Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα τον ήλιο μεσ΄τα μάτια. Δεν άντεχα να τον βλέπω συνεχώς. Επέμενα να τον κοιτώ ώσπου να αισθανθώ κάψα , πόνο και δάκρυ. Ήθελα να μπει μέσα μου, να μου μιλήσει , να με καθαρίσει, να με καθαγιάνει. Να μου ξυπνήσει ό,τι εγώ δεν μπορούσα να βρω. Έκλεινα τα μάτια και τον ξανάβλεπα σε πολλές ακατάληπτες φιγούρες και μορφές. Η πιο αστεία ήταν μια ηλιογέννητη κατάλευκη όμορφη κότα στρουμπουλή. Χαμογέλασα με νόημα. Όσο και να ξαναπροσπάθησα να την ξαναδώ είχε χαθεί ανάμεσα σε άλλα πύρηνα σχήματα γνωστά και άγνωστα. Άρχισε να λιώνει η καρδιά μου κυλόντας σαν δάκρυ στα μάγουλά μου, και ήθελα να πνιγώ να λυτρωθώ μέσα σ' αυτό, αλλά δεν μπόρεσα. Πήγα και ξαπήγα να τον κοιτώ στα μάτια, ανάμεσα από φυλλώματα, κλαδιά και πευκοβελόνες, ώσπου μου είπε : ως δω. Κάθησα ν΄αρχινήσω να γράφω, να μην χαθούν της ανάγκης μου οι σκέψεις. Δύσκολα, αλλά επέμενα. Όλα μπροστά μου είχαν ήλιο και χαιρόμουν.
Ακούστηκε η φωνή του γυρολόγου "σίδερα παλιά αγοράζω" και σκέφτηκα τι θέση έχουν όλα αυτά εδώ, ετούτη την στιγμή. Έβαζα και ξανάβαζα το τραγουδάκι, να περπατεί επάνω του το τρέμουλο της καρδιάς μου και είπα καιρός να σταματήσω και εγώ εδώ. Αχ κόσμε σκοτεινέ νάβρισκα την άκρη να σε ξήλωνα................. Α.
Ακούστηκε η φωνή του γυρολόγου "σίδερα παλιά αγοράζω" και σκέφτηκα τι θέση έχουν όλα αυτά εδώ, ετούτη την στιγμή. Έβαζα και ξανάβαζα το τραγουδάκι, να περπατεί επάνω του το τρέμουλο της καρδιάς μου και είπα καιρός να σταματήσω και εγώ εδώ. Αχ κόσμε σκοτεινέ νάβρισκα την άκρη να σε ξήλωνα................. Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου