«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για
το μέλλον των λαών… Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη
λευχαιμίας». Δημήτρης Λιαντίνης
Τα
αρχαία ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι Έλληνες. Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση
σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα
ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι, τα αρχαία ελληνικά δεν θέλουν ούτε να τ’
ακούσουν. Και το χειρότερο είναι, πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η
πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.
Σήμερα
όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα αρχαία ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει
ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του.
Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες,
ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό
κατηγορούμενο. Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας
και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του
ιουδαϊκού όχλου. Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους
ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα,
δυσχέρεια ύπαρξης.
«Κύρος
ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους Έλληνες και όλους τους
δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του
χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.
Βέβαια,
για τα φορτία όλου αυτού του κακού, ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι Έλληνες
και τα κείμενά τους. Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: Οι
δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει, που
φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ. Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ
τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να
δασκαλίζουν. Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το
«Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα
τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!
Η
ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας
πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία
μας, όπως είναι φυσικό. Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο
επώδυνη και η πιο κολαστική, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός
και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές. Το
αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα
ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της
πανάρχαιας ελληνικής θάλασσας. Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε «das
uralte griechische Meer» (η αρχαία ελληνική θάλασσα), και έσκυβε την κεφαλή με
κατάνυξη.
Γιατί
τάχα. Και οι Ιταλοί στη γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την
αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο
πεδίο. Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του
κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;
Βέβαια
το φαινόμενο είναι σύνθετο και έχει πολλές αιτίες. Ωστόσο ο θεμελιώδης λόγος
εντοπίζεται στον εγκληματικό τρόπο, που μέσα από την παιδεία μεταβιβάζεται στις
νέες γενεές η κλασική παράδοση.
Να μη
μας το ειπούν, γιατί το γνωρίζουμε, πως εμείς δεν έχουμε Μ.Α.Ν. και A.E.G και Bosch.
Δεν
έχουμε Ι.Β.Μ. και Gross, και FIAT και
General Motors Corporation και Scotch
Whisky. Έχουμε
όμως μια παράδοση μεγάλη σαν τον Ειρηνικό και σαν τη Σιβηρία. Έχουμε τέτοιο τον
ήλιο και τη θάλασσα, που αν γνωρίζαμε να τα βοσκήσουμε και να τα αρμέγουμε, η
μικρή μας χώρα, τούτο το πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που έλεγε ο Σεφέρης, θα
ήταν εφτά φορές Ελβετία. Και μάλιστα μια Ελβετία χωρίς τα οικονομικά λύματα και
όλα τα κλοπιμαία του αιώνα που συσσωρεύουνται εκεί από κλέφτες τύπου Σάχη, και
Μάρκος, και Τσαουσέσκου. Όμως άλλα…
Η
προειδοποίηση του παλαιού Οδυσσέα να μη σφάξουν οι ναύτες τα γελάδια του Ήλιου,
ούτε από τους συντρόφους του καιρού του, ούτε από μας σήμερα λογαριάζεται. Όχι
μόνο τον ήλιο μας σφάζουμε, αλλά και τη θάλασσα μαστιγώνουμε, και τον αέρα τον
φτύνουμε στο πρόσωπο. Έγινε καυσαέριο πια.
Θέλω να
ειπώ πως ο ταξιτζής που κλέβει με το δεκαπλάσιο τον τουρίστα από το Ελληνικό ως
το Σύνταγμα, διαφημίζει την ελληνική παιδεία του. Και πως οι χώροι καθαριότητας
στα εστιατόρια που ζωντανεύουν τους σταύλους του παλιού Αυγεία, ζωγραφίζουν την
παιδεία των Ελλήνων.
Το κακό
με τους κλασικούς φιλολόγους, δεν είναι ότι στα αρχαία ελληνικά έβλεπαν λέξεις
μόνο. Το μεγάλο κρίμα ήταν πως απόκοψαν εντελώς το αντικείμενο που δίδασκαν,
από τη ζωή. Δεν μπορείς να σπέρνεις ρήματα και να ζητάς να θερίσεις στάχυα. Δεν
μπορείς να πας στον κρεοπώλη και να του ειπείς: «Δώσ’ μου ένα κιλό κρέας από
“μήλο”». Γιατί, πού να το ξέρει ο άνθρωπος ότι το αρνί, στ’ αρχαία το λέγανε
«μήλο». Πώς του ζητάς, λοιπόν, ν’ ανακατέψει στο χάλκινο λεβέτι, τα κρέατα του
λαγού και της χελώνας, όπως έκαμε κάποτε το χρηστήριο του Απόλλωνα;
Θέλω να
ειπώ, πως η προσήλωση των φιλολόγων στον αρχαίο κόσμο ήταν τόσο αλλοίθωρη, ώστε
να παραβλέπεται εντελώς η άμεση ζωή με τα προβλήματα και τις ανάγκες της. Οι
κλασικοί φιλόλογοι έμοιαζαν να ζούνε με τις σκιές και τα φαντάσματα. Σαν
έπαιρνε να βραδυάζει, κατέβαιναν ακροποδητί σε κάποια σαρκοφάγο και ξάπλωναν
αγκαλιά με τα κόκαλα και με τον ανάγλυφο διάκοσμο των επιφανειών.
Στο
σημείο αυτό η ευθύνη των φιλολόγων, και εννοώ πρώτα τους πανεπιστημιακούς, πέρα
από το που τους έλειπε το σθένος, έχει την αιτία της σε έδαφος και σε
αφορμήσεις κοινωνικές και πολιτικές. Το κοινωνικό κατεστημένο, έτσι καθώς
ερχόταν από τον καιρό της δημογεροντίας και της γιανιτσαριάς, μερίμνησε να
περιλάβει στην κλειστή του κάστα, τους δάσκαλους των δασκάλων των παιδιών μας.
Έτσι μέσω της παιδείας, δρομολογημένης κατάλληλα, θα πετύχαινε να στερεώνει και
να συντηρεί τα προνόμια του.
(Και με
την ευκαιρία, λέω πως ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί τις προσφωνήσεις
«Λογιότατε», «Εντιμότατε», «Γενναιότατε», «Σεβασμιότατε», «Εξοχότατε» -αφήνω
εκείνο το δύσοσμο «Μεγαλειότατε»-, δεν τις απηύθυνε ποτέ του κάποιος στον
γεωργό, στον βοσκό, στον θαλασσινό, στον χτίστη. Και η απορία αυτή, έγινε βαθύ
σκοτάδι για μένα, όταν διάβασα γραμμένο στον «Αιμίλιο» του Ρουσσώ, πως η
ευγενικότερη απ’ όλες τις ανθρώπινες ασχολίες, είναι η γεωργική τέχνη.
Από:
«Τα Ελληνικά» (Δημήτρης Λιαντίνης) http://www.pare-dose.net/?p=4664
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου