.........................Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγεί τον σκοπόν της
επισκέψεώς του, λέγων ότι την φοράν ταύτην επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να
φροντίσει δια την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν
χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτο φιλότιμος και είχε να ζήσει, και δεν
είχεν ανάγκην να διορίσει εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της
κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την
φτώχεια. Δεν ωμοίαζε με κάμποσους άλλους «όνομα και μη χωριό». Και ο Λάμπρος
δεν είχε αμφιβολίαν ότι αυτήν την φοράν ο μπαρμπα-Διοματάρης θα έδιδεν
αποκλειστικήν την ψήφον του εις τον Αλικιάδην.
Αυτά τα είπεν εντέχνως ο Λάμπρος ελπίζων να εύρει
τον σφυγμόν του γέροντος ναυτικού. Αλλ’ ο μπαρμπα- Διοματάρης, ως να εζήτει
αφορμήν να ξεσπάσει, ήρχισε να διηγήται διά μακρών τι του είχε συμβεί κατόπιν
της άλλης εκλογής, καθ’ ην είχε δώσει ψήφον εις τους αντιθέτους.
…Είχεν υπάγει εις τον Γεροντιάδην προ της διαλύσεως
της βουλής, φέρων όλα τα έγγραφά του, τα χαρτιά του, τα πιστοποιητικά του.
Αυτός όμως αγρόν ηγόραζε. «Πού σ’ είδα, πού σε ξέρω;». Δεν τον άφηναν ήσυχον
επί τέλους; Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχει δι’ όλες τις παλιοκαϊάσσες, όσοι
εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους
είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησεν απλήρωτον.
Διεπραγματεύετο χονδρικώς με τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όσους ψήφους τόσα
διπλά τάλληρα, ή όσους ψηφοφόρους τόσα δεκάρικα. Ανάγκην αυτός δεν είχε να
σκοτίζεται, να συναλλάσσεται απ’ ευθείας με ένα έκαστον των εκλογέων. Ο Μανόλης
ο Πολύχρονος, εκείνος έλυνε και έδενε, εκείνος έμβαζε κι έβγαζε. Και εις το
τέλος του λογαριασμού ακόμη, οι ψήφοι έβγαιναν ολιγώτεροι από τα δεκάρικα. Άρα
και πολλοί πληρωμένοι τον είχαν μαυρίσει.
Ο Μανόλης ο Πολύχρονος, ως τετραπέρατος που ήτο, τα
εμβάλωνε λέγων ότι πρέπει να ξεπεσθούν από τον λογαριασμόν τόσα δεκάρικα, όσα
επήγαν εις γενικά έξοδα, ή και εις κεράσματα ακόμη μη αρκέσαντος του κονδυλίου
του ειδικού. Τέλος πάντων, ό,τι έγινεν έγινεν, αλλά μετά την επιτυχίαν δεν
εννοούσε να πληρώσει λεπτόν παραπάνω. Και ου μόνον τούτο, αλλ’ ήθελε να μη
χάσει και την ησυχίαν του. Είχεν εξοφλήσει, ως ενόμιζεν. Επήρε χίλιους εκατόν
ψήφους και εξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδούλες σωστές. Του
ήλθε σχεδόν από ένδεκα δραχμάς, κατ’ ακριβολογίαν από δέκα και ενενήντα έν λεπτά,
παρά έν κλάσμα, η ψήφος. Δεν εξελέχθη αυτός βουλευτής, δια να τρέχει δια τις
δουλειές των εκλογέων καθώς άλλοι, εξελέχθη δια τα γενικά συμφέροντα της
επαρχίας, και όχι μόνον της επαρχίας αλλά και του έθνους όλου. Τι λέγει το
Σύνταγμα; «Έκαστος βουλευτής αντιπροσωπεύει όλον το έθνος και όχι μόνον την
επαρχίαν εξ ής εκλέγεται». Και ευτυχώς, η προλαβούσα βουλή δεν ήτο ως αι
προκάτοχοί της, αίτινες διελύοντο μετά εν έτος ή και μετά οκτώ μήνας από του
σχηματισμού των. Έφαγε τρεις σωστές συνόδους τακτικάς και δύο εκτάκτους.
Εφαίνετο ότι δεν έμελλε ποτέ να διαλυθεί, αλλ’ επί τέλους, περί τα τέλη της Γ΄
συνόδου διελύθη.
Κατά την πρώτην σύνοδον ο Γεροντιάδης εφρόντισε να
διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν,
καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους, ως και δύο κουμπάρους
και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρετρίας του και άλλους.
Κατά την δευτέραν σύνοδον ο Γεροντιάδης κατώρθωσε ν’ ακυρώσει δικαστικώς όλα τα
ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να
ενοικιάσει μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς
και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οικίας του το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν,
το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον. Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το
ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν.
Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο
διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ’ ο ανομοίου κλίσεως και προορισμού. Όσον δια την
κόρην του, αυτήν την εισήγαγε τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου
του, εις το «Σχολείο της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο
πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγει. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι
η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέρες απ’ το Θεό» διά να ζήσει.
Δυστυχώς και παρ΄ ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ΄ συνόδου άγουσα................
...............................
- Τ’ ακούς, γειτόνισσα;
- Τι ν’ ακούσω, γειτόνισσα;
- Να, που μαλλώνουν, τ’
ανδρόγυνο.
- Γιατί τάχα;
- Να, από άλλο κόμμα είναι,
λέει, ο άνδρας και από άλλο η γυναίκα.
- Μη χειρότερα.
- Είναι και άλλα χειρότερα,
γειτόνισσα;
Και η φαιδρά όψις επανέκλεισε το παράθυρον κι έγινεν
άφαντος, ενώ η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν εξετίμα εν παντί την χρησιμότητα της
λυχνίας, έμεινε, πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα τα συμβαίνοντα εν τη αντικρυνή
οικία.
Μικρόν πριν εισέλθει ο Μανόλης, ιδού
τίνες φράσεις διημείβοντο εν τη οικία·
- Έννοια σου, κουμπάρε, μην
την ακούς αυτήν, έλεγε, δεικνύων διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον
Βατούλαν ο Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ’ εσβεσμένα
όμματα, προξενών οίκτον.
- Κείνο που θέλω εγώ θα
γίνει! ανέκραζεν απειλούσα διά της χειρονομίας η σύζυγός του, ωραία,
τριακοντούτις, υψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, με μεθυστικόν το βλέμμα και το
μειδίαμα, την οποίαν διά του πρώτου βλέμματος ο θεατής, συγκρίνων αυτήν εκ του
σύνεγγυς με τον σύζυγόν της, ακουσίως θ’ άφηνε να του εκφύγει η επιφώνησις: Κρίμα
στη γυναίκα!
- Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα
λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος.
- Το δικό μου θα περάσει, το
δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία.
- Και τι; θα με κουμαντάρεις
εσύ; έκραξεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης.
- Σας παρακαλώ…ησυχάσετε
τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο
Βατούλας. Να το ’ξερα έτσι δα…καλύτερα να μην ερχόμουνα… Δεν ήλθα εγώ για να
σπείρω σκάνδαλα στο ανδρόγυνο…
Η θύρα ηνοίχθη και εισήλθεν ανελπίστως ο Μανόλης ο Πολύχρονος. (ο έτερος υποψήφιος κουμπάρος.)...........................
.................Χαλασοχώρηδες εκαλούντο τέως οι του κόμματος του
Λάμπρου, από δε της νυκτός ταύτης οι του άλλου κόμματος ωνομάσθησαν «οι ανδρογυνοχωρίστρες»....................
...................Την Παρασκευήν εσπέρας και το Σάββατον πρωί έφθασαν
τρεις ή τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι εξ Ωρεών, Στυλίδος, Θρονίου και Βόλου
δύο ή τρεις δωδεκάδες εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων
εκπεμφθέντες προ ημερών είχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αυτοίς εις βάρος των
υποψηφίων τους ναύλους και τα χασομέρια των. Περί δε την δείλην του Σαββάτου
επεχείρησαν και τα δύο κόμματα να κάμουν «επίδειξιν», ως να ήθελαν να γελάσωσιν
αλλήλους, ότι είναι περισσότεροι ούτοι ή εκείνοι. Πρώτοι οι Χαλασοχώρηδες
συνεκεντρώθησαν, όπως είχαν συμφωνήσει, εις το καφενείον του γερο-Ακούκατου.
Λέγομεν συνεκεντρώθησαν μεταχειριζόμενοι απλώς συνήθη εις τον πολιτικόν λόγον
λέξιν. Το αληθές είναι ότι η απόπειρα της συγκεντρώσεως διήρκει επί δύο ώρας,
και ακόμη δεν είχαν συγκεντρωθεί. Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις
άλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν να σύρωσι δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το
καφενείον και μετ’ ολίγα λεπτά οι προσήλυτοι, αντί να αυξήσωσιν, ωλιγόστευαν,
διότι ο εις επροφασίζετο ότι «θέλει να πάει ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να
πεις κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος εξεκλέπτετο χωρίς να είπει τίποτε κι έφευγεν από
την άλλην πόρταν, διότι το καφενείον είχε δύο θύρας, την μίαν προς την αγοράν,
την άλλην προς την συνοικίαν. Ολίγοι μόνον ήσαν οι φανεροί και φανατικοί, οι
άλλοι υπέσχοντο, αλλά δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με το άλλο κόμμα. Έπειτα και
δεν είχεν ανατείλει ακόμη η ημέρα της εκλογής, ουδ’ είχαν αρχίσει ακόμη τα δύο
«πρακτορεία» να εισάγουν και να εξάγουν τους ψηφοφόρους να τους ειπούν το
«κρυφό», το οποίον ήτο απαραίτητον προ της ψηφοφορίας.
Και όταν εύκολον οπωσούν ήτο ν’ ακούσουν αύριον «το
κρυφό» και από τα δύο κόμματα, διατί να κηρυχθούν σήμερον υπέρ του ενός; Διότι
δεν ήτο συνήθεια να το λέγουν «το κρυφό» προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας. Τα φυσέκια
εμοιράζοντο εις τον στρατόν κατ’ αυτήν την ημέραν της μάχης, όχι από της
παραμονής.
Τέλος μετά πολλής δυσκολίας, αφού εσυνάχθησαν
μερικοί, απεφασίσθη να εκκινήσωσιν ηγουμένων κοκκίνων και λευκών σημάτων και
των μουσικών οργάνων, βιολίου και λαγούτου και κλαρινέτου. Υπήρχεν ελπίς ότι
καθώς η κυλιομένη σφαίρα της χιόνος, καθ’ όσον διήλαυνε διά των οδών, η
διαδήλωσις θα επληθύνετο. Αλλ’ ολίγοι τινές έβαινον προς το μέρος της αγοράς,
εκεί όπου έχει δώσει ο Λάμπρος ο Βατούλας οδηγίας εις τους μουσικούς και εις
τους κρατούντας τα κοντάρια με τας χρωματιστάς οθόνας να κατευθυνθώσιν· οι
άλλοι, οι περισσότεροι, διηυθύνοντο προς το αντίθετο μέρος, επιμένοντες ότι
έπρεπε να στραφεί πρώτον ανά τας οδούς και τας συνοικίας της πολίχνης η
διαδήλωσις, αν ήθελε να κάμει εντύπωσιν. Ίσως δεν ήθελον να διελάσωσι διά της
αγοράς, όπως επεθύμει ο Λάμπρος, διά να μη εκτεθώσιν απέναντι των αντιθέτων.
Μεγάλη δ’ έγινε σύγχυσις και ταραχή. Άλλοι ετραβούσαν απ’ εδώ, άλλοι απ’ εκεί.................
