Ο Γιάννης Βουλπιώτης, Έλληνας επιχειρηματίας που διαδραμάτισε σημαντικό
ρόλο στην περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά και στη διάρκεια της
Γερμανοϊταλικής κατοχής στην Ελλάδα την περίοδο από το 1940 έως το 1944,
γεννήθηκε το 1902 και πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 στην Αθήνα.
Η Κατοχική του δράση
Τα Τάγματα ασφαλείας και τα Δικαστήρια των Δοσίλογων
Σε συνεργασία με τους στρατηγούς και πολιτικούς Στυλιανό Γονατά, Θεόδωρο Πάγκαλο, Θεμιστοκλή Σοφούλη και το Νικόλαο Πλαστήρα που βρίσκονταν στη Γαλλία, συνέλαβε την ιδέα και πρωταγωνίστησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Αρχικά βολιδοσκόπησε τις προθέσεις των Γερμανών, χρησιμοποιώντας την φιλική του σχέση με τον Κρίστιαν φον Κλεμ, πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα, ο οποίος ενημέρωσε τον αρχηγό των Ες-Ες και στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση τους με τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Ράλλη, που είχε αναλάβει πρωθυπουργός. Για το λόγο αυτό τον πρώτο καιρό της λειτουργίας τους τα τάγματα ήταν γνωστά με την ονομασία «Βουλπιώτηδες».
Το 1944 οι εταιρίες του επιτάχθηκαν ως εχθρικές προς την Ελλάδα και εναντίον του απαγγέλθηκε η κατηγορία της προδοσίας και τον Φεβρουάριο του 1946, παραπέμθηκε να δικαστεί στο 1ο ειδικό δικαστήριο δοσίλογων. Σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα «Τα Νέα» [2], το κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε εναντίον του, «... (ο Ιωάννης Βουλπιώτης) ...παραπέμπεται ίνα δικασθεί ότι ενίσχυσε την πολεμικήν προσπάθεια του εχθρού και εξήρεν το έργον αυτού διά του ραδιοφώνου ενσπείρων την ηττοπάθειαν μεταξύ του ελληνικού λαού. Κατέδωκεν έλληνας πολίτας και αξιωματικούς εις τον εχθρόν, εκμεταλλευόμενος δε την γερμανομάθειάν του και την θέσιν του συνήψε μετά της γερμανικής εταιρείας Τελεφούνκεν εις την οποίαν παρέδωκεν όλους τους ελληνικούς ραδιοσταθμούς..».
Οι κατηγορίες δεν αποδείχθηκαν και απαλλάχθηκε ομόφωνα, κυρίως χάρη στις ευνοϊκές καταθέσεις πρακτόρων των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών και στη μαρτυρία [3] του πολιτικού Πάνου Χατζηπάνου, πρόεδρου του Υπάτου Συμβουλίου του Ελληνικού Τεκτονισμού, όμως ο εισαγγελέας Βελούζος δεν αποδέχθηκε την αθώωση και ανάπεμψε την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση. Στη δεύτερη δίκη, η οποία στηρίχθηκε σε μαρτυρία που προήλθε από το συνεργάτη των S.S. Ιάσονα Μανδηλάρη -που δικάστηκε και καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 1945 και στη δίκη του κατονόμασε ως συνεργάτες των Γερμανών τον Γιάννη Βουλπιώτη και το γιατρό Νικόλαο Χριστοφοράκο, τον οποίο αποκαλεί «γιατρό των SS»- η απόφαση των δικαστών για το Βουλπιώτη, ήταν παμψηφεί αθωωτική λόγω αμφιβολιών. Αθωώθηκε επίσης και από την κατηγορία του πλουτισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αφού έχασε μεγάλο τμήμα της περιουσίας που κατείχε πριν από τον πόλεμο, καθώς οι μάρτυρες υπερασπίσεως του, σύμφωνα με την Ιζαμπέλλα Παλάσκα-Βουλπιώτη στο αρχείο του πατέρα της βρέθηκαν πάνω από 1500 ευχαριστήριες επιστολές ανθρώπων που διασώθηκαν από τον ίδιο, κατέθεσαν ότι τους έσωσε από το απόσπασμα.
Μεταπολεμική δράση
Μετά την αθώωσή του κατέφυγε στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και το 1950 επέστρεψε στην τότε Δυτική Γερμανία, απ’ όπου η Siemens τον έστειλε στην Ελλάδα ως εκπρόσωπό της. Το 1952 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου ζήτησε τη βοήθειά του για την προσέλκυση γερμανικών πιστώσεων και επενδύσεων ενώ εμπειρογνώμονες εκπόνησαν σχέδιο για να απορροφηθούν πιστώσεις 200 εκατομμυρίων μάρκων και παρατάθηκε, μεταξύ άλλων, έως τις 31 Μαρτίου 1955 η προθεσμία για να χρησιμοποιηθούν οι πιστώσεις για έργα της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα και παράλληλα εξασφαλίστηκε η εξαγωγή καπνών και ξηρών καρπών στην τότε Δυτική Γερμανία. Στις συνομιλίες που ακολούθησαν η Ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει τις γερμανικές περιουσίες που είχαν κατασχεθεί μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο.
Στις 16 Νοεμβρίου 1954 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Σπύρου Μαρκεζίνη υπέβαλε αίτημα να συζητηθούν οι ελληνογερμανικές συμφωνίες και η συζήτηση άρχισε στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπύρο Λιναρδάτο, ο Βουλπιώτης είχε παραδώσει κείμενο στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο, το οποίο δέσμευε την κυβέρνηση, όμως ο Θάνος Καψάλης, στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη που τον διαδέχθηκε στο υπουργείο Συντονισμού, έδωσε στον πρωθυπουργό διορθωμένο κείμενο από το οποίο δεν προέκυπτε δέσμευση. Ο Βουλπιώτης με επιστολή του καταγγέλλει ότι ο Μαρκεζίνης τον είχε παρακαλέσει να πείσει τους Γερμανούς να μην κάνουν λόγο για τις επιστολές και υποσχέθηκε ότι όταν επανέλθει στην εξουσία θα τακτοποιούσε τις εκκρεμότητες. Ο Παπάγος ύστερα από σχετική εισήγηση του υπουργού Εργασίας δέχθηκε τον Βουλπιώτη με την ταυτόχρονη παρουσία των υπουργών Γονή και Καψάλη, ενώ στη Βουλή ο ο πρώην υπουργός Καραθόδωρος δηλώνει, «…Εφθάσαμεν να συζητάμε με τον Βουλπιώτη. Δεν έχομεν τώρα παρά να καλέσωμεν και τα SS. Επί 20 μήνες που ήμουν υπουργός Συγκοινωνιών ούτε εγνώρισα ούτε με εγνώρισεν ο κ. Βουλπιώτης, όστις σήμερον ποιεί τας διατριβάς του εις το υπουργείον Συγκοινωνιών….».
Τον Αύγουστο του 1955 η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο, όταν ο Βουλπιώτης με επιστολή του κατηγόρησε τον υφυπουργό Συγκοινωνιών, Κορίνθιο πολιτικό και μετέπειτα πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ότι καθυστερεί να υπογράψει τη σύμβαση για την προμήθεια 50.000 τηλεφωνικών συσκευών και ότι με μεσολαβητή έναν πρώην αγροφύλακα του ζήτησε 10.000 $ ως προμήθεια για την υπογραφή της συμβάσεως.
Ήταν παντρεμένος σε πρώτο γάμο που τελέστηκε στο μικρό παρεκκλήσι δίπλα
από τη βίλα που κατοικούσε η οικογένεια Ζήμενς, με την Χέρτα Siemens,
κόρη του Γερμανού μεγαλοβιομήχανου Καρλ Φρίντριχ φον Ζήμενς, [Carl
Friedrich von Siemens], και απέκτησαν μία κόρη, την Ανίτα, η οποία έζησε
αργότερα στην κατεχόμενη Ελλάδα μαζί με τον πατέρα της και τη δεύτερη
σύζυγό του.
Χώρισαν με τη Χέρτα Ζίμενς, όταν αρρώστησε και νοσηλεύτηκε σε κλινική
της Ελβετίας. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με την Έλεν Ευγενίδη, κόρη
επιφανούς οικογένειας της Θεσσαλονίκης που κατοικούσε στο γνωστό
τετραώροφο «κόκκινο σπίτι» απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας
και απέκτησαν μια κόρη, την Ιζαμπέλα Βουλπιώτη-Παλάσκα και σε τρίτο γάμο
με τη Ζανέτ Καραϊωσηφόγλου.
Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Δημητρίου Βουλπιώτης, ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού και η οικογένειά του που κατάγονταν από το χωριό Βούλπη Ευρυτανίας, ενώ η μητέρα του Θάλεια Αγγελοπούλου-Αθανάτου, ήταν γόνος παλαιάς αθηναϊκής οικογένειας νομικών που εξέδιδαν το περιοδικό «Θέμις». Ο παππούς του Δημήτριος Βουλπιώτης είχε εκλεγεί βουλευτής και χρημάτισε υπουργός, ενώ γενικότερα η οικογένεια του είχε στις τάξεις της αγωνιστές που πολέμησαν στην επανάσταση του 1821 και στους μετέπειτα πολέμους του Ελληνικού Έθνους.
Ο Γιάννης Βουλπιώτης αποφοίτησε από το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών, στο οποίο ήταν Γυμνασιάρχης ο Δημήτριος Γληνός, μετέπειτα κατοχικός Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε., που τον αποκαλούσε «παιδί-θαύμα», και με τον οποίο διατήρησαν άριστες σχέσεις αλληλοεκτιμήσεως και συνεργασίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Μετά το Γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στη Γερμανία για να σπουδάσει φιλοσοφία και ψυχολογία με τον Καρλ Γιουνγκ στο Πανεπιστήμιο Μονάχου, όμως τελικά στράφηκε και σπούδασε ηλεκτρονική μηχανολογία και εξεπόνησε δύο διδακτορικά.
Η Προπολεμική του δράση
Ήταν ο αγαπημένος μαθητής του εισηγητή της σχολής αναλυτικής ψυχολογίας Καρλ Γιουνγκ, συνομιλητής του Αδόλφου Χίτλερ, του ναυάρχου Χανς Βίλχελμ Κανάρις, που ήταν ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Αντικατασκοπείας του Γ΄ Ράιχ, του Ιωάννη Μεταξά, του Κώστα Μανιαδάκη, του Νικόλαου Πλαστήρα, του Κυριάκου Βενιζέλου, του πράκτορα της Intelligence Service Ντέιβιντ Μπαλφούρ, του γνωστού και ρασοφόρου πατέρα Δημήτριου, αλλά και με προσωπικότητες της Αριστεράς όπως ο καθηγητής του Δημήτριος Γληνός. Επίσης συναναστρέφονταν με τον Αρνο Μπρέκερ, που ήταν ο προσωπικός γλύπτης του Αδόλφου Χίτλερ, του οποίου η πρώτη σύζυγός του, η Δήμητρα, [Μιμίνα], Μεσσάλα κατάγονταν από γνωστή ελληνική οικογένεια της Κωνσταντινουπόλεως.
Σε ηλικία εικοσιτριών ετών προσλήφθηκε και ανέλαβε, πριν τα τριάντα του, τις διεθνείς σχέσεις του επιχειρηματικού ομίλου AEG-Siemens-Telefunken στη Γερμανία, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε το ερευνητικό τμήμα της εταιρείας, την οποία από το 1930, εκπροσωπούσε ως πληρεξούσιος διευθυντής. Το 1936 συναντήθηκε με τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις του στην τεχνολογία, του ζήτησε μια έκθεση για την αξιοποίηση της τηλεόρασης ως μέσο επιρροής σε άλλες χώρες. Η συνάντηση τους έγινε -σύμφωνα με τον ιστορικό Δημοσθένη Κούκουνα- λίγους μήνες μετά την αφή της φλόγας των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936,«...σε μια πολιτιστική ελληνική αποστολή με επικεφαλής τον καθηγητή Νικόλαο Λούβαρη, στο πλαίσιο της οποίας το Λύκειο των Ελληνίδων πήρε μέρος σε ένα φεστιβάλ εθνικών χορών στο Αμβούργο. Ο Βουλπιώτης και η Siemens είναι ένα είδος χορηγού...».
Το 1938 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, δημιούργησε γραφείο στη διασταύρωση της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας με τη Ρηγίλλης, ως γενικός πληρεξούσιος της Siemens και της θυγατρικής εταιρείας Τelefunken με επαγγελματική απασχόληση την Α.Ε. «Τελεπόλ» και ίδρυσε την «Ανώνυμο Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία», [Α.Ε.Τ.Ε.], που ήταν η πρόδρομη εταιρεία της μεταγενέστερης «Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος», [Ο.Τ.Ε.] και την «Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία», [Α.Ε.Ρ.Ε.], που ήταν η πρόδρομη εταιρεία της μεταγενέστερης «Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση», [Ε.Ρ.Τ.], και έγινε ο κύριος ιδρυτής του πρώτου ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού. Τον Οκτώβριο του 1940, στις παραμονές της ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος, ταξίδεψε στο Βερολίνο ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβερνήσεως σε μια προσπάθεια να αποτραπούν τα σχέδια του Μπενίτο Μουσολίνι και του Τσιάνο, ενώ τον Ιανουάριο του 1941, φιλοξένησε στο σπίτι του τον απεσταλμένο των Γερμανών που μετέφερε πρόταση στον διάδοχο Παύλο να λήξει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με ανακωχή στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Τη συνάντηση αντιλήφθηκαν οι πράκτορες του υπουργού Ασφαλείας Κώστα Μανιαδάκη, οι οποίοι περικύκλωσαν το σπίτι του Βουλπιώτη, όπου δειπνούσαν Γερμανοί διπλωμάτες.
Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Δημητρίου Βουλπιώτης, ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού και η οικογένειά του που κατάγονταν από το χωριό Βούλπη Ευρυτανίας, ενώ η μητέρα του Θάλεια Αγγελοπούλου-Αθανάτου, ήταν γόνος παλαιάς αθηναϊκής οικογένειας νομικών που εξέδιδαν το περιοδικό «Θέμις». Ο παππούς του Δημήτριος Βουλπιώτης είχε εκλεγεί βουλευτής και χρημάτισε υπουργός, ενώ γενικότερα η οικογένεια του είχε στις τάξεις της αγωνιστές που πολέμησαν στην επανάσταση του 1821 και στους μετέπειτα πολέμους του Ελληνικού Έθνους.
Ο Γιάννης Βουλπιώτης αποφοίτησε από το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών, στο οποίο ήταν Γυμνασιάρχης ο Δημήτριος Γληνός, μετέπειτα κατοχικός Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε., που τον αποκαλούσε «παιδί-θαύμα», και με τον οποίο διατήρησαν άριστες σχέσεις αλληλοεκτιμήσεως και συνεργασίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Μετά το Γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στη Γερμανία για να σπουδάσει φιλοσοφία και ψυχολογία με τον Καρλ Γιουνγκ στο Πανεπιστήμιο Μονάχου, όμως τελικά στράφηκε και σπούδασε ηλεκτρονική μηχανολογία και εξεπόνησε δύο διδακτορικά.
Η Προπολεμική του δράση
Ήταν ο αγαπημένος μαθητής του εισηγητή της σχολής αναλυτικής ψυχολογίας Καρλ Γιουνγκ, συνομιλητής του Αδόλφου Χίτλερ, του ναυάρχου Χανς Βίλχελμ Κανάρις, που ήταν ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Αντικατασκοπείας του Γ΄ Ράιχ, του Ιωάννη Μεταξά, του Κώστα Μανιαδάκη, του Νικόλαου Πλαστήρα, του Κυριάκου Βενιζέλου, του πράκτορα της Intelligence Service Ντέιβιντ Μπαλφούρ, του γνωστού και ρασοφόρου πατέρα Δημήτριου, αλλά και με προσωπικότητες της Αριστεράς όπως ο καθηγητής του Δημήτριος Γληνός. Επίσης συναναστρέφονταν με τον Αρνο Μπρέκερ, που ήταν ο προσωπικός γλύπτης του Αδόλφου Χίτλερ, του οποίου η πρώτη σύζυγός του, η Δήμητρα, [Μιμίνα], Μεσσάλα κατάγονταν από γνωστή ελληνική οικογένεια της Κωνσταντινουπόλεως.
Σε ηλικία εικοσιτριών ετών προσλήφθηκε και ανέλαβε, πριν τα τριάντα του, τις διεθνείς σχέσεις του επιχειρηματικού ομίλου AEG-Siemens-Telefunken στη Γερμανία, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε το ερευνητικό τμήμα της εταιρείας, την οποία από το 1930, εκπροσωπούσε ως πληρεξούσιος διευθυντής. Το 1936 συναντήθηκε με τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις του στην τεχνολογία, του ζήτησε μια έκθεση για την αξιοποίηση της τηλεόρασης ως μέσο επιρροής σε άλλες χώρες. Η συνάντηση τους έγινε -σύμφωνα με τον ιστορικό Δημοσθένη Κούκουνα- λίγους μήνες μετά την αφή της φλόγας των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936,«...σε μια πολιτιστική ελληνική αποστολή με επικεφαλής τον καθηγητή Νικόλαο Λούβαρη, στο πλαίσιο της οποίας το Λύκειο των Ελληνίδων πήρε μέρος σε ένα φεστιβάλ εθνικών χορών στο Αμβούργο. Ο Βουλπιώτης και η Siemens είναι ένα είδος χορηγού...».
Το 1938 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, δημιούργησε γραφείο στη διασταύρωση της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας με τη Ρηγίλλης, ως γενικός πληρεξούσιος της Siemens και της θυγατρικής εταιρείας Τelefunken με επαγγελματική απασχόληση την Α.Ε. «Τελεπόλ» και ίδρυσε την «Ανώνυμο Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία», [Α.Ε.Τ.Ε.], που ήταν η πρόδρομη εταιρεία της μεταγενέστερης «Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος», [Ο.Τ.Ε.] και την «Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία», [Α.Ε.Ρ.Ε.], που ήταν η πρόδρομη εταιρεία της μεταγενέστερης «Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση», [Ε.Ρ.Τ.], και έγινε ο κύριος ιδρυτής του πρώτου ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού. Τον Οκτώβριο του 1940, στις παραμονές της ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος, ταξίδεψε στο Βερολίνο ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβερνήσεως σε μια προσπάθεια να αποτραπούν τα σχέδια του Μπενίτο Μουσολίνι και του Τσιάνο, ενώ τον Ιανουάριο του 1941, φιλοξένησε στο σπίτι του τον απεσταλμένο των Γερμανών που μετέφερε πρόταση στον διάδοχο Παύλο να λήξει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με ανακωχή στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Τη συνάντηση αντιλήφθηκαν οι πράκτορες του υπουργού Ασφαλείας Κώστα Μανιαδάκη, οι οποίοι περικύκλωσαν το σπίτι του Βουλπιώτη, όπου δειπνούσαν Γερμανοί διπλωμάτες.
Η Κατοχική του δράση
Το 1941 ανέλαβε επίσημα τη γενική διεύθυνση της Α.Ε.Ρ.Ε., πρόδρομης
εταιρίας της σημερινής Ε.Ρ.Τ., θέση που διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της
Κατοχής με την έγκριση των Γερμανών, ενώ συμμετείχε στο διοικητικό
συμβούλιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μαζί με τους Μανώλη Καλομοίρη,
Οδυσσέα Λάππα, Τίμο Μωραϊτίνη, Άγγελο Τερζάκη, Νικόλαο Λάσκαρη και
Θεόδωρο Συναδινό. Την ίδια εποχή η τότε σύζυγος του η Ελένη Ευγενίδη,
αγόρασε 6 ακίνητα για 1-2 λίρες το καθένα. Φέρεται να υπήρξε στέλεχος
του Ε.Δ.Ε.Σ. -η Λουκία Ζέρβα σύζυγος του Ναπολέοντα Ζέρβα ήταν για
χρόνια ιδιαιτέρα γραμματέας του στην ΑΕΡΕ- αν και επίσημα η οργάνωση
διασπάστηκε τον Οκτώβριο του 1943 και τον Νοέμβριο ο Ναπολέων Ζέρβας
αποκήρυξε τους προδότες με τοιχοκολλήσεις στους δρόμους της Αθήνας.
Παράλληλα σε τηλεγράφημά του ανέφερε, «...Εκφράζομεν βαθυτάτην λύπην μας
διότι ακόμη συζητείται ζήτημα συνδέσμου μας με ξένους προς εθνικήν μας
οργάνωσιν Στόπ. Ουδείς άλλος εκτός καθηγητού Πανεπιστημίου Ζέρβα Λεωνίδα
μας εκπροσωπεί Αθήνας Στόπ. Τριμελής διοικούσα Επιτροπή ΕΔΕΣ
αποτελείται από εμέ, Πυρομάγλου και Ζέρβαν Λεωνίδαν Στόπ. Μέλη
οργανώσεως ΕΔΕΣ ουδεμίαν σχέσιν έχουν με προδότες όπως Βουλπιώτης Στόπ.
Τούτον εφημερίδες μας εις Αθήνας εχαρακτήρισαν ως ποταπόν προδότην Στόπ»
[1].
Τα Τάγματα ασφαλείας και τα Δικαστήρια των Δοσίλογων
Σε συνεργασία με τους στρατηγούς και πολιτικούς Στυλιανό Γονατά, Θεόδωρο Πάγκαλο, Θεμιστοκλή Σοφούλη και το Νικόλαο Πλαστήρα που βρίσκονταν στη Γαλλία, συνέλαβε την ιδέα και πρωταγωνίστησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Αρχικά βολιδοσκόπησε τις προθέσεις των Γερμανών, χρησιμοποιώντας την φιλική του σχέση με τον Κρίστιαν φον Κλεμ, πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανίας στην Αθήνα, ο οποίος ενημέρωσε τον αρχηγό των Ες-Ες και στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση τους με τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Ράλλη, που είχε αναλάβει πρωθυπουργός. Για το λόγο αυτό τον πρώτο καιρό της λειτουργίας τους τα τάγματα ήταν γνωστά με την ονομασία «Βουλπιώτηδες».
Το 1944 οι εταιρίες του επιτάχθηκαν ως εχθρικές προς την Ελλάδα και εναντίον του απαγγέλθηκε η κατηγορία της προδοσίας και τον Φεβρουάριο του 1946, παραπέμθηκε να δικαστεί στο 1ο ειδικό δικαστήριο δοσίλογων. Σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα «Τα Νέα» [2], το κατηγορητήριο που απαγγέλθηκε εναντίον του, «... (ο Ιωάννης Βουλπιώτης) ...παραπέμπεται ίνα δικασθεί ότι ενίσχυσε την πολεμικήν προσπάθεια του εχθρού και εξήρεν το έργον αυτού διά του ραδιοφώνου ενσπείρων την ηττοπάθειαν μεταξύ του ελληνικού λαού. Κατέδωκεν έλληνας πολίτας και αξιωματικούς εις τον εχθρόν, εκμεταλλευόμενος δε την γερμανομάθειάν του και την θέσιν του συνήψε μετά της γερμανικής εταιρείας Τελεφούνκεν εις την οποίαν παρέδωκεν όλους τους ελληνικούς ραδιοσταθμούς..».
Οι κατηγορίες δεν αποδείχθηκαν και απαλλάχθηκε ομόφωνα, κυρίως χάρη στις ευνοϊκές καταθέσεις πρακτόρων των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών και στη μαρτυρία [3] του πολιτικού Πάνου Χατζηπάνου, πρόεδρου του Υπάτου Συμβουλίου του Ελληνικού Τεκτονισμού, όμως ο εισαγγελέας Βελούζος δεν αποδέχθηκε την αθώωση και ανάπεμψε την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση. Στη δεύτερη δίκη, η οποία στηρίχθηκε σε μαρτυρία που προήλθε από το συνεργάτη των S.S. Ιάσονα Μανδηλάρη -που δικάστηκε και καταδικάστηκε τον Μάρτιο του 1945 και στη δίκη του κατονόμασε ως συνεργάτες των Γερμανών τον Γιάννη Βουλπιώτη και το γιατρό Νικόλαο Χριστοφοράκο, τον οποίο αποκαλεί «γιατρό των SS»- η απόφαση των δικαστών για το Βουλπιώτη, ήταν παμψηφεί αθωωτική λόγω αμφιβολιών. Αθωώθηκε επίσης και από την κατηγορία του πλουτισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αφού έχασε μεγάλο τμήμα της περιουσίας που κατείχε πριν από τον πόλεμο, καθώς οι μάρτυρες υπερασπίσεως του, σύμφωνα με την Ιζαμπέλλα Παλάσκα-Βουλπιώτη στο αρχείο του πατέρα της βρέθηκαν πάνω από 1500 ευχαριστήριες επιστολές ανθρώπων που διασώθηκαν από τον ίδιο, κατέθεσαν ότι τους έσωσε από το απόσπασμα.
Μεταπολεμική δράση
Μετά την αθώωσή του κατέφυγε στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και το 1950 επέστρεψε στην τότε Δυτική Γερμανία, απ’ όπου η Siemens τον έστειλε στην Ελλάδα ως εκπρόσωπό της. Το 1952 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου ζήτησε τη βοήθειά του για την προσέλκυση γερμανικών πιστώσεων και επενδύσεων ενώ εμπειρογνώμονες εκπόνησαν σχέδιο για να απορροφηθούν πιστώσεις 200 εκατομμυρίων μάρκων και παρατάθηκε, μεταξύ άλλων, έως τις 31 Μαρτίου 1955 η προθεσμία για να χρησιμοποιηθούν οι πιστώσεις για έργα της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα και παράλληλα εξασφαλίστηκε η εξαγωγή καπνών και ξηρών καρπών στην τότε Δυτική Γερμανία. Στις συνομιλίες που ακολούθησαν η Ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει τις γερμανικές περιουσίες που είχαν κατασχεθεί μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο.
Στις 16 Νοεμβρίου 1954 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Σπύρου Μαρκεζίνη υπέβαλε αίτημα να συζητηθούν οι ελληνογερμανικές συμφωνίες και η συζήτηση άρχισε στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπύρο Λιναρδάτο, ο Βουλπιώτης είχε παραδώσει κείμενο στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο, το οποίο δέσμευε την κυβέρνηση, όμως ο Θάνος Καψάλης, στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη που τον διαδέχθηκε στο υπουργείο Συντονισμού, έδωσε στον πρωθυπουργό διορθωμένο κείμενο από το οποίο δεν προέκυπτε δέσμευση. Ο Βουλπιώτης με επιστολή του καταγγέλλει ότι ο Μαρκεζίνης τον είχε παρακαλέσει να πείσει τους Γερμανούς να μην κάνουν λόγο για τις επιστολές και υποσχέθηκε ότι όταν επανέλθει στην εξουσία θα τακτοποιούσε τις εκκρεμότητες. Ο Παπάγος ύστερα από σχετική εισήγηση του υπουργού Εργασίας δέχθηκε τον Βουλπιώτη με την ταυτόχρονη παρουσία των υπουργών Γονή και Καψάλη, ενώ στη Βουλή ο ο πρώην υπουργός Καραθόδωρος δηλώνει, «…Εφθάσαμεν να συζητάμε με τον Βουλπιώτη. Δεν έχομεν τώρα παρά να καλέσωμεν και τα SS. Επί 20 μήνες που ήμουν υπουργός Συγκοινωνιών ούτε εγνώρισα ούτε με εγνώρισεν ο κ. Βουλπιώτης, όστις σήμερον ποιεί τας διατριβάς του εις το υπουργείον Συγκοινωνιών….».
Τον Αύγουστο του 1955 η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο, όταν ο Βουλπιώτης με επιστολή του κατηγόρησε τον υφυπουργό Συγκοινωνιών, Κορίνθιο πολιτικό και μετέπειτα πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ότι καθυστερεί να υπογράψει τη σύμβαση για την προμήθεια 50.000 τηλεφωνικών συσκευών και ότι με μεσολαβητή έναν πρώην αγροφύλακα του ζήτησε 10.000 $ ως προμήθεια για την υπογραφή της συμβάσεως.
Πρωτοσέλιδο εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 17/8/1955
Από τη δική του πλευρά ο Παπακωνσταντίνου αποκάλυψε ότι ο Βουλπιώτης
ζήτησε να τον προσλάβουν ως τεχνικό σύμβουλο στον ΟΤΕ για μία δεκαετία
με αμοιβή 1 εκατομμύριο $ και υπέβαλλε ταυτόχρονα την παραίτησή του που
δεν έγινε δεκτή, ενώ προχώρησε στην υποβολή μηνύσεως κατά του αγροφύλακα
και του Βουλπιώτη, ο οποίος δήλωσε ότι υπάρχουν μεσάζοντες, οι οποίοι
δεν έχουν σχέση με τον υφυπουργό, ενώ παραδέχθηκε ότι ζήτησε 1
εκατομμύριο $ για την εταιρεία.
Η υπόθεση προκάλεσε τη διάσπαση του κόμματος «Ελληνικός Συναγερμός» και κατέληξε στις δικαστικές αίθουσες ένα μήνα πριν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διαδεχθεί τον Παπάγο.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 4 Οκτωβρίου 1955 στο Τριμελές
Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με μάρτυρες κατηγορίας τους Κωνσταντίνο
Καραμανλή, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Παναγιώτη Παπαληγούρα, Λάμπρο Ευταξία και ο Βουλπιώτης καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών.
Η ίδια ποινή που δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα παρέμεινε και μετά την
προσφυγή του στο Εφετείο και ο εγκλεισμός του στις φυλακές, όπου
παρέμεινε για χρονικό διάστημα ενός έτους, έγινε την ίδια ημέρα.
Επιμέλεια: www.logiosermis.net
Πληροφορίες απο livepedia, chronontoulapo και kathimerini
Στο πολύ ενδιαφέρον αυτό άρθρο δίνεται μια ολοκληρωμένη εικόνα του Ιωάννη Βουλπιώτη, αν και πιστεύω ότι υποτιμάται ο σημαντικός παρασκηνιακός ρόλος του στον τερματισμό του Εμφυλίου το 1948 μέσω της διακοπής χρηματοδότησης του ΔΣΕ από το Βελιγράδι. Οι επαφές του Βουλπιώτη με τον Καρλ Κλόντιους, ο οποίος τότε - μετά τη μεταπήδησή του από το ναζισμό στο σταλινικό στρατόπεδο - ήταν επικεφαλής της σοβιετικής οικονομικής αποστολής στον Τίτο - περιγράφονται παραστατικά στο δεύτερο βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα "Τα χρόνια της θύελλας". Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η ανάμιξη του Βουλπιώτη στα παιχνίδια διαδοχής που παίζονταν στα ελληνικά πολιτικά παρασκήνια όταν ο Παπάγος ήταν ετοιμοθάνατος, με αποτέλεσμα ο ίδιος να εκμηδενιστεί.
ΑπάντησηΔιαγραφή