φωτογραφία από press
Γράφει ο Δ. Βουλγαρίδης
Αυτό που όλοι μας ονομάζουμε «σύστημα» το οποίο άθελά μας καλύπτουμε με ένα πέπλο ομίχλης και μυστηρίου – αφού δεν το προσδιορίζουμε – έχει υπόσταση, είναι συγκεκριμένο. Μπορεί η ολιγαρχία να το καλύπτει επιμελώς, μπορεί οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης να μας παραπλανούν εμφανίζοντας τα αποτελέσματα ως αίτια, μπορεί να στρέφουν την προσοχή μας αλλού δείχνοντας μας μόνο πρόσωπα ως ενόχους, αλλά ποτέ δεν αναδεικνύεται η αιτία του προβλήματος.
Είναι δεδομένο ότι το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας, την κατάντησε οικονομικό ράκος και διεθνή επαίτη. Ωστόσο πέρα από την άποψη αυτών που προσπαθούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, το πρόβλημα είναι καθαρά λειτουργίας δημοκρατικών αρχών και δεν μπορεί να λυθεί αν δεν το δούμε στη σωστή του διάσταση. Όσο λοιπόν στρέφουν την προσοχή μας σε πρόσωπα – τα οποία χωρίς καμία εξαίρεση είναι αναλώσιμα – κρατούν στο απυρόβλητο την μήτρα του ολιγαρχικού συστήματος εξουσίας, το στήριγμα της πολιτικής και οικονομικής κοινοπραξίας.
Δεν μπορούμε λοιπόν με αποσπασματικά μέτρα να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα χωρίς να προσεγγίσουμε την πηγή του, η οποία είναι το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας. Γιατί το Σύνταγμα είναι αυτό που αφενός εξασφαλίζει την ασυδοσία του πολιτικού προσωπικού και αφετέρου επιτρέπει την καταστρατήγησή άρθρων του, από νόμους που ψηφίζει η εκάστοτε κυβέρνηση (εκτελεστική εξουσία).
Έτσι από θεμελιώδης νόμος μετατράπηκε σε ευχολόγιο χωρίς καμία ουσία. Στην πράξη τίποτα δεν είναι αντισυνταγματικό γιατί το ίδιο το σύνταγμα επιτρέπει στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νόμους – ή ακόμα και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου – που να είναι σε αντίθεση ακόμα και με θεμελιώδη άρθρα του.
Πρώτα η ευχή και μετά ακολουθεί το «όπως νόμος ορίζει». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Σύνταγμα μας η φράση «νόμος ορίζει» αναφέρεται 127 φορές και η φράση «ορίζει ο νόμος» άλλες 10. Δηλαδή ένα Σύνταγμα με 120 άρθρα, παρέχει 137 φορές την δυνατότητα στη εκτελεστική εξουσία να περάσει από τη Βουλή και να εφαρμόσει το νόμο που την εξυπηρετεί.
Το πρόσφατο θέμα της επιστράτευσης των εργαζομένων του Μετρό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ας δούμε λοιπόν τι λέει το Σύνταγμα:
Στο Άρθρο 18 (Προστασία της ιδιοκτησίας, ειδικές περιπτώσεις, επίταξη) στην παράγραφο 3: «Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία».
Στο Άρθρο 22 (Προστασία της εργασίας) στην παράγραφο 4: «Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται.
Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών».
Στο Άρθρο 23: (Συνδικαλιστική ελευθερία) στην παράγραφο 2: «H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.
Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.»
Όμως τρία(3) άρθρα του Συντάγματος καταργούνται στην πράξη με ένα νομοθετικό διάταγμα – Ν.Δ.17/1974 Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτου Ανάγκης (Π.Σ.Ε.Α.) (ΦΕΚ Α΄ 236/1974).
Μάλιστα το Νομοθετικό Διάταγμα 17/1974 εκδόθηκε πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975.
Όμως ποιος θα αποφασίσει αν ο νόμος είναι αντισυνταγματικός; Η δικαστική εξουσία. Ποιος θα αποφασίσει αν μία απεργία είναι νόμιμη; Πάλι η δικαστική εξουσία. Ποιος μπορεί να ελέγξει την νομιμότητα των ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας; Φυσικά μία ανεξάρτητη δικαστική εξουσία.
Το Σύνταγμα λοιπόν, στο 1ο άρθρο ορίζει την μορφή του πολιτεύματος και θέτει ως βασικό κανόνα λειτουργίας της Δημοκρατίας μας την ανεξαρτησία των εξουσιών, ενώ παράλληλα επιτάσσει όλες οι εξουσίες να πηγάζουν από το λαό. Επίσης στο άρθρο 26 (Διάκριση των εξουσιών) ορίζει ισότιμες την δικαστική, τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.
Όμως στο άρθρο 90 παράγραφος 5 ουσιαστικά αναιρεί το πλέον θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος – αυτό του πολιτεύματος (1ο) -και ορίζει ότι: “Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως ο νόμος ορίζει”.
Σήμερα λοιπόν – σύμφωνα με τον Ν. 3841/2010 – οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Έτσι λοιπόν το μόνο που προβλέπει το σύνταγμα για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι αφενός να δώσει την ευχή του και αφετέρου να ορίσει ότι οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων θα διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση δηλαδή την εκτελεστική εξουσία.
Κυβέρνηση, και διαμορφωτές της κοινής γνώμης μας μιλούν για νομιμότητα, δικαιοσύνη, τάξη και ηθική. Μάλιστα ρωτούν επίμονα όποιον τολμήσει να αντιδράσει, αν σέβεται τους νόμους; …τις δικαστικές αποφάσεις; …την κοινωνία; …τη Δημοκρατία;
Όμως πριν απαντηθούν τα παραπάνω, θα πρέπει να απαντηθούν πρώτα κάποια άλλα ερωτήματα:
Μήπως το σύνταγμα επιτρέπει στην κυβέρνηση να λειτουργεί ολιγαρχικά, ενώ παράλληλα της προσφέρει ένα μανδύα νομιμότητας και Δημοκρατίας;
Μήπως είναι το σύνταγμα αυτό που επέβαλε το ακαταδίωκτο του πολιτικού προσωπικού; Μήπως νομιμοποίησε τον ολιγαρχικό και ανεξέλεγκτο τρόπο άσκησης της εξουσίας και προκάλεσε την ασυδοσία των κυβερνόντων; Μήπως επέτρεψε στην κυβέρνηση να κυριαρχεί στην νομοθετική εξουσία και ουσιαστικά να ελέγχει την έκδοση των νόμων; Μήπως θεσμοθέτησε την κυριαρχία της κυβέρνησης στη δικαστική εξουσία και ουσιαστικά ακρωτηρίασε την ανεξαρτησία της; Μήπως παρεμπόδισε κάθε παρέμβαση των πολιτών στην διακυβέρνηση της χώρας;
Μήπως τελικά ο θεμελιώδης νόμος – επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας – παρέχει τις ίδιες δυνατότητες σε μία κυβέρνηση, που θεωρείται δημοκρατική, με αυτές που θα διέθετε και μία δικτατορική;
Γράφει ο Δ. Βουλγαρίδης
Αυτό που όλοι μας ονομάζουμε «σύστημα» το οποίο άθελά μας καλύπτουμε με ένα πέπλο ομίχλης και μυστηρίου – αφού δεν το προσδιορίζουμε – έχει υπόσταση, είναι συγκεκριμένο. Μπορεί η ολιγαρχία να το καλύπτει επιμελώς, μπορεί οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης να μας παραπλανούν εμφανίζοντας τα αποτελέσματα ως αίτια, μπορεί να στρέφουν την προσοχή μας αλλού δείχνοντας μας μόνο πρόσωπα ως ενόχους, αλλά ποτέ δεν αναδεικνύεται η αιτία του προβλήματος.
Είναι δεδομένο ότι το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας, την κατάντησε οικονομικό ράκος και διεθνή επαίτη. Ωστόσο πέρα από την άποψη αυτών που προσπαθούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, το πρόβλημα είναι καθαρά λειτουργίας δημοκρατικών αρχών και δεν μπορεί να λυθεί αν δεν το δούμε στη σωστή του διάσταση. Όσο λοιπόν στρέφουν την προσοχή μας σε πρόσωπα – τα οποία χωρίς καμία εξαίρεση είναι αναλώσιμα – κρατούν στο απυρόβλητο την μήτρα του ολιγαρχικού συστήματος εξουσίας, το στήριγμα της πολιτικής και οικονομικής κοινοπραξίας.
Δεν μπορούμε λοιπόν με αποσπασματικά μέτρα να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα χωρίς να προσεγγίσουμε την πηγή του, η οποία είναι το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας. Γιατί το Σύνταγμα είναι αυτό που αφενός εξασφαλίζει την ασυδοσία του πολιτικού προσωπικού και αφετέρου επιτρέπει την καταστρατήγησή άρθρων του, από νόμους που ψηφίζει η εκάστοτε κυβέρνηση (εκτελεστική εξουσία).
Έτσι από θεμελιώδης νόμος μετατράπηκε σε ευχολόγιο χωρίς καμία ουσία. Στην πράξη τίποτα δεν είναι αντισυνταγματικό γιατί το ίδιο το σύνταγμα επιτρέπει στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νόμους – ή ακόμα και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου – που να είναι σε αντίθεση ακόμα και με θεμελιώδη άρθρα του.
Πρώτα η ευχή και μετά ακολουθεί το «όπως νόμος ορίζει». Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Σύνταγμα μας η φράση «νόμος ορίζει» αναφέρεται 127 φορές και η φράση «ορίζει ο νόμος» άλλες 10. Δηλαδή ένα Σύνταγμα με 120 άρθρα, παρέχει 137 φορές την δυνατότητα στη εκτελεστική εξουσία να περάσει από τη Βουλή και να εφαρμόσει το νόμο που την εξυπηρετεί.
Το πρόσφατο θέμα της επιστράτευσης των εργαζομένων του Μετρό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ας δούμε λοιπόν τι λέει το Σύνταγμα:
Στο Άρθρο 18 (Προστασία της ιδιοκτησίας, ειδικές περιπτώσεις, επίταξη) στην παράγραφο 3: «Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία».
Στο Άρθρο 22 (Προστασία της εργασίας) στην παράγραφο 4: «Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται.
Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών».
Στο Άρθρο 23: (Συνδικαλιστική ελευθερία) στην παράγραφο 2: «H απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων.
Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.»
Όμως τρία(3) άρθρα του Συντάγματος καταργούνται στην πράξη με ένα νομοθετικό διάταγμα – Ν.Δ.17/1974 Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτου Ανάγκης (Π.Σ.Ε.Α.) (ΦΕΚ Α΄ 236/1974).
Μάλιστα το Νομοθετικό Διάταγμα 17/1974 εκδόθηκε πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975.
Όμως ποιος θα αποφασίσει αν ο νόμος είναι αντισυνταγματικός; Η δικαστική εξουσία. Ποιος θα αποφασίσει αν μία απεργία είναι νόμιμη; Πάλι η δικαστική εξουσία. Ποιος μπορεί να ελέγξει την νομιμότητα των ενεργειών της εκτελεστικής εξουσίας; Φυσικά μία ανεξάρτητη δικαστική εξουσία.
Το Σύνταγμα λοιπόν, στο 1ο άρθρο ορίζει την μορφή του πολιτεύματος και θέτει ως βασικό κανόνα λειτουργίας της Δημοκρατίας μας την ανεξαρτησία των εξουσιών, ενώ παράλληλα επιτάσσει όλες οι εξουσίες να πηγάζουν από το λαό. Επίσης στο άρθρο 26 (Διάκριση των εξουσιών) ορίζει ισότιμες την δικαστική, τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.
Όμως στο άρθρο 90 παράγραφος 5 ουσιαστικά αναιρεί το πλέον θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος – αυτό του πολιτεύματος (1ο) -και ορίζει ότι: “Οι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως ο νόμος ορίζει”.
Σήμερα λοιπόν – σύμφωνα με τον Ν. 3841/2010 – οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Έτσι λοιπόν το μόνο που προβλέπει το σύνταγμα για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι αφενός να δώσει την ευχή του και αφετέρου να ορίσει ότι οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων θα διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση δηλαδή την εκτελεστική εξουσία.
Κυβέρνηση, και διαμορφωτές της κοινής γνώμης μας μιλούν για νομιμότητα, δικαιοσύνη, τάξη και ηθική. Μάλιστα ρωτούν επίμονα όποιον τολμήσει να αντιδράσει, αν σέβεται τους νόμους; …τις δικαστικές αποφάσεις; …την κοινωνία; …τη Δημοκρατία;
Όμως πριν απαντηθούν τα παραπάνω, θα πρέπει να απαντηθούν πρώτα κάποια άλλα ερωτήματα:
Μήπως το σύνταγμα επιτρέπει στην κυβέρνηση να λειτουργεί ολιγαρχικά, ενώ παράλληλα της προσφέρει ένα μανδύα νομιμότητας και Δημοκρατίας;
Μήπως είναι το σύνταγμα αυτό που επέβαλε το ακαταδίωκτο του πολιτικού προσωπικού; Μήπως νομιμοποίησε τον ολιγαρχικό και ανεξέλεγκτο τρόπο άσκησης της εξουσίας και προκάλεσε την ασυδοσία των κυβερνόντων; Μήπως επέτρεψε στην κυβέρνηση να κυριαρχεί στην νομοθετική εξουσία και ουσιαστικά να ελέγχει την έκδοση των νόμων; Μήπως θεσμοθέτησε την κυριαρχία της κυβέρνησης στη δικαστική εξουσία και ουσιαστικά ακρωτηρίασε την ανεξαρτησία της; Μήπως παρεμπόδισε κάθε παρέμβαση των πολιτών στην διακυβέρνηση της χώρας;
Μήπως τελικά ο θεμελιώδης νόμος – επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας – παρέχει τις ίδιες δυνατότητες σε μία κυβέρνηση, που θεωρείται δημοκρατική, με αυτές που θα διέθετε και μία δικτατορική;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου