμ.
«Η Ινδονησία είναι η έδρα ενός μετριοπαθούς, χαμογελαστού Ισλάμ», επιβεβαιώνει ο Σιάφιι Ανουάρ, διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου για το Ισλάμ και τον Πλουραλισμό, της Τζακάρτα. «Είναι αλήθεια ότι την 11η Σεπτεμβρίου 2001, παρατηρούμε στροφή προς τον εξτρεμισμό και άνοδο του συντηρητισμού. Μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες στο Μπαλί, το 2002 (που προκάλεσαν τουλάχιστον διακόσιους νεκρούς), ήμασταν ακόμη και δακτυλοδεικτούμενοι από τη διεθνή κοινότητα. Γι' αυτό, η δουλειά μου είναι να εξηγώ ότι ισλάμ και δημοκρατία είναι συμβατά», προσθέτει.
Η δημοκρατική μετάβαση της χώρας έγινε, στην πραγματικότητα, το 1998, με την έξοδό της από δύο μεγάλες απολυταρχικές περιόδους. Η πρώτη, υπό τη δυναστευτική εξουσία του ιδρυτή και προέδρου Σουκάρνο (1945-1967), που έπρεπε να συνυπάρξει με τρεις μείζονες δυνάμεις: τον εθνικισμό, το ισλάμ και τον κομμουνισμό. Η δεύτερη, υπό τη δικτατορία του στρατηγού Σουχάρτο (1967-1998), ο οποίος άδραξε την εξουσία στο όνομα της μάχης κατά της κομμουνιστικής απειλής. Η χώρα παραμένει σημαδεμένη από τις τραυματικές εμπειρίες που προκάλεσε το καθεστώς Σουχάρτο, το οποίο ευθύνεται για τουλάχιστον πεντακόσιες χιλιάδες νεκρούς(1).
Σήμερα, η Ινδονησία είναι η τρίτη σε πληθυσμό δημοκρατία στον κόσμο(2). «Μια αλήθεια που οι δυτικοί παρατηρητές έχουν την τάση να αποσιωπούν», δηλώνει με λύπη η Ανιές Μπασουένταν, πρύτανης του Πανεπιστημίου Παραμαντίνα της Τζακάρτας. «Τους αρέσει να μας χαρακτηρίζουν τη μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα. Εμείς λέμε: "Είμαστε δημοκρατία", τελεία και παύλα. Εχουμε ελεύθερο τύπο, πλούσια πολιτική ζωή, πολύ δυναμική κοινωνία πολιτών. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει διαφθορά. Πάντα υπήρχε. Η οικονομία μας αντιστέκεται στη διεθνή κρίση καλύτερα από εκείνη των γειτονικών μας χωρών και η χώρα ευημερεί περισσότερο απ' ό,τι δέκα χρόνια πριν - η Ινδονησία είχε ιδιαίτερα πληγεί από την ασιατική κρίση της δεκαετίας του 1990», συνεχίζει. Βεβαίως, αναγνωρίζει ότι «υπάρχουν ισλαμιστές και φονταμενταλιστές, αλλά έχουν εν μέρει απορροφηθεί μέσω της πολιτικής και δημοκρατικής διαδικασίας».
Η χώρα αριθμεί περισσότερους από διακόσια σαράντα εκατομμύρια κατοίκους, εκ των οποίων τα διακόσια εκατομμύρια είναι μουσουλμάνοι, στην πλειονότητά τους σουνίτες(3). Τα δύο τρίτα του πληθυσμού ζουν στο νησί της Ιάβας, στην καρδιά της Ινδονησίας. Δύο ρεύματα σκέψης, το παραδοσιακό και το σύγχρονο, συγκεντρώνουν την πλειονότητα των πιστών και αποτελούν δύο μαζικές οργανώσεις που γεννήθηκαν στην Ιάβα πολύ πριν από την αποχώρηση των Ολλανδών και την απελευθέρωση της χώρας.
Το λεγόμενο «παραδοσιακό» ρεύμα, που υιοθετεί τις προγενέστερες κουλτούρες και πεποιθήσεις, δημιουργήθηκε το 1926 και αντιπροσωπεύεται κυρίως από τη Ναχντλατούλ Ουλάμα (Ν.Ο.). Συγκεντρώνει σαράντα εκατομμύρια πιστούς, κυρίως σε αγροτικές περιοχές. «Η Ν.Ο. δεν μιλάει με μία μόνο φωνή», εξηγεί ο συγγραφέας Εντι Μπαγιούνι, πρώην διευθυντής της «Djakarta Post». «Το κίνημα έχει πολλούς επικεφαλής, τόσο χαρισματικούς όσο και ανεξάρτητους, οι οποίοι διαφοροποιούνται συχνά, ακόμη κι όταν ο πρόεδρος έχει ήδη διατυπώσει τη γνώμη του για ένα θέμα».
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ
Η δεύτερη οργάνωση, που χαρακτηρίζεται «νεωτεριστική», προσμετράει τριάντα εκατομμύρια μέλη. Η Μουχαμαντίγια ιδρύθηκε το 1912 και τα περισσότερα μέλη της ανήκουν στις μορφωμένες αστικές τάξεις. Ανάμεσά τους υπάρχουν ιδρυτές σχολείων, νοσοκομείων ή πανεπιστημίων. «Οπως οι σαλαφιστές, βασιζόμαστε πρωτίστως στο Κοράνι, ακόμη κι αν τα συμπεράσματά μας διαφέρουν. Είμαστε πουριτανοί, αλλά ανεκτικοί. Η αναφορά μας είναι ο Μοχάμεντ Αμπντού, όχι οι αδελφοί μουσουλμάνοι ή ο Μοντούντι(4). Πιστεύουμε βαθιά στις ανταλλαγές ανάμεσα στα διαφορετικά δόγματα. Σε αυτό είμαστε πιο κοντά με τη Ν.Ο. απ' ό,τι με τους σαλαφιστές. Η Ινδονησία δεν είναι ισλαμικό κράτος, είναι ένα κοσμικό κράτος. Κι εδώ δεν είναι Μέση Ανατολή», εξηγεί ο γενικός γραμματέας της Μουχαμαντίγια, Αμπντούλ Μούτι.
«Η οργάνωση είναι σαν μια οικογένεια», σχολιάζει η Αρίφα Ραχμαουάτι, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Γκάτζα Μάντα της Γιογκιακάρτας. Προοδευτική στον τρόπο ζωής της, όπως και στις ιδέες της, έζησε πολύ καιρό μόνη σε ένα σπίτι του οποίου είναι ιδιοκτήτρια, δεν καλύπτει τα μαλλιά της, πίνει κρασί - με κίνδυνο, όπως ομολογεί η ίδια, να «εκνευρίσει τον περίγυρό της». «Ακόμη κι αν δεν ασπάζομαι την πουριτανική φιλοσοφία της, νιώθω μέσα μου βαθιά ότι ανήκω στην οκογένεια Μουχαμαντίγια», επιβεβαιώνει.
Ο συνάδελφός της, ο κοινωνιολόγος Ερίκ Χιαριέτζ, προσθέτει: «Μετά την εθνότητα, η θρησκεία είναι ο πιο δυνατός παράγοντας αυτοπροσδιορισμού. Στην Ιάβα, όταν συναντάτε κάποιον πρώτη φορά, τον ρωτάτε αν είναι "σάντρι", δηλαδή πολύ δεμένος με το δόγμα, ή "αμπάνγκαν" (πιστός που δεν ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα). Αν το άτομο αυτό θεωρεί τον εαυτό του "σάντρι", η δεύτερη ερώτηση είναι: "Της Ν.Ο. ή της Μουχαμαντίγια;"»
Στο κέντρο του νησιού, η παλαιά πόλη των σουλτάνων της Γιογκιακάρτας είναι, μαζί με το Σόλο (Σουρακάρτα), το λίκνο των «αμπάνγκαν», που επικαλούνται αξίες κοσμικές και θρησκευτικού συγκρητισμού, προερχόμενες από την κουλτούρα της Ιάβας. Τον Απρίλιο του 2010, ο σουλτάνος Χαμενγκουμπουόνο Ι' γιόρτασε τα εξηκοστά τέταρτα γενέθλιά του, ήτοι ένα πολλαπλάσιο του οκτώ, μαγικός αριθμός, γεγονός που δικαιολόγησε τις εξαιρετικές εορταστικές εκδηλώσεις.
Διοικητής της περιοχής, ασκεί πραγματική εξουσία, αλλά έχει επίσης και μια πνευματική αύρα. Λόγω της μυστικιστικής του ένωσης με το πνεύμα της βασίλισσας-φιδιού των Νότιων Θαλασσών, αντιπροσωπεύει τον «άξονα του κόσμου». Οι παραδόσεις της περιοχής έχουν ως αναφορά το παλάτι του, που, κατ' εικόνα του, αποτελεί έναν συνδυασμό ινδουιστικών, βουδιστικών, χριστιανικών και μουσουλμανικών επιδράσεων, ένα εκπληκτικό κράμα θρησκειών και πολιτισμών, έστω κι αν ο ίδιος είναι μουσουλμάνος. Είναι εδώ στη Γιογκιακάρτα, που, από αντίδραση προς αυτές τις αξίες θρησκευτικού συγκρητισμού, αναδύθηκε η Μουχαμαντίγια. Ο ιδρυτής της, Αχμάντ Νταλάν, γεννήθηκε στη μουσουλμανική συνοικία, πίσω από το παλάτι.
Εξήντα χιλιόμετρα πιο πέρα, στο Σόλο, στο παλάτι του σουλτάνου, ξαναβρίσκουμε το μείγμα πολιτισμών και εθίμων. Αντρες και γυναίκες, ανάμεσά τους πολλοί νέοι, μυούνται στα τελετουργικά της Ιάβας, όπως η τέχνη της αφήγησης ή η απίθανη πρακτική του «καθιστού περπατήματος» (mlampah dolok). Ολοι φορούν το «τζαρίκ» με τα παραδοσιακά μπατίκ, δεμένο ως μακριά φούστα, και για τις γυναίκες ασορτί με ένα κορμάκι από δαντέλα με μακριά μανίκια και περίπλοκες κομμώσεις. Κι ενώ η μέρα προχωράει στο τέλος της, το κάλεσμα σε προσευχή υψώνεται από το Κάουμαν, τη γειτονική μουσουλμανική συνοικία, και έρχεται να αναμειχθεί με την παραδοσιακή μουσική των συγκροτημάτων γκαμελάν. Εκείνο το σούρουπο, διακόσια άτομα συγκεντρώθηκαν γύρω από το παλάτι για να παρακολουθήσουν ένα υπαίθριο θέατρο σκιών. Μόνο τέσσερις γυναίκες φορούν την ισλαμική μαντίλα.
Οπως η πλειονότητα των Ιαβανών, έτσι και ο Τόχα Ρούμπιν, διευθυντής δημοσίων σχέσεων του Πανεπιστημίου Μουχαμαντίγια στο Σόλο, ενστερνίζεται τις αξίες που διαιωνίζουν οι παλιές αυλές της Ιάβας: «Είναι θέμα παραδόσεων, καλοπροαίρετης άσκησης της εξουσίας, σοφίας που κληρονομήσαμε από τις παλαιές βασιλείες. Η Μουχαμαντίγια θα έπρεπε να ανοιχτεί περισσότερο σε αυτήν την κληρονομιά».
«Ο ΔΕΚΑΤΟΣ ΑΓΙΟΣ»
Στα ανατολικά του νησιού, το Τζομπάγκ, είναι η γενέτειρα της Ν.Ο. Ο Αμπντουραχμάν Ουαχίντ, ο επονομαζόμενος Γκους Ντουρ, ιστορικός αρχηγός του κινήματος και πρόεδρος της Ινδονησίας από το 1999 ώς το 2001, είναι θαμμένος εκεί. Ο λιτός τάφος του προσελκύει πάντα εκατομμύρια Ινδονήσιους οι οποίοι έρχονται να προσευχηθούν γύρω από την κορανική σχολή (pesantren) που ιδρύθηκε από τον παππού του. Η Ν.Ο. υπήρξε πρωτοπόρα στο κίνημα της κορανικής εκπαίδευσης για όλους, και ο Γκους Ντουρ χαρακτηρίζεται συχνά ως «ο δέκατος άγιος», αναφορικά με τους εννέα άγιους σούφι που εργάστηκαν για την εξάπλωση του ισλάμ στην Ιάβα. «Ο Γκους Ντουρ ένιωθε κοντά στα τοπικά θρησκεύματα. Ηθελε ένα ισλάμ που να τροφοδοτείται από τις πολυάριθμες καταβολές του. Οι ιμάμηδές μας δεν είναι αγιατολάχ. Εχουν τη δουλειά τους, κάνουν τα ψώνια τους. Οι άνθρωποι τους συμβουλεύονται για θέματα σοδειάς, χρημάτων, για κάθε είδους καθημερινά προβλήματα. Ολα αυτά δημιουργούν ένα άτυπο θρησκευτικό και πολιτιστικό δίκτυο», τονίζει ο Αχμάντ Σουαέντι, διευθυντής του Ινστιτούτου Ουαχίντ της Τζακάρτας, ενός ινστιτούτου στενά συνδεδεμένου με τη Ν.Ο.
Η Ν.Ο., όπως και η Μουχαμαντίγια, έχουν ευθύς εξαρχής παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας. Επέλεξαν να εστιάσουν στα κοινωνικά και θρησκευτικά θέματα και να μειώσουν τον πολιτικό τους ρόλο(5). Και οι δύο έχουν πολλά παρακλάδια (φοιτητικές οργανώσεις, συλλόγους), εκ των οποίων κάποιες, όπως το Δίκτυο του Φιλελεύθερου Ισλάμ, προβάλλουν πιο προοδευτικές ιδέες. Μια τάση που ανησυχεί τους παλιότερους, οι οποίοι ενοχλούνται να βλέπουν «ελαστικές» ιδέες να προωθούνται στο όνομα του ισλάμ. Το ινδονησιακό θρησκευτικό συμβούλιο καταδίκασε το Δίκτυο με φετφά, το 2005.
Το σχίσμα οξύνθηκε με την ισλαμική στροφή που έκανε η Ινδονησία τη δεκαετία του 1990, ενώ οι φιλελεύθεροι μουσουλμάνοι ήθελαν να συνεχίσουν να συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για τις εθνικές μεταρρυθμίσεις θρησκευτικής έμπνευσης. Ο εξισλαμισμός είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 1980, υπό το καθεστώς Σουχάρτο. Η τάση επιταχύνθηκε με οικονομικές ενισχύσεις που ήρθαν από τη Μέση Ανατολή και που επέτρεψαν το κτίσιμο πολλών τζαμιών. Τη δεκαετία του 1990 αναδείχτηκε μια μεσαία μουσουλμανική τάξη εκπαιδευμένη κατά μεγάλο ποσοστό στις κορανικές σχολές. Η μεταλλαγή αυτή έγινε πασιφανής με την εμφάνιση της μαντίλας, με την οποία πολλές γυναίκες σκεπάζουν έκτοτε το κεφάλι - αλλά δεν συναντάμε ούτε κάλυψη προσώπου, ούτε μπούργκα, ούτε μαύρα φορέματα, και είναι σπάνια τα λευκά ενδύματα που συμβολίζουν μια ακραία ευσέβεια. Οι περισσότερες μουσουλμανικές οργανώσεις εκθειάζουν τη μαντίλα και απορρίπτουν την κάλυψη του προσώπου. Ετσι, ο Αμπντούλ Μούτι θεωρεί ότι «το να βλέπει κανείς το πρόσωπο των γυναικών είναι σημαντικό για την επικοινωνία εντός της κοινωνίας». Στα μεγάλα αστικά κέντρα, πολλές γυναίκες, κυρίως στις λαϊκές συνοικίες, συνεχίζουν να κυκλοφορούν με το κεφάλι ακάλυπτο.
Ο Χιαριέτζ θυμάται, εντούτοις: «Οταν ήμουν φοιτητής, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μόνο μία νέα στις εξήντα φορούσε τη μαντίλα. Σήμερα, έχει γίνει της μόδας. Στο πανεπιστήμιο αρέσει στους νέους να κάνουν ό,τι κάνει όλος ο κόσμος, είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Αυτό τους οδηγεί μερικές φορές στο να προσχωρούν σε ακραία κινήματα». Το Χιτζμπούτ Ταχρίρ, που ιδρύθηκε το 1998, είναι μία από αυτές τις προσηλυτιστικές ομάδες. Αυτό το ιδιαίτερα οργανωμένο δίκτυο προσπαθεί να πείσει τους νέους για την επείγουσα ανάγκη της επιστροφής στο χαλιφάτο. Ο εκπρόσωπός του, Ισμαΐλ Γιουσάντο, επιβεβαιώνει ότι καταδικάζει τη βία: «Η Ινδονησία δεν είναι τόπος της τζιχάντ». Αλλά προσθέτει αμέσως: «Στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν ή στην Παλαιστίνη, είναι αλλιώς, εκεί η βία δεν είναι τρομοκρατία». Μια τέτοια θέση ασκεί μεγάλη επίδραση σε κάποιους νέους.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Οι περισσότερες από τις κορανικές σχολές, που κατηγορούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι συντηρούν τον φονταμενταλισμό, ανήκουν στη Ν.Ο. ή στη Μουχαμαντίγια. Οι γονείς πληρώνουν ώστε τα παιδιά τους να ακολουθήσουν, από το δημοτικό και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της σχολικής παιδείας τους, ένα διπλό πρόγραμμα σπουδών, ακαδημαϊκό και θρησκευτικό. Οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μπορούν στη συνέχεια να κατευθυνθούν προς τα μουσουλμανικά πανεπιστήμια.
Υπάρχουν επίσης -αλλά σε μικρό αριθμό- ακραίες σχολές, μεταξύ των οποίων η Αλ-Μουκμίμ στο Νγκρούκι, στην περιοχή του Σόλο. Εκεί σπούδασαν ο σκληρός ιμάμης Αμπού Μπακάρ Μπασίρ, αρχηγός της Τζαμαάτ-ι-Ισλάμι, που τώρα είναι στη φυλακή, και οι σύντροφοί του της τζιχάντ. Μιλώντας εξ ονόματός του, ο διευθυντής του ιδρύματος, Γιουστάτζ Ουαχιγιουντίν, δεν κρύβει τους στόχους του: «Κάθε μουσουλμάνος προσδοκά ένα μουσουλμανικό κράτος. Θέλουμε να αγωνιστούμε για τη σαρία, δεν μπορούμε να περιμένουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Η κορανική μας σχολή είναι το μέσο για τη διάδοση των νέων αξιών του κορανικού νόμου. Εάν ένας ή δύο από τους μαθητές μας έγιναν ακραία ριζοσπαστικοί, είναι γιατί πήγαν στο Αφγανιστάν ή στο Πακιστάν και μπήκαν στην πολιτική».
Ο Μπασίρ κατηγορήθηκε ότι χρηματοδότησε ένα τρομοκρατικό στρατόπεδο στο Ατσεχ, και συνελήφθη στις 9 Αυγούστου 2010, για τρίτη φορά μετά τις επιθέσεις στο Μπαλί. Στην αναμπουμπούλα, οι αρχές ανακάλυψαν ένα άλλο δίκτυο, που διευθυνόταν από τον Ντουλματίν, έναν από τους πιο καταζητούμενους τρομοκράτες της περιοχής και ο κυρίως ύποπτος για τις απόπειρες στο Μπαλί. Η αστυνομία τον σκότωσε, όπως και επτά από τους συντρόφους του. Το 2009, είχε επίσης σκοτώσει τον Νοορντίν Τοπ, έναν μαλαισιανό υπήκοο, ο οποίος θεωρούνταν ο εγκέφαλος των επιθέσεων που είχαν διαπραχθεί στην Τζακάρτα το 2003, το 2004 και το 2009 και στο Μπαλί το 2005.
Ενδυναμωμένη από τις συνεχείς επιτυχίες, η κυβέρνηση λίγο θέλει για να δηλώσει ότι οι τρομοκρατικές δράσεις φθίνουν. Ο αναλυτής Σίντνεϊ Τζόουνς, του Intrenational Crisis Group, σημειώνει ότι «οι διαδοχικές διασπάσεις έχουν αποδυναμώσει τις στρατευμένες ομάδες που αποτελούνται από τοπικά στοιχεία, από ιδεολόγους και τρομοκράτες οργανωμένους σε δίκτυο μεταξύ Ινδονησίας, Μαλαισίας και Φιλιππίνων. Στην Ινδονησία, η προσφυγή στη βία κινδυνεύει να κάνει τον Μπασίρ να χάσει τη συμπάθεια που ενέπνεε σε ένα μέρος του πληθυσμού το κίνημά του ενάντια στη δημοκρατία, το Τζεμαά Ασαρούτ Ταουχίντ(6)».
Παρόλο που η απειλή της τζιχάντ δεν μοιάζει να έχει τελείως απομακρυνθεί, η μείωση της έντασής της έγινε δεκτή με ανακούφιση από την πλειονότητα των μουσουλμανικών οργανώσεων. Αλλά, όπως πολλά μέλη της Μουχαμαντίγια, ο Αμπντούλ Μούτι δηλώνει σκεπτικός: «Μερικοί ένοχοι προέρχονταν από τη δική μας οργάνωση. Τα ακραία στοιχεία μπορούν να εισχωρήσουν, διότι είμαστε ανοιχτοί και επομένως ευάλωτοι».
Οι εξτρεμιστικές ομάδες, όπως το Μέτωπο Αμυνας του Ισλάμ και το Λασκάρ Τζιχάντ, συνεχίζουν, πράγματι, να καταφεύγουν στη βία ενάντια στις θρησκευτικές μειονότητες. Από την αρχή του χρόνου, είκοσι οκτώ επιθέσεις καταγράφηκαν στα δυτικά της Ιάβας και στην περιοχή της Τζακάρτας. Η πιο πρόσφατη έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου, όταν οι χριστιανοί έγιναν στόχος στο Μπεκασί. Η σέχτα των Αχμάντι, που μερικοί αρνούνται να τη θεωρήσουν μουσουλμανική, έγινε αντικείμενο φετφά με απόφαση του μουσουλμανικού θρησκευτικού συμβουλίου, στις 9 Ιουνίου 2008.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΟΥ ΚΟΡΑΝΙΟΥ
Παραδόξως, η διαδικασία εκδημοκρατισμού που ξεκίνησε μετά την πτώση του καθεστώτος Σουχάρτο το 1998, είναι αυτή που άνοιξε το δρόμο σε δυναμικές διεκδικήσεις για τον ρόλο του ισλάμ στα δημόσια θέματα. Ετσι αναδύθηκαν δύο νέες πολιτικές οντότητες, το Κόμμα της Ημισελήνου και του Αστεριού (ΡΒΒ) και το Κόμμα για την Ευημερία και τη Δικαιοσύνη (PKS). Αφού πολλές απόπειρες για την εισαγωγή του κορανικού νόμου σε εθνικό επίπεδο απέτυχαν, το 2000, τα φονταμενταλιστικά κόμματα βρήκαν άνοιγμα στους νέους νόμους για την αποκέντρωση. Εκτοτε, ενέτειναν τις προσπάθειές τους στην τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να εισαγάγουν τη σαρία σε δημοτική ή περιφερειακή κλίμακα. Βασιζόμενοι στους τοπικούς κανονισμούς, κατάφεραν να υιοθετηθεί ένας κορανικός νομικός κώδικας («perda charia») σε πενήντα από τις εκατόν πενήντα κοινότητες της χώρας(7).
Το Ατσεχ που, έπειτα από τριάντα χρόνια αυτονομιστικού αγώνα, εδραίωσε ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας χάρη σ' έναν συμβιβασμό που υπογράφηκε στις 15 Αυγούστου 2005, υιοθέτησε τη σαρία και διαθέτει το δικό του ισλαμικό δικαστήριο. Παρόλο που είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτική στο σύνολο της χώρας -είναι απίθανο άλλες επαρχίες να φτάσουν σε μια τέτοια αυτονομία- η περίπτωση του Ατσεχ προκάλεσε ζωηρές αντιπαραθέσεις. Για τον Σουαέντι, «η εισαγωγή της σαρία στο Ατσεχ είναι τεχνητή, ισοδυναμεί με τη μετάθεση νόμων του αραβικού μεσαιωνικού κόσμου στον 21ο αιώνα, χωρίς την απαραίτητη διαδικασία περίσκεψης (ijtihad)».
Τις ίδιες επιφυλάξεις έχει ο Αμπντούλ Μούτι, της Μουχαμαντίγια: «Πέντε χρόνια έχουν περάσει, και καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει γίνει στο Ατσεχ. Τα προβλήματα της περιοχής ήταν πρωτίστως οικονομικά. Κι έπειτα, οι άνθρωποι πάνε στη Σουμάτρα για να δουν ταινίες, οπότε γιατί να τις απαγορεύουν στο Ατσεχ; Η σαρία απαιτεί μια θρησκευτική ομοιομορφία που έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το πνεύμα του ισλάμ».
Παρ' όλα αυτά, ο αντιπρόεδρος της Ν.Ο., καθηγητής Μασικούρι Αμπντίλα, διαβεβαιώνει ότι «η σαρία εγκαθιδρύθηκε διότι αποφασίστηκε με δημοκρατικές διαδικασίες». Και αποκαλύπτει ότι, στην καρδιά της οργάνωσής του, «γίνεται έντονη συζήτηση για τον λιθοβολισμό και το μαστίγωμα, διότι δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτές οι πρακτικές είναι δυνατόν να εγγραφούν στην Πανκασίλα». Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν και η πλειονότητα των Ινδονήσιων σκέπτονται ότι αντιφάσκουν με την Πανκασίλα.
Για πολλούς Ινδονήσιους, η σαρία παραμένει ασαφής έννοια. Τους φαίνεται δύσκολο να συζητήσουν μια δικαστική απόφαση που φαίνεται να έχει υπαγορευθεί από τον Θεό. Και οι μετριοπαθείς δεν επιθυμούν να αφήσουν στα δικαστήρια της γειτονιάς την ευθύνη των ποινικών αποφάσεων.
Είκοσι χιλιόμετρα από την Τζακάρτα, στο Τανγκεράνγκ, η εφαρμογή της σαρία επιβάλλει στις γυναίκες να μην βγαίνουν μόνες το βράδυ, υπό την απειλή να κατηγορηθούν για πορνεία. Στο Παντάνγκ, στα δυτικά της Σουμάτρας, όλες οι νεαρές κοπέλες που πηγαίνουν στο δημόσιο σχολείο, είτε είναι μουσουλμάνες είτε όχι, πρέπει να φοράνε τη μαντίλα. Παραδόξως, ο διευθυντής του τμήματος ιστορίας και ανθρωπιστικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Ανταλούς ομολογεί ότι εκτός σχολείου, στο δρόμο, η κόρη του δεν τη φοράει ποτέ.
Η περιοχή του Μακασάρ, νότια του Σουλαουέσι, γνωστή για τον αυστηρό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει το ισλάμ, έχει γνωρίσει πολλές απόπειρες επιβολής της σαρία πριν από περίπου δέκα χρόνια. Κατά τον δόκτορα Χ. Μ. Σιραντζούντεν, γενικό γραμματέα της Επιτροπής για την Εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου, που ιδρύθηκε το 2000 από τον αρχηγό του τοπικού κλάδου της Μουχαμαντίγια, «ο σκοπός δεν ήταν να δημιουργηθεί ένα ισλαμικό κράτος, αλλά να εδραιωθεί μια ισλαμική κοινωνία». Η περίπτωση του Ατσεχ έδωσε στους κατοίκους του Σουλαουέσι «την ελπίδα να αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα».
ΟΛΟΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΣΑΡΙΑΣ
Στις τοπικές εκλογές του 2002, το 91,11% των εκλογέων τοποθετήθηκαν υπέρ της σαρία. Την ίδια χρονιά, οι αρχές της διοικητικής περιφέρειας του Μπουλουκούμπα απαγόρευσαν το αλκοόλ. Το 2003, επέβαλαν σε όλες τις γυναίκες, μουσουλμάνες ή μη, να φοράνε μαντίλα για να μπουν στις δημόσιες υπηρεσίες, και άρχισε να παρακρατεί το «ζακάτ» (ελεημοσύνη για τους φτωχούς).
Το 2006, η επαρχία έκανε υποχρεωτικό το μάθημα των γραπτών αραβικών. Εντούτοις, η νέα εξουσία του Μπουλουκούμπα ελάφρυνε τη μεταρρύθμιση, μετατρέποντας τις υποχρεώσεις σε προαιρετικές δράσεις. Ο καθηγητής Αμπού Χαμίντ, πρύτανης του Πανεπιστημίου του Μακασάρ και μέλος της Επιτροπής για την Εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου, επιχαίρει. Αυτή η άποψη αντανακλά την τάση που κυριαρχεί στο σύνολο της χώρας, να σταματήσει δηλαδή η εισαγωγή της σαρίας σε τοπικό επίπεδο και να γίνουν προσπάθειες να περιοριστεί εκεί όπου υπάρχει. Ο αριθμός των περιοχών που εφαρμόζεται η «πέρντα σαρία» μοιάζει να έχει αγγίξει το ανώτατο όριό της το 2003(8).
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2009, ακολούθησε, στις 8 Ιουλίου, η εκλογή με καθολική ψηφοφορία του προέδρου της Δημοκρατίας(9) -η δεύτερη μετά την ανεξαρτησία- η οποία πέρασε απαρατήρητη από τον δυτικό τύπο. Εντούτοις, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι τα ποσοστά του συνόλου των θρησκευτικών κομμάτων έπεσαν, περνώντας από το 40% του 2004 και του 1999, στο 25%. Τα τρία κύρια κοσμικά κόμματα συγκέντρωσαν την πλειοψηφία. Μόνο το Κόμμα για την Ευημερία και τη Δικαιοσύνη, βασισμένο στο μοντέλο του Κόμματος για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη που κυβερνά στην Τουρκία, γνώρισε αύξηση κερδίζοντας ποσοστό 7,88%, παίρνοντας, όμως, ψήφους από τα άλλα θρησκευτικά κόμματα. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του, τον Ιούνιο, το Κόμμα για την Ευημερία και τη Δικαιοσύνη εγκατέλειψε την ισλαμική του θέση προς χάριν μιας εικόνας πλουραλισμού, υποσχόμενο να ανοιχτεί σύντομα στους μη μουσουλμάνους. Η στρατευμένη φεμινίστρια Καμάλα Τσαντρακιράνα δηλώνει αισιόδοξη: «Επειτα από μια δεκαετία αναταράξεων, τρομοκρατίας, τσουνάμι, οικονομικής κρίσης, γρίπης των πτηνών, ίσως φτάνουμε επιτέλους στην άκρη του τούνελ. Εχουμε μια χώρα τόσο δυναμική, μια κοινωνία πολιτών τόσο δραστήρια! Δεν είναι απίθανο οι υπερασπιστές της Πανκασίλα να προτείνουν μια εναλλακτική λύση στον εξισλαμισμό που να είναι ικανή να αναζωπυρώσει τη φαντασία των νέων».
(1) Adam Schwarz, «Α Nation in Waiting: Indonesia's Search for Stability», Talisman, Σιγκαπούρη 2008 (1η έκδοση 1999). Benedict Anderson, «Exit Suharto: Obituary for a mediocre tyrant», «New Left Review», Λονδίνο, τόμος 50, Μάρτιος-Απρίλιος 2008.
(2) ΣτΕ: Εννοεί μετά την Ινδία και τις ΗΠΑ - εξαιρεί την Κίνα ως μη δημοκρατικό καθεστώς.
(3) Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, το 88,2% του πληθυσμού δήλωναν μουσουλμάνοι, το 5,9% προτεστάντες, το 3,1% καθολικοί, το 1,8% ινδουιστές, το 0,8% βουδιστές. Το 0,2% κατατασσόταν στη κατηγορία «άλλοι», ποσοστό που περιλαμβάνει παραδοσιακές θρησκείες, άλλες χριστιανικές ομάδες και τους Εβραίους.
(4) Μοχάμεντ Αμπντού: Αιγύπτιος φιλόσοφος και νομικός, ο οποίος, στα τέλη του 19ου αιώνα, έκανε τη μεταρρύθμιση των ισλαμικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και οργανισμών. Αμπούλ Αλά Μοντούντι: Οπαδός μιας αυστηρής εφαρμογής του θρησκευτικού νόμου, ιδρυτής, το 1941, στην Ινδία, του Τζαμαάτ-ι-Ισλάμι.
(5) Βλ. Robin Buch, «Nahdlatul Ulama and the Struggle for Power Within Islam and Polities in Indonesia». Ινστιτούτο Νοτιοανατολικών Ασιατικών Σπουδών, Σιγκαπούρη 2009.
(6) International Crisis Group, «Indonesia: Jihadi surprise in Aceh», Asia Report no 189, 20 Απριλίου 2010, και «Indonesia : The dark side of Jama'ah Asharut», Asia Briefing no 107, Crisis Group, 6 Ιουλίου 2010, www.crisisgroup.org.
(7) Robin Buch, «Regional sharia regulations in Indonesia: Anomaly or symptom?», στο Greg Fealy και Sally White (υπό τη διεύθυνση), Expressing Islam: Religious Life and Politics in Indonesia, Ινστιτούτο Νοτιοανατολικών Ασιατικών Σπουδών, Σιγκαπούρη 2008, http://asiafoundation.org
(8) Βλ. Robin Bush, ό.π.
(9) Ο Σουσίλο Μπάμπανγκ Γιουντχογιόνο (δημοκρατικό κόμμα) εξελέγη από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας με περισσότερο από το 60% των ψήφων.
www.enet.gr
*Δημοσιογράφος, Λονδίνο.

by f.Dimitrios Athanasiou at 2:52 pm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου