Σοβαρό ζήτημα εγείρεται ως προς τις ευθύνες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία του υπέρογκου ελληνικού χρέους καθόσον η υπέρβαση του χρέους συναρτάται ευθέως και με το «νόμιμο» του χρέους. Το μη νόμιμο δε του χρέους, αφορά και στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τούτα τα δεδομένα, ο γράφων υποστηρίζει τα εξής:
Από τις διατάξεις του άρθρου 126 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) συλλειτουργούν οι παρακάτω διαδικασίες και συνευθύνες :

 1) Τα κράτη - μέλη έχουν υποχρέωση και ευθύνη να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.
2) Η Επιτροπή έχει τη ρητή υποχρέωση και ευθύνη: α) να παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους των κρατών - μελών, β) να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλείσεις του χρέους, γ) να προβαίνει σε σχετικές εκθέσεις και δ) να ενημερώνει το Συμβούλιο.
3) Το Συμβούλιο έχει τη ρητή υποχρέωση και ευθύνη να αποφασίζει για το υπερβολικό έλλειμμα.

Βεβαίως, στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο λειτουργεί και το άρθρο 125 ΣΛΕΕ, που αφορά τη λεγόμενη «ρήτρα μη διάσωσης». Η ρήτρα αυτή θεσπίζει το ανεύθυνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών - μελών για υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα κράτους - μέλους. Ωστόσο όμως, η ρήτρα αυτή μπορεί να λειτουργήσει, μόνο εάν έχουν λάβει χώρα οι προαναφερόμενες πρόνοιες. Δηλαδή, η «ρήτρα μη διάσωσης» μπορεί να λειτουργήσει μόνο εφόσον έχει προηγηθεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο η στενή παρακολούθηση της δημοσιονομικής κατάστασης και έχουν υπάρξει οι σχετικές παρεμβάσεις ως προς τις παρεκκλίσεις της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους - μέλους. Αυτό όμως δεν έχει λάβει χώρα όσον αφορά στην περίπτωση του ελληνικού χρέους. Και τούτο γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας έχουν πλήρως αγνοηθεί οι παρακάτω αυστηρές δεσμεύσεις:

Το Συμβούλιο (σύμφωνα με το άρθρο 126 ΣΛΕΕ) όταν διαπιστώσει ότι το κράτος - μέλος που παρεκτρέπεται δεν έχει συμμορφωθεί με τις συστάσεις του για τον περιορισμό του ελλείμματος, και μάλιστα εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια ανακοίνωση προτού το παρεκτρεπόμενο κράτος - μέλος «εκτεθεί στις αγορές». Έτσι, σε περίπτωση δημοσιονομικής παρεκτροπής, το Συμβούλιο, κυρίως :

α) Υποχρεώνει το παρεκτρεπόμενο κράτος να μην «εκδώσει ομολογίες και χρεόγραφα» προτού προβεί σε δημόσια ενημέρωση των στοιχείων της δημοσιονομικής του κατάστασης. (Εάν παρά ταύτα εκδοθούν οι «σχετικοί τίτλοι» και οι αγορές ανταποκριθούν, αυτό θα λάβει χώρα με αποκλειστική ευθύνη των αγορών.)
β) Καθορίζει το εύρος και τα ακριβή στοιχεία που απαιτούνται για πρόσθετες δημόσιες πληροφορίες, πριν το παρεκτρεπόμενο κράτος προβεί στην «έκδοση ομολογιών και χρεογράφων».
γ) Στερεί το παρεκτρεπόμενο κράτος (υπό προϋποθέσεις), ακόμη και από το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο. (Έσχατο μέτρο!)
Κατ' ουσίαν, δηλαδή, το Συμβούλιο με ευθύνη του, θέτει στο παρεκτρεπόμενο κράτος - μέλος προϋποθέσεις προτού αυτό εκτεθεί σε δημόσιο δανεισμό. Τα «πρόσθετα» δε «στοιχεία» που απαιτούνται προφανώς δεν αφορούν τα όσα (μόνο) η οικεία (Εθνική) Στατιστική Υπηρεσία παρέχει. Υπ' όψιν δε ότι οι προαναφερόμενες πρόνοιες των πρωτογενών Συνθηκών δεν αφορούν μόνο τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Το άρθρο 126 ΣΛΕΕ είναι το αυτό με το προϊσχύσαν άρθρο 104 ΣυνθΕΚ. Αναφέρομαι δηλαδή σε πάγιες πολιτικές αλλά και διαχρονικές ευθύνες που έχει εγκαθιδρύσει το πρωτογενές Κοινοτικό και ήδη Ενωσιακό Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Με βάση τα προεκτεθέντα, αναντίρρητο είναι ότι για την περίπτωση του ελληνικού χρέους αφενός μεν δεν λειτούργησαν οι θεσμοί για την αποτροπή του παράνομου χρέους και αφετέρου βέβαιον είναι ότι τα αρμόδια όργανα της Κοινότητας και ήδη Ένωσης, δεν πολιτεύθηκαν στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας. Συνεπώς είναι άμεση η ευθύνη των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την «ύπαρξη» και «αναπαραγωγή» του υπερβολικού χρέους του ελληνικού κράτους.

Ζήτημα, όμως, τίθεται και ως προς το «νόμιμο του χρέους» με το «κριτήριο της υπέρβασης». Το πρωτογενές Ενωσιακό Ευρωπαϊκό Δίκαιο θέτει όριο νομιμότητας με βάση τις διατάξεις: α) της παρ. 2β του άρθρου 126 ΣΛΕΕ και β) του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 12, όπου το 60% είναι ο λόγος μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς. Αυτό είναι το νόμιμο και αποδεκτό δημόσιο χρέος.
Εφόσον η Επιτροπή και το Συμβούλιο επέτρεψαν την υπέρβαση του ελληνικού χρέους άνω του 60%, έχουν συμπράξει απολύτως στη δημιουργία παράνομου χρέους, με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχ, αλλά και της Συνθήκης της Λισσαβώνας.

Το κριτήριο δε του υπερβολικού ελλείμματος δεν αφορά την «ιδιοσυστασία» του χρέους, αλλά αφορά στην «υπέρβαση». Η υπέρβαση όμως ρυθμίζεται με κανόνες δικαίου, οι οποίοι όταν παραβιάζονται συνιστούν παρανομία.
Συνέπεια του υπερβολικού ελλείμματος, άρα και του παράνομου χρέους, ήταν η επιβολή μέτρων λιτότητας σε βάρος του ελληνικού λαού με σύμπραξη και πάλι των ενωσιακών οργάνων, καθόσον στην τρόικα εκπροσωπούνται τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ως εκ τούτου, υφίσταται εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 340 ΣΛΕΕ και συνεπώς η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία (2) που έχουν προξενήσει τα θεσμικά της όργανα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον έχουν παραβιάσει βασικές αξίες της Ένωσης που είναι «ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» και η «ευημερία των λαών της», όπως επιτάσσουν τα άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣυνθΕΕ).

Η ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα είναι γεγονός! Και αυτό συμβαίνει κατά παράβαση των άρθρων 151 και επ. ΣΛΕΕ, δυνάμει των οποίων η Ένωση υπερασπίζεται τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του Τορίνο και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, που έχουν ως στόχο τους την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση της διαβίωσης και της εργασίας και συνιστούν και αξιώσεις για την κοινωνική προστασία και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Τα προαναφερόμενα μπορούν να τεθούν στο τραπέζι της επανδιαπραγμάτευσης ή άλλως να αχθούν ενώπιον του Δικαιοδοτικού Οργάνου του Λουξεμβούργου με προσφυγές Ελλήνων πολιτών!..
 
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (E.C.H.R. και GC-EU)
 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Πρβλ. ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) υποθ. C-237/98 P (Dorsch) Συλλ. 2000, Ι-4549, ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) υποθ. 153/73 (Holz) Συλλ. 1974, 675, υπ. C-308/87 (Grifoni) Συλλ. 1990, Ι-1203. Ενωσιακό όργανο θεωρείται κάθε όργανο που ενεργεί στο όνομα της Ένωσης. Επίσης πρβλ. ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) υποθ. C-370/89 (SGEEM) Συλλ. 1992, Ι-6211 που αφορούσε την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. ΔΕΚ (ήδη ΔΕΕ) υποθ. 5/71 (Schoppenstedt) Συλλ. 1971, 975, υπ. 281/84 (Zuckerfabrik) Συλλ. 1987, 49, αλλά και ΠΕΚ (ήδη ΓΔΕ) υποθ. Τα-190/99 (Area) Συλλ. 2001, ΙΙ-3597.
http://www.avgi.gr/article/1930795/to-paranomo-xreos-kai-i-exosumbatiki-euthuni-tis-europaikis-enosis