.................Ούτω, αφού ηυξήθη μεγάλως η συνάθροισις, εξεκίνησαν
προηγουμένης εκατοντάδος παιδίων, εκλαρυγγιζομένων να φωνάζωσι, μετά των
οργάνων και των κυματιζουσών χρωματιστών οθονών. Η διαδήλωσις εξεκίνησεν εν
είδει ορχήσεως κατ’ ευθείαν γραμμήν βαινούσης. Όπως ήσαν πιασμένοι εις τον
χορόν, ούτως εκίνησαν εκ του υψηλοτέρου μέρους της αγοράς, διά ν’ ανέλθωσιν εις
την ενορίαν. Άμα έκαμψαν την πρώτην ανωφερή γωνίαν, επί της παραλλήλου οδού
εφάνη η αντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη της άνω συνοικίας, προς την αγοράν
βαίνουσα με τας κραυγάς των γυμνοπόδων παίδων·
- Ζήτω οι καλοί πατριώτες!
Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ’ ετέρου·
- Ζήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το
τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλυτοι!
- Τ’ ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν
είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα
ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω.
- Πώς το ξέρεις;
- Δεν ακούς που φωνάζουν ζήτω
οι ξυπόλητοι!
- Τότες τι να τους φωνάζουμε
κι εμείς;
- Φωνάζουμε κι εμείς ζήτω οι
ξυπόλητοι;
- Όχι, να φωνάζουμε καλύτερα:
Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν και διάτορον
φωνήν·
- Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
- Σουτ, βρε! έκραξε προς τους
παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως, αποταθείς προς τους άνδρας,
εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε·
- Καλά τους εκορόιδεψαν οι
διαόλοι.......................
.............Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας
δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις
είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων διά να γίνει δήμαρχος· δεν εχρειάζετο,
καθώς σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι εξωμερίτες, όλες οι
τσοπανοφλοέρες. Και αν τυχόν ηπειλείτο ισοψηφία και χωρικός τις έχων ψήφον
εδείκνυτο σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίσει, τον έκλεπταν, τον
ήρπαζον, τον απήγον, τον έκρυπτον εις ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινεν
εκτάκτως, παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εωσότου παρέλθουν αι
εκλογαί. Είτα τον άφηναν ελεύθερον. Ούτω πως εξησφαλίζετο η επιτυχία του
δημάρχου, όν ήθελεν η τάξις των φρονίμων να εκλέξει. Εις τας βουλευτικας
εκλογάς πάλιν, αν και εψηφοφόρουν πολλοί, το καλόν ήτο ότι δεν εχρειάζοντο
σφαιρίδια, ίσχυον τα ψηφοδέλτια. Τοιαύτα μικρά δελτάρια χάρτου είς καλός
γραμματεύς ηδύνατο να συντάξει πεντακόσια εις δύο ώρας. Επ’ αυτών έγραφε τα
ονόματα των υποψηφίων, ούς ήθελε, χωρίς καν να ερωτήσει τον ψηφοφόρον τίνας
επιθυμεί να εκλέξει. Και εις τον κατάλογον των ψηφοφορησάντων δεν ήτο ανάγκη να
εγγράφονται πάντοτε ονόματα ζώντων. Διά της προσθήκης διακοσίων ή τριακοσίων
ψηφοδελτίων επ’ ονόματι ισαρίθμων συχωρεμένων, ο δήμαρχος και η επιτροπή
ηδύναντο να κεραυνοβολήσωσι τους αντιπάλους, πλάσσοντες αυτοί αντιπροσώπους ούς
ήθελον. Εάν όμως οι αντίθετοι τους διέβαλλον επί κιβδηλεία και πλαστογραφία
εύκολον ήτο να εξαφανίσωσι παν ίχνος, εισορμώντες διά του παραθύρου εις τον
τόπον της εκλογής, κλέπτοντες διά της νυκτός την μοναδικήν και ευμετακόμιστον,
με το χάρτινον φορτίον της, κάλπην και καταστρέφοντες αυτήν και το
περιεχόμενον, συγχρόνως δε υπογράφοντες αναφοράν προς τον κύριον νομάρχην και
παρακαλούντες αυτόν ευσεβάστως να διατάξει νέας εκλογάς, «επειδή οι αντίθετοι
βλέποντες την αποτυχίαν των, εξηφάνισαν την κάλπην»....................
Οι Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος
εξώφυλλα σιγαροχάρτου επίχρυσα και κυανίζοντα εις τον Γιάννην Ψειροκόνιδαν,
βλάκα εκ γενετής, ον από εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκωσιν όπως
μάθει να διακρίνει το λευκόν και το μέλαν της κάλπης, αποστηθίσει δε και των
υποψηφίων τα ονόματα. Έδωκαν προσέτι τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά εις τον
μαστρο-Δημητρόν τον Λογαριασμόν, όστις δεν είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει άλλο
νόμισμα, όπως ψηφοφορήσει υπέρ των ιδικών των. Είχε προσαχθεί το πρωί φορών την
κοκκίνην σκούφιαν του «αποκαής» ακόμη από την εσπερινήν κραιπάλην και δεν
εχρειάσθη περισσότερον από δύο μαστίχας διά να μεθύσει εντελώς. Τον είχε
προσαγάγει, μέγαν επιδεικνύων ζήλον, ως νεοφώτιστος υπέρ του κόμματος, ο
Κωνσταντής ο Καλόβολος και οδηγών αυτόν τον επαρουσίασεν εις τον Μανόλην. Δεν
ετύχομεν ευκαιρίας να είπωμεν ότι οι δύο εμπιστευμένοι φίλοι, ο Κωνσταντής ο
Καλόβολος και ο Γιάννης της Κ’σάφους, τα είχαν γυρίσει εν τω μεταξύ αμφότεροι.
Τώρα ο Γιάννης ήτο υπέρ των Χαλασοχώρηδων, διότι είχεν εύρει εκεί, φαίνεται, το
συμφέρον του, ο δε Κωνσταντής είχε μεταστεί προς τους Ανδρογυνοχωρίστρες απλώς
διότι τα είχε γυρίσει ο Γιάννης. Ούτω καθίστατο προβληματικόν του λοιπού και το
σπουδαίον στοίχημα, το οποίον τους ηνάγκασε να στοιχηματίσωσιν ο Μανόλης ο
Πολύχρονος, καθ’ α ιστορήσαμεν εν τη εισαγωγή της παρούσης πραγματείας.........................
.................Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο. Η
πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήσει μονοκούκι υπέρ του ενός
κόμματος ή υπέρ του άλλου αντί προκαταβολής 210 δραχμών εις μετρητά, ενός
γιουβετσίου, δύο γαλονίων οίνου και ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους
τσαρουχίων περιπλέον διά τον Κώσταν τον Άγγουρον, όστις είχε λειώσει πολλά
ζευγάρια τσαρούχια να τρέχει πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς
εκαυχάτο ο ίδιος.
Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής: θα
ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες και θα έδιδαν τας λοιπάς 10, ως και τα
τσαρούχια, εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω»,
εβεβαίου ο μπαρμπα-Γιώργης.
Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο
γερο-Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα. Κατόπιν όμως, μέχρι της μεσημβρίας,
μετά πολλάς διαπραγματεύσεις, είχαν καταβεί εις δραχμάς 170 μετρητάς, έν
γιουβέτσιον, δύο γαλόνια οίνου και ζεύγος τσαρουχίων διά τον Άγγουρον,
παραιτηθέντες του παγουρίου της ρακής.
Βραδύτερον, περί την δείλην, κατέβησαν ακόμη εις
δραχμάς 150 και ζεύγος τσαρουχίων, παραιτηθέντες του γιουβετσίου και του οίνου.
Θα ελάμβανον ανά 35 δραχμάς οι τέσσαρες και 10 δραχμάς πάντοτε ο Κώστας ο
Αγγουροκομμένος πλέον του ζεύγους των τσαρουχίων. Επί παρουσία του Κώστα οι
τέσσαρες εταίροι εφυλάττοντο καλώς ν’ αναφέρωσι το ποσόν.
Ούτος καμαρώνων ήδη νοερώς τα καινουργή τσαρούχια
υπέθετεν ότι εζήτουν απλώς δύο εικοσιπεντάδραχμα, όπως πεισθώσι να δώσωσι
ψήφον.
Εκατόν δέκα δραχμάς τοις είχε προτείνει ο Μανόλης ο
Πολύχρονος, εκατό είκοσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας. Αλλά δεν εννόουν να καταβούν
παρακάτω από τας 150.
Εν τούτοις η ώρα παρήρχετο, ήτο ήδη οψία δείλη. Ο
ήλιος εχαμήλωνεν..................
..........................................
-
Τους
βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.
-
Τους
βλέπω, απήντησεν ο ομολητής του.
-
Λοιπόν,
αύριον, να έχεις όρεξιν ν’ ακούεις τα παράπονα των ηττημένων. Όσοι θα είναι εν
αποτυχία θα χαλάσουν τον κόσμον με τις φωνές, θα κατηγορούν τους νικητάς επί
χρήσει αισχρών μέσων, θα υποβάλουν φοβεράς ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος
της εκλογής, λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας. Ούτε θα τους
τύπτει η συνείδησις επί τω ότι και αυτοί μετήλθον το αυτό μέσον. «Ουδέ
φοβούνται τον Θεόν, ότι εν αυτώ κρίματί εισι».
-
Δι’ αυτό
λοιπόν συ δεν πηγαίνεις να ψηφοφορήσεις; ηρώτησεν ο άλλος.
Ο ούτως ερωτήσας ήτο ξένος, παρεπιδημών
προς καιρόν εν τη νήσω. Ο δε εξ αρχής ομιλών εκαλείτο Λέανδρος Παπαδημούλης και
κατήγετο εκ του τόπου. Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου
συνήθως διέτριβεν, ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ήτο
υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον, μελαψός, με αδρούς
χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας. Περί το
δειλινόν, ο ξένος φίλος του, περίεργος ως πας άνθρωπος, τον είχε παρακαλέσει
και μετέβησαν ομού αντικρύ του σχολείου, όπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν
εθεώντο την εκλογικήν κίνησιν.
-
Όχι δι’
αυτό, ανένευσεν εντόνως ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Αι ατομικαί ιδέαι μου, φίλε,
δεν φαίνονται να έχωσι τίποτε το πρακτικόν και διά τούτο δεν αγαπώ να τας
εκθέτω. Σέβομαι άλλως τους νόμους και το πολίτευμα της πατρίδος μου και δεν
θέλω να ομολογήσω ότι είμαι απολυταρχικός και ότι δεν πρεσβεύω την καθολικήν
ψηφοφορίαν. Αλλά και αν σου έλεγα τοιούτο τι θα εχρειάζετο να σου αναπτύξω διά
μακρών το θέμα, να δαπανήσω μάτην πολλάς λέξεις, να σου κλέψω τον πολύτιμον
καιρόν σου, χωρίς ελπίδα όχι να πεισθείς αλλ’ ουδέ να μ’ εννοήσεις και μου
αποδώσεις εν μέρει δίκαιον τουλάχιστον. Απλώς σου λέγω ότι παραιτούμαι
δικαιώματος το οποίον δεν με ωφελεί, ουτ’ εμέ ούτε τους άλλους. Όσον αφορά την
δωροδοκίαν, μη πιστεύεις ότι την βλελύττομαι τόσον, όσον φαίνομαι. Είναι άλλαι
πολύ χειρότεραι εκλογικαί διαφθοραί. Το κατ’ εμέ, φρονώ ότι η δωροδοκία είναι
το μικρότερον κακόν.
-
Το
μικρότερον κακόν; επανέλαβεν ο ξένος.
-
Ναι·
φρονώ, είπεν, ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν. Μην ακούεις μερικούς
φαρισαίους, οίτινες σχίζουν διά κάθε τι τα ιμάτιά των, μήτε μερικούς άλλους
ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων, οίτινες ρηγνύουν υπερβολικάς φωνάς με
τόσην αφέλειαν και αγαθοπιστίαν δι’ όλα τα πράγματα. Οι πρώτοι ομοιάζουσι τους
ηττημένους της αύριον, οίτινες θα ζητήσουν την ακύρωσιν της παρούσης εκλογής ως
διεξαχθείσης τη βοηθεία της δωροδοκίας. Οι δεύτεροι ουδόλως ενεβάθυναν εις τα
πράγματα και δεν αντελήφθησαν την έννοιαν, ήτις είναι παντός ζητήματος ο πυρήν.
Πετώντες από γενικότητος εις γενικότητα περιέδρεψαν συλλογήν τινα ηθικών
αξιωμάτων, την οποίαν νομίζουσιν αλάνθαστον πανάκειαν προς θεραπείαν πάσης
πολιτικής και κοινωνικής νόσου. Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης. Διά να
είναι τις εμβριθής πρέπει να εγκύπτει εις βαθείαν των πραγμάτων μελέτην.
Διατί δε και τινές των
νεαρών πολιτευομένων εν Ελλάδι, δι’ ούς φαίνεται ότι πληρούται δευτέραν φοράν
εις βάρος μας η κατάρα, την οποίαν ο Θεός κατηράσθη διά του προφήτου Ησαΐου τον
Ισραήλ λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμών –διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, αν
όχι τόσον κακοπίστως, κραυγάζουσι κατά της πλουτοκρατίας; Τι τους κακοφαίνεται; qui veut la fin,
veut les moyens. Η
ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει,
πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί και αληθώς πονεί
τον τόπον του και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την
ακωκήν της γραφίδος αλλ’ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι
είναι αδύνατον να πολιτευθεί. «Κυάμων απέχεσθε!»
Ο Χριστός είπεν: «Ου
δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά»
Διατί δεν έλαβεν ως όρον αντιθέσεως άλλο τι
βαρβαρικόν είδωλον; Διατί δεν είπε «Θεώ και Μολώχ ή Θεώ και Ασταρώθ ή Θεώ και
Βάαλ;» Διότι ο Μαμμωνάς είναι ισχυρός, ο κραταιότατος, όστις υποτάσσει παν άλλο
είδωλον και τον Μολώχ και τον Ασταρώθ και τον Βάαλ. Η πλουτοκρατία ήτο, είναι
και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την
αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη
παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς.
-
Και
ύστερον λέγεις ότι η δωροδοκία εις τας εκλογάς είναι μικρόν κακόν; παρετήρησεν
ο ξένος.
-
Ναι,
διότι κινδυνεύω να πάθω το αυτό πάθημα, εφ’ ω κατέκρινα τους ευθηνούς
ηθικολόγους των ημερών μας, απήντησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Να πέσω δηλαδή
εις το εσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος των γενικοτήτων. Αλλ’ ιδού επανέρχομαι εις
το προκείμενον. Ο λόγος, δι’ όν θεωρώ την δωροδοκίαν ως το μικρότερον κακόν
είναι ότι ως είδος εκλογικής διαφθοράς την υπάγω εις το γένος της συναλλαγής.
Συναλλαγή είναι η εν πρυτανείω σίτησις, αι εκ του δημοσίου ταμείου παροχαί, τα
ρουσφέτια. Συναλλαγή είναι και η εις παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγή είναι
και η προς παραγραφήν οφειλομένων φόρων συνδρομή και η παράνομος εξαίρεσις
κληρωτών. Συναλλαγή είναι και η δωροδοκία. Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος
πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είναι ιπποτικώτερος; Εκείνος όστις εκ του ιδίου
ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων ή εκείνος όστις τας αγοράζει εκ του
δημοσίου θησαυρού; Εκείνος όστις πληρώνει εκ του θυλακίου του ή εκείνος όστις
πληρώνει εκ των χρημάτων του έθνους, χρημάτων ξένων, τα οποία εις την Ελλάδα
μάλιστα εσυνηθίσαμεν όλοι να θεωρούμεν έρμα και σκοτεινά; Ποίος είναι πλέον
γαλαντόμος;
-
Βεβαίως,
εκείνος που πληρώνει από την τσέπην του, απήντησεν αδιστάκτως ο ξένος.
-
Βλέπεις;
Ιδού διατί μισώ τας γενικότητας και επιθυμώ να ειδικεύω. Ομιλώ σχετικώς όχι
απολύτως. Δεν λέγω ότι η δωροδοκία είναι καλόν τι, λέγω ότι είναι το ολιγώτερον
κακόν. Και σημείωσε ότι ουδείς ποτε εκλέγεται βουλευτής διά της δωροδοκίας. Ο
απάνθρωπος τοκογλύφος, όσας και αν αγοράσει ψήφους, ποτέ δεν θα εκλεχθεί. Πριν
κατέλθει εις τον αγώνα, θα υποδυθεί την φιλανθρωπίαν ως προσωπείον, θα φορέσει
την δημοτικότητα ως κόθορνον. Θα φροντίσει ν’ αποδώσει μέρος των όσων ήρπασεν
εις τους εκλογείς. Και μεταξύ των δύο αντιπάλων, μετερχομένων την αυτήν
διαφθοράν, θα επιτύχει εκείνος, όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον
τον κόθορνον.
Ας εξετάσωμεν τώρα, εξηκολούθησεν ο Λέανδρος
Παπαδημούλης, πόθεν και πώς, αφού η πλουτοκρατία είναι δεδομένον τι και
αναπόδραστον κακόν, ας εξετάσωμεν πώς εγεννήθη, πώς γεννάται φυσικώς η
δωροδοκία.
Υπόθεσε, φίλε, ότι σ’ εκυρίευσε και σε έξαφνα η
φιλοδοξία του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου, ότι επεθύμησες να γίνεις βουλευτής
διά να υπηρετήσεις το έθνος. Διά να επιθυμήσεις τούτο, σημείωσε, πρέπει να
είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των
πεινασμένων το νόσημα. Εξέρχεσαι εις την αγοράν, βγάζεις λόγον και παρακαλείς
τους προσφιλείς συμπολίτας να σε τιμήσωσι διά της ψήφου των. Αλλ’ είσαι άραγε
εις θέσιν να ηξεύρεις πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είναι χορτάτοι και
πόσοι δεν είναι; Μην αμφιβάλλεις ότι οι πλείστοι είναι πεινασμένοι, διότι αν
δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας διά να γίνουν βουλευταί. Αλλά μεταξύ των
ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον
μάλιστα ότι ευρίσκονται τινές, εις, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα
πεινασμένοι. Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς να υπάγει άνθρωπος
πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύει την κοιλίαν του ως έγχορδον όργανον,
άνθρωπος όστις δεν θα έχει την δύναμιν να ίσταται και να βαδίζει, πώς απαιτείς
τοιούτος άνθρωπος να υπάγει να ψηφοφορήσει εις την κάλπην σου και να σου δώσει
μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είναι, αφού θα λάβει τον κόπον προς χάριν σου, να
του δώσεις τουλάχιστον να φάγει δι’ εκείνην την ημέραν.
Εάν δεν του δώσεις χρήματα, θα του προσφέρεις
γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του στείλεις κατ’ οίκον βακαλιάρον
και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα
σε προλάβει ο αντίπαλός σου, όστις θα φορεί τον κόθορνον της φιλανθρωπίας
αμφιδεξιώτερον.
Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία. Πώς θέλεις να
ενδιαφέρεται ο αγρότης, ο βοσκός, ο πορθμεύς, ο ναύτης, ο εργάτης, ο αχθοφόρος,
πώς θέλεις να ενδιαφέρωνται διά τον Καψιμαΐδην και τον Γεροντιάδην αν θα γίνωσι
βουλευταί ή όχι; Εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουσιν όνειρα, φιλοδοξίας, ούτοι
πεινώσι και θέλουν να φάγωσι. Δεν έχουσιν οι πτωχοί μεγάλας αξιώσεις. Δεν
περιμένουν διορισμούς και παχέα ρουσφέτια από την Κυβέρνησιν. Αλλ’ αφού
θητεύουσιν επιπόνως και δεν επαρκούν να τραφώσιν εκ του ιδρώτος των, αφού οι
λεγόμενοι αντιπρόσωποί των δεν παύουν να ψηφίζωσιν ελαφρά τη καρδία φόρους και
φόρους και πάλιν φόρους, ας τους θρέψωσιν επί μίαν ημέραν εκ του βαλαντίου των.
Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η
επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’
αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν,
μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα
πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού»................
...............Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν.
Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν,
τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει
αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι,
παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια
βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν.
Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον
επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας. Η
δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι
κατ’ εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του
εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε…»...........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου