Του Σαράντου Καργάκου
δημοσιεύτηκε στην ΕΣΤΙΑ 24.02/2012
Ἀρέσκονται οἱ φιλάρχαιοι, ἰδίως τώρα ξένοι, νά ὁμιλοῦν γιά ἑλληνικό
θαῦμα καί νά ἐγκωμιάζουν τίς ἀρετές τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Δέν θά τίς
ἀμφισβητήσω. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μπορεῖ νά εἶχαν πολλές ἀρετές, εἶχαν καί
μεγάλα ἐλαττώματα. Οὐδέποτε, ἄλλωστε, τά δικαστήριά τους ὑπέφεραν ἀπό
ἀεργία! Στήν Ἀθήνα οἱ 5.000 ἡλιαστές (σύν 1.000 ἀναπληρωματικοί) ἦσαν σέ
συνεχῆ λειτουργία. Ἐκδικάζονταν ὑποθέσεις καί «περί ὄνου σκιᾶς».
Τοῦτο τί σημαίνει; Ὅτι λόγω τῆς πληθώρας τῶν παραπτωμάτων, ἔπρεπε νά
λειτουργοῦν τά δικαστήρια συνεχῶς, κατά τρόπο μάλιστα ὑποδειγματικό,
ὥστε νά ἐπιτυγχάνεται ὁ πρέπων κολασμός καί νά διαχέεται ὡς μάθημα στούς
λοιπούς πολίτες ὁ σωφρονισμός.
Γιά τό τελευταῖο αὐτό ἦταν ἀναγκαία ἡ ἠθική ἀναγωγή τοῦ δικαστῆ,
διότι οἱ ἀρχαῖοι πίστευαν ὅτι ἡ ἀποστολή του εἶναι παιδαγωγική. Ἀκόμη
καί ὅταν ἦταν ὑποχρεωμένος νά τιμωρεῖ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στά ἀρχαῖα
ἑλληνικά τό ρῆμα τιμωρῶ, συντασσόμενο μέ δοτική, σήμαινε βοηθῶ. Βοηθῶ
κάποιον ν᾽ ἀνορθωθεῖ καί νά διορθωθεῖ.
Οἱ ἀρχαῖοι γιά τό σωφρονισμό τῶν πολιτῶν δέν χρησιμοποιοῦσαν μόνο τό
νόμο ἀλλά καί τόν μύθο, πού αὐτός κυρίως διαμόρφωνε τό πολιτικό ἦθος.
Καί τοῦτο διότι εἶχε τεράστια παιδαγωγική σημασία. Ὑπάρχουν ἀναρίθμητοι
μύθοι πού ἀφοροῦν στήν καλή ἤ κακή ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης. Οἱ μύθοι
αὐτοί δέν ἀφοροῦν μόνον στούς προσαγόμενους σέ δίκη ἀλλά καί στούς
δικάζοντες. Χωρίς ἀκέραιους δικαστές, οἱ νόμοι ὅσο κι ἄν εἶναι καλοί,
δέν εἶναι ἐπαρκεῖς γιά τήν ἀπονομή δικαιοσύνης. Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔχουν
παραδοθεῖ πολλοί μύθοι πού μέ τρόπο διδακτικό δείχνουν τήν ἀναγκαιότητα
τῆς ἠθικῆς ἐπάρκειας, τῆς ἀντικειμενικότητας καί τῆς ἀμεροληψίας τῶν
δικαστῶν.
Στίς παραδόσεις αὐτές ἀναφέρεται καί ὁ λεγόμενος «Τενέδιος πέλεκυς».
Μέ τόν μύθο αὐτό ἡ παράδοση θέλει νά μᾶς διδάξει ὅτι ὁ δικαστής δέν
ἀρκεῖ νά δικάσει καί νά καταδικάσει ἀλλ᾽ ὀφείλει πάραυτα νά ἐφαρμόσει
τήν ἐπιδικασθεῖσα ἀπό τόν ἴδιο ποινή. Ἀλλά ἡ Τένεδος πῶς ἐμπλέκεται σέ
ὅλα αὐτά τά «διαδικαστικά»; Εἶναι ἁπλό, ὅπως ἁπλά εἶναι ὅλα στίς
παραδόσεις. Στήν πόλη τῶν Κολωνῶν (στήν ἀκτή τῆς Τρωάδος) βασίλευε
κάποτε κάποιος πού ἔφερε τό ὄνομα Κύκνος. Αὐτός εἶχε ἕνα γυιό ὀνομαστό
γιά τή δικαιοσύνη του, πού λεγόταν Τένης. Ὁ ἐν λόγω Τένης ἀπέρριψε τίς
ἔνοχες ἐρωτικές προτάσεις τῆς μητριᾶς του Φιλονόμης (πού μόνον φιλόνομη
δέν ἦταν) καί τότε αὐτή ἄρχισε νά συκοφαντεῖ τόν Τένη στόν πατέρα του,
ὅτι τάχα αὐτός εἶχε κάνει τίς ἀσελγεῖς προτάσεις πρός αὐτήν.
Ἔμπλεως ὀργῆς ὁ Κύκνος ἔρριξε τόν Τένη στή θάλασσα γιά νά πνιγή,
ἀλλά τά κύματα, πιό δίκαια ἀπό τόν ὀργισμένο πατέρα, πῆραν στή ράχη τους
τόν ἀδικημένο νέο καί τόν ἄφησαν ἁπαλά στήν ἀμμουδιά τοῦ ἀπέναντι
νησιοῦ πού λεγόταν Λεύκοφρυς.
Ὁ Τένης ἔγινε βασιλιάς στό νησί καί ἔδωσε
σέ αὐτό τό ὄνομά του: Τένεδος.
Φρόντισε ἰδιαίτερα γιά τήν ταχεία ἀπονομή
τῆς δικαιοσύνης. Γι᾽ αὐτό θέσπισε νόμο, βάσει τοῦ ὁποίου πίσω ἀπό τό
κάθισμα τοῦ δικαστῆ νά στέκεται ἕνας δήμιος πού κρατοῦσε κοφτερό
–ὑποθέτω– πέλεκυν. Σέ περίπτωση πού κάποιος ἐκ τῶν διαδίκων θά κατέθετε
ψεύδη, πάραυτα ὁ δήμιος μ᾽ ἕνα νεῦμα τοῦ δικαστῆ κατέφερε τόν πέλεκυν
ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ ψευδομένου. Φυσικά καί κατά τῆς κεφαλῆς παντός
ἄλλου, ὁ ὁποῖος κατά τήν ἐκτίμηση τοῦ δικαστῆ θά ἐκρίνετο θανάτου ἄξιος.
Εὔλογα ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά ἐρωτήσει: Καί τί γινόταν σέ περίπτωση
πού ὁ δικαστής δέν ἔκρινε κατά δίκην ἀλλά παρά δίκην; Ὁ μύθος ἔχει
φροντίσει καί γι᾽ αὐτό. Ὁ Ἡρόδοτος μᾶς ἐξιστορεῖ στό Ε’ βιβλίο του (παρ.
5) ὅτι ὁ Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης διέταξε νά σφάξουν τόν βασιλικό
δικαστή Σισάμνη, ἐπειδή εἶχε ἐκδώσει ἄδικη ἀπόφαση. Καί ὄχι μόνον νά τόν
σφάξουν, ἀλλά καί νά τόν γδάρουν καί ἀκολούθως νά κάνουν τό δέρμα του
λουρίδες καί μέ αὐτές νά τυλίξουν τόν δικαστικό θῶκο. Μετά ἀπό τή
διαδικασία αὐτή ὁ Καμβύσης κάλεσε τόν γυιό τοῦ Σισάμνη, τόν λεγόμενο
Ὀτάνη καί τόν ἔβαλε νά κάτσει στό θῶκο τοῦ πατέρα του καί νά δικάζει.
Εὔλογα μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ὀτάνης, ἐνθυμούμενος τό πάθημα τοῦ
πατέρα του, δέν θά ἐπέτρεψε –ὅσο περνοῦσε ἀπό τό χέρι του– νά περιέλθει ἡ
δικαιοσύνη σέ κατάσταση ἀφασίας.
Ἀλλά ὅταν οἱ νόμοι δέν εἶναι καλοί, τί νά σοῦ κάνει ὁ καλός
δικαστής; Ὁ μύθος ἔχει προβλέψει καί γι᾽ αὐτό. Ὁ Δημοσθένης στόν «Κατά
Τιμάρχου» λόγο του ἀναφέρει ὅτι ὁ νομοθέτης τῶν Ἐπιζεφυρίων Λοκρῶν, ὁ
περίφημος Ζάλευκος εἶχε ἐπιβάλει ὡς θεμελιώδη ἀρχή τοῦ νομοθετεῖν τήν
ἀκόλουθη ρήτρα:
«Ἐάν τις βούληται νόμον καινόν τιθέναι, ἐν βρόχω τόν τράχηλον ἔχων
νομοθετεῖ, καί ἐάν δόξη καλός καί χρήσιμος εἶναι ὁ νόμος, ζῆ ὁ τιθείς
καί ἀπέρχεται, εἰ δέ μή τέθνηκεν ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου».
Σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση τά παραπάνω σημαίνουν: Ἐάν κάποιος θέλει νά
θεσπίσει νέο νόμο, κάνει τήν εἰσήγησή του μέ μιά θηλιά στό λαιμό. Καί ἄν
ὁ προτεινόμενος νόμος φανεῖ καλός, τότε αὐτός πού τόν πρότεινε ζῆ καί
πάει στό καλό, ἀλλιῶς πεθαίνει μέ τράβηγμα τῆς θηλιᾶς.
Βέβαια, ἄν ὅλα αὐτά ἐφαρμόζονταν «ἐν σμικρῶ» –ἔστω– στή σύγχρονη
Ἑλλάδα, θά διατρέχαμε τόν κίνδυνο τῆς ὀλιγανθρωπίας σέ βαθμό ἀκόμη πιό
ὑψηλό ἀπ᾽ ὅ,τι τόν δημιουργεῖ ἡ ἀγαμία καί ἡ ἀπαιδία. Ἀλλά μήπως καί οἱ
ἄνθρωποι πού παραβιάζουν συνειδητά τό νόμο δέν εἶναι «ὀλίγον ἄνθρωποι»,
δηλαδή κλάσματα ἀνθρώπου;
Εὐτυχῶς, χάρη στό «προοδευτικό» φρόνημα, πού
εἶναι διάχυτο σέ ὅλες τίς παρατάξεις, κίνδυνος θεσπίσεως αὐστηρῶν νόμων
δέν ὑπάρχει. Ἐξ ἄλλου, ὅπως θά «ἀποδειχθεῖ», κανείς πολιτικός, κανείς
ὑψηλοθεσίτης λειτουργός δέν «ἐφωράθη κλέπτων ὀπώρας».
Ἄδικα, λοιπόν,
κατηγοροῦσε κάποιους «συντρόφους» του ὁ «Θεῖος Χό», ὁ ἡγέτης τῶν
Βιετναμέζων κομμουνιστῶν, ὁ περίφημος Χό Τσί Μίνχ:
«Ἄλλος θέλει νά καλοτρώει, νά εἶναι κομψός, τοῦ ἀρέσει ὅλο καί
πιότερο ἡ πολυτέλεια, κάθε μέρα σπαταλᾶ περισσότερα. Ἀπό ποῦ προέρχονται
τά χρήματα; Καί τό χειρότερο ἀκόμα, κλέβει τή δημόσια περιουσία,
περιφρονεῖ τήν ἀκεραιότητα (τοῦ χαρακτήρα του), τήν ἀρετήν. Τό τάδε
μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς μετακινεῖται μέ τό αὐτοκίνητο τῆς ὑπηρεσίας, μετά ἡ
γυναίκα του, σέ συνέχεια οἱ κόρες του καί τά ἀγόρια του! Ποιός
πληρώνει;».
Σᾶς θυμίζουν, μήπως, τίποτε αὐτά; Μήπως εἰκονογραφοῦν ὄχι τό βιετναμέζικο παρελθόν ἀλλά τό ἑλληνικό παρόν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου