Το γιουάν έχει αποτελέσει ένα από τα συστατικά του «soft power» (ιδεολογικά, πολιτιστικά και διπλωματικά μέσα που χρησιμοποιεί ένα έθνος για να επηρεάσει τις κινήσεις των εταίρων του διεθνούς συστήματος) της Κίνας για να συγκεντρώσει τη στήριξη των χωρών που ευθυγραμμίζονται με την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό ετήσιας ανάπτυξής της κυμαίνεται γύρω στο 7% και οι προσδοκίες κερδοφορίας στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες εξαντλούνται με ραγδαίο ρυθμό, η Κίνα ψάχνει να μετατρέψει τους όρους των οικονομικών της σχέσεων με τα βιομηχανοποιημένα κράτη.Ενώ η ζήτηση των προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας από την πλευρά των Κινέζων καταναλωτών αυξάνεται, εκατοντάδες επιχειρηματίες της Δύσης δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους με τον ασιατικό γίγαντα.
Ο αυξανόμενος πρωταγωνιστικός ρόλος της Κίνας στις ροές κεφαλαίου (άμεση ξένη επένδυση, επενδύσεις χαρτοφυλακίου, κτλ.) και το παγκόσμιο εμπόριο αυξάνει, παράλληλα, την τροχιά της επιρροής του γιουάν ως μέσο πληρωμής, εργαλείο επένδυσης και νόμισμα αποθεματικού σε ολοένα και περισσότερα μέρη της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτό συμβαίνει με τον Καναδά, τη χώρα που μαζί με το Μεξικό και τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμμετέχουν στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA, αρχικά στ’ αγγλικά). Κατά έναν απροσδόκητο τρόπο, ο πρωθυπουργός, Stephen Harper, δεν εναντιώνεται στη διεθνοποίηση του γιουάν, αλλά, αντίθετα, δε φείδεται προσπαθειών προκειμένου να μετατρέψει την πόλη του Τορόντο στην πιο σημαντική έδρα του κινέζικου νομίσματος πέραν της περιοχής της Ασίας και του Ειρηνικού.
Αν και στην αρχή η κινέζικη κυβέρνηση ευνόησε τη χρήση του «νομίσματος του λαού» (ρενμίνμπι) μόνο σε ασιατικό έδαφος, μετά το γιουάν ξεπέρασε τα ηπειρωτικά του σύνορα κι έφτασε σε Λατινική Αμερική, Αφρική, Μέση Ανατολή κι Ευρώπη.
Στην περίπτωση της αμερικανικής ηπείρου, η διεθνοποίηση του γιουάν είχε περιοριστεί μέχρι τα τέλη του περασμένου χρόνου στην καθιέρωση διμερών συμφωνιών swap (συμβάσεις ανταλλαγής συναλλάγματος) με τις κεντρικές τράπεζες της Βραζιλίας και της Αργεντινής (οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της νοτιομερικανικής περιοχής).
Αν και είναι αλήθεια ότι εδώ και αρκετούς μήνες η Κίνα έχει αρχίσει τις συνομιλίες με ανώτατα κρατικά στελέχη της κυβέρνησης της Ουρουγουάης για να προβάλλει το Μοντεβιδέο ως την «λατινοαμερικάνικη πρωτεύουσα του γιουάν» [1], δεν υπάρχουν ακόμα περισσότερα σχέδια σε εξέλιξη προσανατολισμένα στην προώθηση της χρήσης του κινέζικου νομίσματος στα κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής.
Αντίθετα, η κυβέρνηση του Καναδά πέτυχε τρεις σημαντικές συμφωνίες τους τελευταίους έξι μήνες. Πρώτον, οι δύο χώρες ενέκριναν την εγκατάσταση του πρώτου κέντρου άμεσης συναλλαγής για να διευκολύνουν τη χρήση του γιουάν στην αμερικάνικη ήπειρο. Πριν είχε εφαρμοστεί μόνο στην ασιατική περιοχή και την Ευρώπη.
Υπό την επίβλεψη της Industrial and Commercial Bank of China (ICBC, αρχικά στ’ αγγλικά) στο Τορόντο, το κέντρο άμεσης συναλλαγής κάνει δυνατή την εκτέλεση συναλλαγών μετατρεψιμότητας ανάμεσα στο καναδικό δολάριο και το κινέζικο νόμισμα χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις τιμές του αμερικάνικου δολαρίου. Αυτό με τη σειρά του επιτρέπει τη μείωση του κόστους συναλλαγής και τη σύσφιξη των δεσμών ανάμεσα στις επιχειρήσεις των δύο χωρών δια μέσου της αύξησης των ανταλλαγών εμπορευμάτων και υπηρεσιών [2].
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Καναδά, χάρη στην ίδρυση του κέντρου άμεσης συναλλαγής σε γιουάν, οι καναδικές εταιρείες θα μπορέσουν να εξοικονομήσουν περίπου 6,2 δις δολάρια την επόμενη δεκαετία κι έτσι οι εξαγωγές θα φτάσουν το πρωτοφανές ποσό μεταξύ 21 και 32 δις δολάρια.
Δεύτερον, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας και η Κεντρική Τράπεζα του Καναδά υπέγραψαν ένα συναλλαγματικό swap με λήξη στα τρία χρόνια για τελικό ποσό 30 δις καναδικά δολάρια (200 δις γιουάν).
Από τη στιγμή που η Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα (Fed) ολοκλήρωσε τα προγράμματά της που αφορούν την Ποσοτική Χαλάρωση (Quantitative Easing), διάφορες χώρες εκτέθηκαν σε υποτίμηση των νομισμάτων τους έναντι του αμερικάνικου: η Ιαπωνία και τα μέλη της Ευρωζώνης, όπως επίσης προηγμένες χώρες εξαγωγείς πρώτων υλών (commodities) όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, χωρίς να ξεχνάμε φυσικά, τις οικονομίες της περιφέρειας με μεγαλύτερες οικονομικές αδυναμίες.
Ωστόσο, η αμερικάνικη κυβέρνηση αντιστέκεται όλο και περισσότερο στην ανοχή της ανατίμησης του δολαρίου εξαιτίας των ποικίλων συνεπειών στην οικονομική ανάπτυξη. Αρκεί να θυμηθούμε ότι τις περασμένες εβδομάδες, η Fed ύψωσε τον τόνο των κριτικών της ενάντια στη διευκολυντική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Τράπεζας της Ιαπωνίας.
Γι’ αυτό, όλα φαίνονται να δείχνουν ότι οι νομισματικές εντάσεις θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες [3]. Ωστόσο, δια μέσου της συμφωνίας swap, η Κίνα και ο Καναδάς εγκαταλείπουν τη χρήση του δολαρίου κι έτσι μειώνονται τα αποτελέσματα της αστάθειας του συναλλάγματος όσον αφορά τις διμερείς ροές εμπορίου και επένδυσης.
Τρίτον, η κινέζικη κυβέρνηση παρείχε μερίδιο επένδυσης στους Καναδούς επιχειρηματίες για ποσό με όριο τα 50 δις γιουάν (8,2 δις δολάρια) για τη συμμετοχή στο Καθεστώς Ξένου Θεσμικού Επενδυτή σε Ρενμίνμπι (RQFII, αρχικά στ’αγγλικά) [4].
Μ’αυτόν τον τρόπο, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους επιχειρηματίες στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Φρανκφούρτη και το Λουξεμβούργο, έτσι και τώρα οι επενδυτές του Καναδά βασίζονται στην εγγύηση των ρυθμιστικών κινέζικων αρχών για την αγορά χρηματοοικονομικών στοιχείων σε γιουάν.
Δε χωρά αμφιβολία ότι οι συμφωνίες συνεργασίας ανάμεσα στην Κίνα και τον Καναδά έχουν καταλήξει σε εξαιρετικά αποτελέσματα, τόσο στη διερεύνηση του εμπορίου και της επένδυσης των καναδικών εταιρειών όσο και στην προετοιμασία του δρόμου για τη διεθνοποίηση του γιουάν με τη βοήθεια του Καναδά στη Βόρειο Αμερική.
Αναπόφευκτη συνέπεια της αυξανόμενης σημασίας της περιοχής της Ασίας και του Ειρηνικού στη βορειοαμερικάνικη περιοχή είναι ότι το γιουάν κατέχει σήμερα τη δεύτερη θέση (10,2%) στη σειρά κατάταξης των πιο χρησιμοποιούμενων νομισμάτων στον Καναδά στις συναλλαγές του με την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ: χρησιμοποιείται 8,5 φορές περισσότερο από το αμερικάνικο δολάριο (1,2%) και μονάχα το καναδικό δολάριο το ξεπερνάει (75,4%).
Σύμφωνα με τη Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication (SWIFT, αρχικά στ’αγγλικά), το Μάρτιο του 2015 οι καναδικές εταιρείες αύξησαν κατα 213% τις συναλλαγές τους σε γιουάν σε σχέση με το 2013 [5].
Τόσος είναι ο ενθουσιασμός που έχει προκαλέσει το κινέζικο νόμισμα στον Καναδά που στις 16 Ιουνίου θα λάβει χώρα για πρώτη φορά η Οικονομική Σύνοδος Κορυφής σχετικά με την περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού στο συνεδριακό κέντρο του Βανκούβερ, με την υποστήριξη των City AgeMedia, AdvantageBC και της Βρετανικής Κολομβίας [6].
Η συνάντηση ακαδημαϊκών και μελών της επιχειρηματικής ελίτ θα επιδιώξει την κατασκευή νέων δομών συνεργασίας με την Κίνα για να θέσει τη χρήση του γιουάν σε περισσότερες καναδικές πόλεις εκτός από το Τορόντο (Βανκούβερ, Μόντρεαλ και Κάλγκαρι είναι μερικές), και ταυτόχρονα, να παράσχει σεμινάρια κατάρτισης σε εξαγωγείς και εισαγωγείς για να μπορέσουν ν’αποκομίσουν τα μέγιστα οφέλη από τις συμφωνίες του Νοεμβρίου του 2014 [7].
Συμπερασματικά, ενώ ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αποτυγχάνει στην προσπάθειά του να ακυρώσει τους διπλωματικούς θριάμβους της κυβέρνησης του Xi Jinping σε παγκόσμια κλίμακα, οι Κινέζοι, οπλισμένοι όπως και ο «δούρειος ίππος», στον Καναδά εδραιώνουν τη διαδικασία της «γιουανοποίησης» στην «πίσω αυλή» του Λευκού Οίκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου