Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!
Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·
δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.
Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
(1908)
Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο
Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,
γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;
Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχη
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...
Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;
1896
Ἡ νίκη
Τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ ποιητῆ,ἐντὸς τοῦ Β´ παγκοσμίου πολέμου
Παιδιά μου ὁ πόλεμος,
γιὰ σᾶς περνάει θριαμβευτής·
τῶν ἄδικων ὁ πόλεμος
δὲν εἶν᾿ ἐκδικητής
εἶναι ὁ θυμὸς τῆς ἄνοιξης
καὶ τῆς δημιουργίας;
γιὰ σᾶς περνάει θριαμβευτής·
τῶν ἄδικων ὁ πόλεμος
δὲν εἶν᾿ ἐκδικητής
εἶναι ὁ θυμὸς τῆς ἄνοιξης
καὶ τῆς δημιουργίας;
Κι᾿ ἂν εἶναι, καὶ στὸν πόλεμο
μέσα ἡ ζωὴ θυσία,
ὁ τάφος εἶναι πέρασμα
πρὸς τὴν Ἀθανασία!
μέσα ἡ ζωὴ θυσία,
ὁ τάφος εἶναι πέρασμα
πρὸς τὴν Ἀθανασία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου