Γράφει η Αρτάνη
- Πολλά χρόνια πριν τον Θησέα και τον Ηρακλή, κάπου εκεί μεταξύ της Αττικής γης και Πελοποννήσου, κι από τον κόλπο των Αλκυονιδών μέχρι την θάλασσα του Σαρωνικού και Αργολικού Κόλπου έζησε ο Σίσσυφος, εκεί στον Ισθμό.
Τότε, λοιπόν, που όλα στην αρχή τους ήταν ακόμη, τούτος ο πανούργος, ο παμπόνηρος βρήκε τον τρόπο να περιπαίξει και τους Θεούς ακόμη. Έβαλε τους υπηκόους του, όντας Βασιλιάς πρώτα της Εφύρας και έπειτα της Κορίνθου, να κάμουν λατομεία, κοινώς νταμάρια, και να κόβουν πέτρες και μάρμαρα.
Kατασκεύασε με τους μηχανικούς του, τους εργολάβους, τους οικοδόμους και τα μαστόρια του, τείχη ψηλά και χοντρά, φράσσοντας όλη την περιοχή και μέσα τους την πόλη, με τους πολίτες της και τα παλάτια του. Έκαμε επένδυση στα ντουβάρια ο άνθρωπος!. Και έκατσε ο δόλιος στο σβέρκο όλων – των ανθρώπων ο τράχηλος ζυγόν που υποφέρει! – και επέβαλλε βαρύτατους φόρους, δασμούς, τελώνια και διόδια, σ’ όσους διαβάτες τολμούσαν να διέλθουν, είτε δια θαλάσσης να επισκεφθούν τους Δελφούς για να ζητήσουν και να πάρουν χρησμούς από την Πυθία, είτε δια ξηράς την Επίδαυρο και το Ασκληπιείο της, για να βρουν την ίασή τους, όσοι από τους περαστικούς ήσαν άρρωστοι. Ακόμη ο αυθάδης τούτος Βασιλιάς πωλούσε πανάκριβα, κομμάτια ολόκληρα πέτρες, στους γείτονές του Βασιλιάδες, για να χτίσουν την Ελευσίνα, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα….
-Ήταν πονηρός, κατεργάρης και έξυπνος ο Σίσσυφος. Πότε με τεχνάσματα μυθοποίησης, απασχόλησης, αποπληροφόρησης και εφησυχασμού, πότε με μεθόδους των πέντε βημάτων εμπρός και δύο οπίσω, άλλοτε με
την εξαίρετη μέθοδο του σαλαμιού, και μάλιστα χωρίς λιπαρά φέτα - φέτα, ή και του σαλπίσματος νομής των ημιόνων, κατάφερνε να είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού και να διατηρεί ακέραιο και αλώβητο τον Μιδάτο θρόνο του!. Έβρισκε ωστόσο τον χρόνο, διάθεση είχε πάντοτε, να κάμνει και τα τσιλιμπουρδίσματά του, ως ομορφάντρας που ήταν, με νύμφες και νεράϊδες κατά Λέχαιο και Κεχριές μεριά σε μουράτα αυθαίρετα παραλιακά νάϊτ – κλάμπς και αναψυκτήρια. Κάπου – κάπου έριχνε και κάτι πεσσούς κατά Λουτράκι μεριά. Λένε, πώς, τό καζίνο υπάρχει από τότε μαζί με τις Λαϊδες!.. Το Ηραίον ήταν φυσικά πάντοτε ΝΟΜΙΜΟΝ. Κατάφερε ακόμη όλους τους θνητούς υπηκόους του να τους προσφέρει άρτους, θεάματα και χλιδή. Κι αυτοί πάλι, με την «εναρμοστία» τους με το μέτρ(ι)ο, να μην πεθαίνουν, κι έτσι ο Πλούτωνας ο σκοτεινός, και ο βαρκάρης Άδης να έχουν κεσάτια κι αναδουλειές.
Έπ! σου λέει ο Δίας, - Πατήρ ανδρών τε, Θεών τε – τι γίνεται ‘δώ πέρα; Και έτσι ο Παντογνώστης και Παντεπόπτης, Ος τα πανθ’ ορά, μια μέρα που καθόταν κι έπινε κρασί γιοματάρι Νεμέας ο Σίσσυφος σε μια μεγάλη κοτρόνα ψηλά, κι αγνάντευε το Βασίλειο του, τον κάλεσε σε απολογία τελεσίδικη, μια κι’ όξω!.
-Γιατί ‘ρέ πάς κόντρα με τη φύση, μπαγασάκο; Μα! …Μακαριότατε, Παντοδύναμε….εγώ, δεν…α..α..αφού. α..α... τραύλισε ο Μέγας μίζερος και κακομοίρης Σίφης.
-Σσούς!!!!! άξινους, και πούξινους,και βγάλε τον σκασμό, ρε τσόγλανε! τού είπε ορθά καί κοφτά ο Δίας.
Και πριν προλάβει καλά-καλά να αφήσει, λένε, απόγονο τον Οδυσσέα να εξοργίζεται κι αυτός όταν καί εφ΄όσον έπρεπε με νηφαλιότητα, βρέθηκε φορτωμένος στη ράχη του να κουβαλά ή και να κυλά την πέτρα που καθόταν, σε απόκρημνο βουνό! Και μόλις φθάνει ψηλά στην κορυφή του να γκρεμοτσακίζεται στη ρίζα του και πάλι από την αρχή, να συνεχίζει το αέναο μαρτύριο. Ήταν Δίκη και απόφαση των Θεών!.
- Αυτός είναι ο Σίσσυφος, ο γιός του Αιόλου και της Εναρέτης, που φέρθηκε με αναρμοστία και όχι όπως θα έπρεπε, ενάρετα. Και ανέτειλλε ημέρα λαμπρή καί μεγάλη!.
– Σίφη, ε! Σίφη, ‘ντάξει;!-
- Πολλά χρόνια πριν τον Θησέα και τον Ηρακλή, κάπου εκεί μεταξύ της Αττικής γης και Πελοποννήσου, κι από τον κόλπο των Αλκυονιδών μέχρι την θάλασσα του Σαρωνικού και Αργολικού Κόλπου έζησε ο Σίσσυφος, εκεί στον Ισθμό.
Τότε, λοιπόν, που όλα στην αρχή τους ήταν ακόμη, τούτος ο πανούργος, ο παμπόνηρος βρήκε τον τρόπο να περιπαίξει και τους Θεούς ακόμη. Έβαλε τους υπηκόους του, όντας Βασιλιάς πρώτα της Εφύρας και έπειτα της Κορίνθου, να κάμουν λατομεία, κοινώς νταμάρια, και να κόβουν πέτρες και μάρμαρα.
Kατασκεύασε με τους μηχανικούς του, τους εργολάβους, τους οικοδόμους και τα μαστόρια του, τείχη ψηλά και χοντρά, φράσσοντας όλη την περιοχή και μέσα τους την πόλη, με τους πολίτες της και τα παλάτια του. Έκαμε επένδυση στα ντουβάρια ο άνθρωπος!. Και έκατσε ο δόλιος στο σβέρκο όλων – των ανθρώπων ο τράχηλος ζυγόν που υποφέρει! – και επέβαλλε βαρύτατους φόρους, δασμούς, τελώνια και διόδια, σ’ όσους διαβάτες τολμούσαν να διέλθουν, είτε δια θαλάσσης να επισκεφθούν τους Δελφούς για να ζητήσουν και να πάρουν χρησμούς από την Πυθία, είτε δια ξηράς την Επίδαυρο και το Ασκληπιείο της, για να βρουν την ίασή τους, όσοι από τους περαστικούς ήσαν άρρωστοι. Ακόμη ο αυθάδης τούτος Βασιλιάς πωλούσε πανάκριβα, κομμάτια ολόκληρα πέτρες, στους γείτονές του Βασιλιάδες, για να χτίσουν την Ελευσίνα, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα….
-Ήταν πονηρός, κατεργάρης και έξυπνος ο Σίσσυφος. Πότε με τεχνάσματα μυθοποίησης, απασχόλησης, αποπληροφόρησης και εφησυχασμού, πότε με μεθόδους των πέντε βημάτων εμπρός και δύο οπίσω, άλλοτε με
την εξαίρετη μέθοδο του σαλαμιού, και μάλιστα χωρίς λιπαρά φέτα - φέτα, ή και του σαλπίσματος νομής των ημιόνων, κατάφερνε να είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού και να διατηρεί ακέραιο και αλώβητο τον Μιδάτο θρόνο του!. Έβρισκε ωστόσο τον χρόνο, διάθεση είχε πάντοτε, να κάμνει και τα τσιλιμπουρδίσματά του, ως ομορφάντρας που ήταν, με νύμφες και νεράϊδες κατά Λέχαιο και Κεχριές μεριά σε μουράτα αυθαίρετα παραλιακά νάϊτ – κλάμπς και αναψυκτήρια. Κάπου – κάπου έριχνε και κάτι πεσσούς κατά Λουτράκι μεριά. Λένε, πώς, τό καζίνο υπάρχει από τότε μαζί με τις Λαϊδες!.. Το Ηραίον ήταν φυσικά πάντοτε ΝΟΜΙΜΟΝ. Κατάφερε ακόμη όλους τους θνητούς υπηκόους του να τους προσφέρει άρτους, θεάματα και χλιδή. Κι αυτοί πάλι, με την «εναρμοστία» τους με το μέτρ(ι)ο, να μην πεθαίνουν, κι έτσι ο Πλούτωνας ο σκοτεινός, και ο βαρκάρης Άδης να έχουν κεσάτια κι αναδουλειές.
Έπ! σου λέει ο Δίας, - Πατήρ ανδρών τε, Θεών τε – τι γίνεται ‘δώ πέρα; Και έτσι ο Παντογνώστης και Παντεπόπτης, Ος τα πανθ’ ορά, μια μέρα που καθόταν κι έπινε κρασί γιοματάρι Νεμέας ο Σίσσυφος σε μια μεγάλη κοτρόνα ψηλά, κι αγνάντευε το Βασίλειο του, τον κάλεσε σε απολογία τελεσίδικη, μια κι’ όξω!.
-Γιατί ‘ρέ πάς κόντρα με τη φύση, μπαγασάκο; Μα! …Μακαριότατε, Παντοδύναμε….εγώ, δεν…α..α..αφού. α..α... τραύλισε ο Μέγας μίζερος και κακομοίρης Σίφης.
-Σσούς!!!!! άξινους, και πούξινους,και βγάλε τον σκασμό, ρε τσόγλανε! τού είπε ορθά καί κοφτά ο Δίας.
Και πριν προλάβει καλά-καλά να αφήσει, λένε, απόγονο τον Οδυσσέα να εξοργίζεται κι αυτός όταν καί εφ΄όσον έπρεπε με νηφαλιότητα, βρέθηκε φορτωμένος στη ράχη του να κουβαλά ή και να κυλά την πέτρα που καθόταν, σε απόκρημνο βουνό! Και μόλις φθάνει ψηλά στην κορυφή του να γκρεμοτσακίζεται στη ρίζα του και πάλι από την αρχή, να συνεχίζει το αέναο μαρτύριο. Ήταν Δίκη και απόφαση των Θεών!.
- Αυτός είναι ο Σίσσυφος, ο γιός του Αιόλου και της Εναρέτης, που φέρθηκε με αναρμοστία και όχι όπως θα έπρεπε, ενάρετα. Και ανέτειλλε ημέρα λαμπρή καί μεγάλη!.
– Σίφη, ε! Σίφη, ‘ντάξει;!-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου