Η ελληνική πολιτική ηγεσία έχει κάνει
ένα μεγάλο λάθος τα τελευταία χρόνια, που διαπραγματεύεται με τη
Γερμανία για το ζήτημα των δανειακών της υποχρεώσεων. Ποιό; Δεν ζήτησε
να αγοράσει την τεχνογνωσία τους, καθώς η Γερμανία στην πραγματικότητα
είναι ο μεγαλύτερος μπαταχτσής στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία. Ίσως
είναι η μοναδική χώρα η οποία κατάφερε να έχει οφειλές 132 δις. χρυσών
γερμανικών μάρκων (αξίες του 1921) και τελικά κατέβαλλε λιγότερα από 10
δις. και όλα αυτά, χωρίς να αντιμετωπίσει το μένος και τα αντίποινα των
πιστωτών της. Στην πραγματικότητα, η χώρα που κυβερνά η κυρία Μέρκελ και
ο κ. Σόϊμπλε, κουβαλά μία απίστευτη ιστορία αθέτησης υποχρεώσεων και
υπογραφών, που όμοιά της δεν έχει η επιδείξει η ευρωπαϊκή ιστορία.
Το ωραιότερο είναι ότι οι αποφάσεις αθέτησης πάρθηκαν από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ελέγχονταν άμεσα ή έμμεσα από σοσιαλδημοκράτες. Όλα αυτά για τα οποία κατηγορείται σήμερα η Ελλάδα από τη γερμανική κυβέρνηση, τα έχουν εφαρμόσει κατά γράμμα οι πολιτικοί τους πρόγονοι. Και το πιο σπουδαίο, ότι οι γερμανοί φίλοι μας «κατάφεραν» να πετάξουν το χρέος τους σε περίπου 10 χρόνια, ενώ οι ´Ελληνες ακόμα και πριν μερικά χρόνια πλήρωναν για τα δάνεια του 1821, τα οποία δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα. Η «συνταγή» που ακολούθησαν, απλή και συνηθισμένη. Υπογράφουμε και κατόπιν αθετούμε την υπογραφή και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, ακολουθώντας τη μέθοδο της σαλαμοποίησης.
Η ιστορία ξεκινά το 1919. Τότε υπογράφεται η συνθήκη των Βερσαλλιών, με την οποία έληξε ο Α ´παγκόσμιος πόλεμος. Η συνθήκη που υπεγράφη τον Ιούνιο 1919, προκειμένου να ενισχύσει νομικά το αίτημα των επανορθώσεων, έθετε το νομικό όρο της «ενοχής για τον πόλεμο». Πρόθεση των νικητών ήταν με τον τρόπο αυτό να αποσυνδέσουν τις υποχρεώσεις της χώρας από τους εκάστοτε Κυβερνήτες της. Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνονταν η διαχρονική ευθύνη της χώρας ανεξαρτήτως καθεστώτος. Αν και η νομική αυτή ερμηνεία πρόσφερε στους νικητές επιχειρήματα για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων μπορεί να έφθανε στο σύνολο του οικονομικού κόστους που είχαν, από την άλλη πλευρά έδινε στους Γερμανούς ένα καταρχήν ηθικό και κατά δεύτερον νομικό επιχείρημα, να αμφισβητήσουν το ύψος των επανορθώσεων.
Το επόμενο βήμα ήταν ο καθορισμός του ύψους των αποζημιώσεων. Γι ´αυτό χρειάστηκε να περάσουν περίπου 2 χρόνια. Εκμεταλλεύτηκαν τις ιδιαιτερότητες, αλλά και τις σύνθετες οικονομικές σχέσεις που είχαν μεταξύ τους οι σύμμαχοι. Για παράδειγμα, η προτεραιότητα των Γάλλων ήταν φυσικοί πόροι (άνθρακας και ξυλεία) για τη αποκατάσταση των κατεστραμμένων περιοχών, αλλά και χρήματα για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών τους προβλημάτων. Οι Βρετανοί από την άλλη πλευρά, δεν απαιτούσαν μόνο τα ποσά για την αποκατάσταση των φυσικών φθορών, αλλά και τα ποσά των συντάξεων σε χήρες, ορφανά και αναπήρους πολέμου. Από την άλλη αναζητούσαν πόρους για να πληρώσουν τα δάνεια που όφειλαν στις ΗΠΑ, καθώς ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Χάρντινγκ απαιτούσε την εξυπηρέτηση τους με το επιχείρημα : «Δανείστηκαν τα χρήματα, έτσι δεν είναι;» Σε ένα τέτοιο πλαίσιο απαιτήσεων η στάση της Βρετανίας βασίζονταν στη δυνατότητα αποπληρωμής, ενώ των Γάλλων στο χρόνο αποπληρωμής.
Το Μάιο (5/5) 1921, ο Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George εν ονόματι των συμμάχων, επέδωσε τελεσίγραφο στον Γερμανό πρέσβη στο Λονδίνο, σύμφωνα με το οποίο το ύψος των επανορθώσεων έφθανε τα 132 δις. χρυσά μάρκα και σε αυτά θα έπρεπε να προστεθεί μία αποζημίωση 6 δις. στο Βέλγιο. Η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει το πρώτο δισεκατομμύριο εντός 25 ημερών, ενώ αξίωναν και την άμεση πληρωμή ενός ποσού 12 δις. που έγινε ληξιπρόθεσμο την 1η Μαίου. Η γερμανική κυβέρνηση παραιτείται και η κυβέρνηση συνασπισμού (σοσιαλδημοκράτες, κόμμα του κέντρου και το γερμανικό δημοκρατικό κόμμα) που τη διαδέχεται, σχεδιάζει μία στάση : την «πολιτική της εκπλήρωσης». Τι σήμαινε αυτό; Ότι θα αποδέχονταν τις υποχρεώσεις αλλά θα προσπαθούσαν να προβάλλουν την αδυναμία συγκέντρωσης του απαιτούμενου ποσού των δόσεων. Με τον τρόπο αυτό θα αποδείκνυαν τον παραλογισμό της πολιτικής των επανορθώσεων!!!
Η αλήθεια ήταν ότι η Γερμανία αδυνατούσε να συγκεντρώσει ακόμα και το ποσό του 1 δις που έληγε στις 30 Μαίου. Στα τέλη του ίδιου χρόνου, οι Γερμανοί δήλωσαν την αδυναμία τους να πληρώσουν την ετήσια δόση και ζήτησαν την αναστολή της πληρωμής. Η στάση αυτή πέρασε χωρίς συνέπειες και φθάσαμε ενάμιση χρόνο αργότερα. Τότε στη Γερμανία κυβερνούσε μία κυβέρνηση τεχνοκρατών, με πρωθυπουργό τον Cuno (επιχειρηματίας). Ήταν δηλαδή κάτι παραπλήσιο με την Κυβέρνηση Παπαδήμου.
Technics GROUP-AλΦΑ Services OE.tm.
Ο Γερμανός τεχνοκράτης δήλωσε για μία ακόμα φορά την αθέτηση της πληρωμής των επανορθώσεων προς τη Γαλλία. Η απάντηση της άλλης πλευράς δεν άργησε. Στις 11/1/1923 η Γαλλία και το Βέλγιο καταλαμβάνουν την περιοχή του Ρούρ, λόγω της αθέτησης της υποχρέωσης από τη Γερμανία να παραδώσει ξυλεία, τηλεγραφικούς στύλους και άνθρακα. Η γερμανική κυβέρνηση των τεχνοκρατών, φορτώνει την ευθύνη της «αμέλειας» στην προηγούμενη Κυβέρνηση (Wirth) η οποία ακολούθησε την πολιτική : «πρώτα ψωμί, μετά επανορθώσεις». Στην κατοχή του Ρούρ η Γερμανία απάντησε με την πολιτική της «παθητικής αντίστασης», η οποία βασίζονταν στην άρνηση εκτέλεσης των εντολών των κατακτητών.
Αποτέλεσμα, δύο χρόνια μετά το τελεσίγραφο, Γάλλοι και Βέλγοι δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα, λόγω του μποϋκοτάζ. Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση των τεχνοκρατών παραιτήθηκε, ενώ η οικονομία πλήττονταν από τον υπερπληθωρισμό. Παρόλα αυτά, οι Γερμανοί πολιτικοί, εξακολουθούσαν αταλάντευτα να ακολουθούν την ίδια πολιτική στις επανορθώσεις. Η κυβέρνηση Στρέζεμαν που τη διαδέχθηκε, χρησιμοποίησε τις επανορθώσεις ως μέσο για την ανάκτηση της γερμανικής ισχύος, δηλαδή προσπάθησε να δείξει ότι κάνει προσπάθειες για να εκπληρώσει τους όρους των συνθηκών που είχαν υπογράψει, αλλά η οικονομική κατάσταση δεν το έκανε εφικτό...
Χωρίς να πληρώνουν φθάνουμε αισίως το 1924. Η Γερμανία πλήττεται από πολιτική αστάθεια (8-9/11/1923 ο Χίτλερ έκανε πραξικόπημα στο Μόναχο), ενώ στη Γαλλία, υπάρχει πολιτική αναστάτωση λόγω κυρίως του πληθωρισμού. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Πουνκαρέ, άρχισε να αναζητά λύσεις που θα του επέτρεπαν να εισπράξει κάποια χρήματα από τις επανορθώσεις, αντί να τα χάσει όλα. Έτσι, στις 25/10/1924, ο Γάλλος πρωθυπουργός πληροφορούσε τους Βρετανούς ότι ήταν πρόθυμος να συμφωνήσει στην αναθεώρηση του ζητήματος των επανορθώσεων. Με την πρόταση που προέβλεπε τη σύσταση επιτροπών που θα εξέταζαν το θέμα των επανορθώσεων, συμφώνησαν η Βρετανία και ΗΠΑ. Επικεφαλής ήταν ο αμερικανός τραπεζίτης Τσαρλς Ντόουζ. Η Γερμανία είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο στον αγώνα να μη πληρώσει.
Η ιστορία δεν σταματά εκεί. Στη Γαλλία έγιναν εκλογές και ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός, ο Herriot, αποδέχθηκε την «ρήτρα ανάπτυξης», δηλαδή ότι η Γερμανία έπρεπε να πληρώνει με βάση την οικονομική της ανάπτυξη (σ.σ. αυτό ακριβώς που σήμερα η κυρία Μέρκελ αρνείται στην Ελλάδα). Στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί το σχέδιο Ντοούζ, που μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι οι απαιτήσεις των 132 δις. υπερέβαιναν κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας και θα έπρεπε να προστατευτεί η νομισματική σταθερότητα της χώρας. Για το λόγο αυτό πρότεινε, την καταβολή ετήσιας δόσης 1 δις. που θα έφθανε τα 2,5 δις. μέσα σε πέντε χρόνια. Ως εγγυήσεις για την ορθή εκτέλεση της συμφωνίας πρότεινε, να δοθούν οι γερμανικοί σιδηρόδρομοι καθώς και να υποθηκευτούν ορισμένα κρατικά έσοδα. Ο γερμανικός θρίαμβος ολοκληρώθηκε με συμφωνία παροχής δανείων στη Γερμανία που θα έβαζαν μπροστά τη γερμανική οικονομία.
Η Γερμανία είχε κερδίσει και το δεύτερο γύρο. Θα πλήρωνε ψίχουλα και αυτά από τα δάνεια που θα της χορηγούσαν οι πιστωτές της !!! Ο θρίαμβος ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από πέντε χρόνια.
Τον Φεβρουάριο του 1929 είχαν ξεκινήσει στο Παρίσι οι διαπραγματεύσεις για το ζήτημα των επανορθώσεων. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο σχέδιο Γιανγκ, το οποίο προέβλεπε ότι η Γερμανία θα συνέχιζε να αποπληρώνει έως το 1988. Δεν θα υπήρχε εποπτεία, αλλά ούτε και ενεχυρίαση. Σε περίπτωση που η Γερμανία δυσκολεύονταν να πληρώσει δόσεις, θα μπορούσε να προσφύγει σε μία διεθνή επιτροπή που θα έλυνε το θέμα. Επίσης ανέφερε ότι σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αποδέχονταν τη μείωση των ποσών που τους χρώσταγαν οι συμμαχικές χώρες, τότε τα 2/3 της μείωσης θα αφαιρούνταν από τις επανορθώσεις…. …
Τα υπόλοιπα διευθετήθηκαν από τον Χίτλερ που ήταν ήδη στο προθάλαμο της εξουσίας
Το ωραιότερο είναι ότι οι αποφάσεις αθέτησης πάρθηκαν από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ελέγχονταν άμεσα ή έμμεσα από σοσιαλδημοκράτες. Όλα αυτά για τα οποία κατηγορείται σήμερα η Ελλάδα από τη γερμανική κυβέρνηση, τα έχουν εφαρμόσει κατά γράμμα οι πολιτικοί τους πρόγονοι. Και το πιο σπουδαίο, ότι οι γερμανοί φίλοι μας «κατάφεραν» να πετάξουν το χρέος τους σε περίπου 10 χρόνια, ενώ οι ´Ελληνες ακόμα και πριν μερικά χρόνια πλήρωναν για τα δάνεια του 1821, τα οποία δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα. Η «συνταγή» που ακολούθησαν, απλή και συνηθισμένη. Υπογράφουμε και κατόπιν αθετούμε την υπογραφή και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, ακολουθώντας τη μέθοδο της σαλαμοποίησης.
Η ιστορία ξεκινά το 1919. Τότε υπογράφεται η συνθήκη των Βερσαλλιών, με την οποία έληξε ο Α ´παγκόσμιος πόλεμος. Η συνθήκη που υπεγράφη τον Ιούνιο 1919, προκειμένου να ενισχύσει νομικά το αίτημα των επανορθώσεων, έθετε το νομικό όρο της «ενοχής για τον πόλεμο». Πρόθεση των νικητών ήταν με τον τρόπο αυτό να αποσυνδέσουν τις υποχρεώσεις της χώρας από τους εκάστοτε Κυβερνήτες της. Με τον τρόπο αυτό, επιβεβαιώνονταν η διαχρονική ευθύνη της χώρας ανεξαρτήτως καθεστώτος. Αν και η νομική αυτή ερμηνεία πρόσφερε στους νικητές επιχειρήματα για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων μπορεί να έφθανε στο σύνολο του οικονομικού κόστους που είχαν, από την άλλη πλευρά έδινε στους Γερμανούς ένα καταρχήν ηθικό και κατά δεύτερον νομικό επιχείρημα, να αμφισβητήσουν το ύψος των επανορθώσεων.
Το επόμενο βήμα ήταν ο καθορισμός του ύψους των αποζημιώσεων. Γι ´αυτό χρειάστηκε να περάσουν περίπου 2 χρόνια. Εκμεταλλεύτηκαν τις ιδιαιτερότητες, αλλά και τις σύνθετες οικονομικές σχέσεις που είχαν μεταξύ τους οι σύμμαχοι. Για παράδειγμα, η προτεραιότητα των Γάλλων ήταν φυσικοί πόροι (άνθρακας και ξυλεία) για τη αποκατάσταση των κατεστραμμένων περιοχών, αλλά και χρήματα για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών τους προβλημάτων. Οι Βρετανοί από την άλλη πλευρά, δεν απαιτούσαν μόνο τα ποσά για την αποκατάσταση των φυσικών φθορών, αλλά και τα ποσά των συντάξεων σε χήρες, ορφανά και αναπήρους πολέμου. Από την άλλη αναζητούσαν πόρους για να πληρώσουν τα δάνεια που όφειλαν στις ΗΠΑ, καθώς ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Χάρντινγκ απαιτούσε την εξυπηρέτηση τους με το επιχείρημα : «Δανείστηκαν τα χρήματα, έτσι δεν είναι;» Σε ένα τέτοιο πλαίσιο απαιτήσεων η στάση της Βρετανίας βασίζονταν στη δυνατότητα αποπληρωμής, ενώ των Γάλλων στο χρόνο αποπληρωμής.
Το Μάιο (5/5) 1921, ο Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George εν ονόματι των συμμάχων, επέδωσε τελεσίγραφο στον Γερμανό πρέσβη στο Λονδίνο, σύμφωνα με το οποίο το ύψος των επανορθώσεων έφθανε τα 132 δις. χρυσά μάρκα και σε αυτά θα έπρεπε να προστεθεί μία αποζημίωση 6 δις. στο Βέλγιο. Η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει το πρώτο δισεκατομμύριο εντός 25 ημερών, ενώ αξίωναν και την άμεση πληρωμή ενός ποσού 12 δις. που έγινε ληξιπρόθεσμο την 1η Μαίου. Η γερμανική κυβέρνηση παραιτείται και η κυβέρνηση συνασπισμού (σοσιαλδημοκράτες, κόμμα του κέντρου και το γερμανικό δημοκρατικό κόμμα) που τη διαδέχεται, σχεδιάζει μία στάση : την «πολιτική της εκπλήρωσης». Τι σήμαινε αυτό; Ότι θα αποδέχονταν τις υποχρεώσεις αλλά θα προσπαθούσαν να προβάλλουν την αδυναμία συγκέντρωσης του απαιτούμενου ποσού των δόσεων. Με τον τρόπο αυτό θα αποδείκνυαν τον παραλογισμό της πολιτικής των επανορθώσεων!!!
Η αλήθεια ήταν ότι η Γερμανία αδυνατούσε να συγκεντρώσει ακόμα και το ποσό του 1 δις που έληγε στις 30 Μαίου. Στα τέλη του ίδιου χρόνου, οι Γερμανοί δήλωσαν την αδυναμία τους να πληρώσουν την ετήσια δόση και ζήτησαν την αναστολή της πληρωμής. Η στάση αυτή πέρασε χωρίς συνέπειες και φθάσαμε ενάμιση χρόνο αργότερα. Τότε στη Γερμανία κυβερνούσε μία κυβέρνηση τεχνοκρατών, με πρωθυπουργό τον Cuno (επιχειρηματίας). Ήταν δηλαδή κάτι παραπλήσιο με την Κυβέρνηση Παπαδήμου.
Technics GROUP-AλΦΑ Services OE.tm.
Ο Γερμανός τεχνοκράτης δήλωσε για μία ακόμα φορά την αθέτηση της πληρωμής των επανορθώσεων προς τη Γαλλία. Η απάντηση της άλλης πλευράς δεν άργησε. Στις 11/1/1923 η Γαλλία και το Βέλγιο καταλαμβάνουν την περιοχή του Ρούρ, λόγω της αθέτησης της υποχρέωσης από τη Γερμανία να παραδώσει ξυλεία, τηλεγραφικούς στύλους και άνθρακα. Η γερμανική κυβέρνηση των τεχνοκρατών, φορτώνει την ευθύνη της «αμέλειας» στην προηγούμενη Κυβέρνηση (Wirth) η οποία ακολούθησε την πολιτική : «πρώτα ψωμί, μετά επανορθώσεις». Στην κατοχή του Ρούρ η Γερμανία απάντησε με την πολιτική της «παθητικής αντίστασης», η οποία βασίζονταν στην άρνηση εκτέλεσης των εντολών των κατακτητών.
Αποτέλεσμα, δύο χρόνια μετά το τελεσίγραφο, Γάλλοι και Βέλγοι δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα, λόγω του μποϋκοτάζ. Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση των τεχνοκρατών παραιτήθηκε, ενώ η οικονομία πλήττονταν από τον υπερπληθωρισμό. Παρόλα αυτά, οι Γερμανοί πολιτικοί, εξακολουθούσαν αταλάντευτα να ακολουθούν την ίδια πολιτική στις επανορθώσεις. Η κυβέρνηση Στρέζεμαν που τη διαδέχθηκε, χρησιμοποίησε τις επανορθώσεις ως μέσο για την ανάκτηση της γερμανικής ισχύος, δηλαδή προσπάθησε να δείξει ότι κάνει προσπάθειες για να εκπληρώσει τους όρους των συνθηκών που είχαν υπογράψει, αλλά η οικονομική κατάσταση δεν το έκανε εφικτό...
Χωρίς να πληρώνουν φθάνουμε αισίως το 1924. Η Γερμανία πλήττεται από πολιτική αστάθεια (8-9/11/1923 ο Χίτλερ έκανε πραξικόπημα στο Μόναχο), ενώ στη Γαλλία, υπάρχει πολιτική αναστάτωση λόγω κυρίως του πληθωρισμού. Ο Γάλλος πρωθυπουργός Πουνκαρέ, άρχισε να αναζητά λύσεις που θα του επέτρεπαν να εισπράξει κάποια χρήματα από τις επανορθώσεις, αντί να τα χάσει όλα. Έτσι, στις 25/10/1924, ο Γάλλος πρωθυπουργός πληροφορούσε τους Βρετανούς ότι ήταν πρόθυμος να συμφωνήσει στην αναθεώρηση του ζητήματος των επανορθώσεων. Με την πρόταση που προέβλεπε τη σύσταση επιτροπών που θα εξέταζαν το θέμα των επανορθώσεων, συμφώνησαν η Βρετανία και ΗΠΑ. Επικεφαλής ήταν ο αμερικανός τραπεζίτης Τσαρλς Ντόουζ. Η Γερμανία είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο στον αγώνα να μη πληρώσει.
Η ιστορία δεν σταματά εκεί. Στη Γαλλία έγιναν εκλογές και ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός, ο Herriot, αποδέχθηκε την «ρήτρα ανάπτυξης», δηλαδή ότι η Γερμανία έπρεπε να πληρώνει με βάση την οικονομική της ανάπτυξη (σ.σ. αυτό ακριβώς που σήμερα η κυρία Μέρκελ αρνείται στην Ελλάδα). Στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί το σχέδιο Ντοούζ, που μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι οι απαιτήσεις των 132 δις. υπερέβαιναν κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας και θα έπρεπε να προστατευτεί η νομισματική σταθερότητα της χώρας. Για το λόγο αυτό πρότεινε, την καταβολή ετήσιας δόσης 1 δις. που θα έφθανε τα 2,5 δις. μέσα σε πέντε χρόνια. Ως εγγυήσεις για την ορθή εκτέλεση της συμφωνίας πρότεινε, να δοθούν οι γερμανικοί σιδηρόδρομοι καθώς και να υποθηκευτούν ορισμένα κρατικά έσοδα. Ο γερμανικός θρίαμβος ολοκληρώθηκε με συμφωνία παροχής δανείων στη Γερμανία που θα έβαζαν μπροστά τη γερμανική οικονομία.
Η Γερμανία είχε κερδίσει και το δεύτερο γύρο. Θα πλήρωνε ψίχουλα και αυτά από τα δάνεια που θα της χορηγούσαν οι πιστωτές της !!! Ο θρίαμβος ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από πέντε χρόνια.
Τον Φεβρουάριο του 1929 είχαν ξεκινήσει στο Παρίσι οι διαπραγματεύσεις για το ζήτημα των επανορθώσεων. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο σχέδιο Γιανγκ, το οποίο προέβλεπε ότι η Γερμανία θα συνέχιζε να αποπληρώνει έως το 1988. Δεν θα υπήρχε εποπτεία, αλλά ούτε και ενεχυρίαση. Σε περίπτωση που η Γερμανία δυσκολεύονταν να πληρώσει δόσεις, θα μπορούσε να προσφύγει σε μία διεθνή επιτροπή που θα έλυνε το θέμα. Επίσης ανέφερε ότι σε περίπτωση που οι ΗΠΑ αποδέχονταν τη μείωση των ποσών που τους χρώσταγαν οι συμμαχικές χώρες, τότε τα 2/3 της μείωσης θα αφαιρούνταν από τις επανορθώσεις…. …
Τα υπόλοιπα διευθετήθηκαν από τον Χίτλερ που ήταν ήδη στο προθάλαμο της εξουσίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου