- Οι Φρύγες ή Βρίγες, Βρύγες και Βρύγοι,
γνωστοί από τον Ηρόδοτο, κυριαρχούν ύστερα από την κάθοδό τους στην
παράκτια πεδιάδα προς τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και ακμάζουν μέχρι
το 800 π.Χ. με τον έλεγχο, πιθανόν, της πεδιάδας δυτικά του Αξιού.
Πρωτεύουσά τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Έδεσσα, το όνομα της οποίας,
σύμφωνα με τον Hammond, είναι από τη φρυγική ονομασία του νερού. [χάρτης
2] Όταν
οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη, άλλαξαν το όνομά της πόλης σε Αιγές.
Κατάλοιπα της παρουσίας των Φρυγών ανιχνεύονται στους τοπικούς μύθους,
σε ονόματα όπως του Μαρσύα, στο έλασμα από την Όλυνθο με παράσταση
δύο συμποσιαστών με διαφορετικά χαρακτηριστικά: ενός αγένειου γυμνού
νέου και ενός γενειοφόρου Φρύγα που φορά τον χαρακτηριστικό φρυγικό
σκούφο. [Μακεδονία 18] Πιο συγκεκριμένα:
i. Η Μυγδονία, σύμφωνα με μια εκδοχή, οφείλει το όνομά της σε έναν Μύγδονα, που βασίλευε σε τμήμα της Φρυγίας, στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου.[1]
ii. Ο Διόνυσος περνάει από τη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα και μυείται στα μυστήριά της. Ύστερα, κατευθύνεται προς τη Μακεδονία, όπου και τα διαδίδει, κάτι που λέγεται και από τον ίδιο τον Διόνυσο στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες, αλλά και από τον χορό:
Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας
iii. Ο Ηρόδοτος παραδίδει τη σύλληψη του Σιληνού στους κήπους του Μίδα με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα από τον Φρύγα βασιλιά Μίδα, τον γιο του Γόρδιου (Ηρόδοτος 8.138). Ο Σιληνός σχετίζεται με τη διονυσιακή λατρεία, θεωρείται μάλιστα ότι ανέθρεψε τον Διόνυσο. Οι παραδόσεις για την καταγωγή του ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο. Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά (με παρόμοιο τρόπο περιγράφεται ο Σωκράτης), συχνά μεθυσμένος, τόσο που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν σοφός, δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως και ο Κένταυρος Χείρων. [Σάτυροι-Σιληνοί, 1, 2, 4, 5, 3, 6] Συχνές μάλιστα είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά.[2]
[…]
τον Διόνυσο
τον υιό του θεού,
τον θεό
από τα όρη της Φρυγίας
οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο
[...]
έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας
[...]
ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος
(Ευρ., Βάκχες 14, 83-85, 128, 139-141· μετ. Θ. Στεφανόπουλος)
Κάποτε πιάστηκε αιχμάλωτος από τον βασιλιά Μίδα. Για τον τρόπο σύλληψης υπάρχουν διάφορες εκδοχές.[3] Μία τοποθετεί τη σύλληψη στην περιοχή του Άνω Λουδία, η οποία «αρχίζει από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται ανατολικά του ποταμού, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν αυτοφυή κλήματα και διάφορα είδη τριανταφυλλιών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465). Ο Μίδας τον βρήκε να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ζήτησε από τον Σιληνό να του διδάξει τη σοφία. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή (Οβ., Μεταμ. 11.85 κ.ε.) αναφέρει ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν. Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας τον βασιλιά, τον αντάμειψε με το γνωστό χάρισμα, που του ζήτησε ο ίδιος ο Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός.[4] Δεν αποκλείεται οι σχετικοί με τον Σιληνό μύθοι να αντανακλούν τελετουργικά μύησης και, σε κάθε περίπτωση, την ισχυρή παρουσία του διονυσιακού στοιχείου.
Σε προφανή σχέση με τον μύθο και τις διονυσιακές του καταβολές και αντανακλάσεις είναι οι τάφοι μελών της οικογένειας αξιωματούχου της Μενηίδας της εποχής του Καρακάλλα, ο οποίος όχι μόνο κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους τάφους αλλά ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, κάτι που αποδεικνύει ότι «οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465).
Στο ίδιο κλίμα του συγκεκριμένου μύθου και της διονυσιακής λατρείας εντάσσουμε και τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους. Τη γιορτή βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβανε στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες (ό.π.).[5]
iv. Σύμφωνα με μια παράδοση που διαμορφώθηκε τον 4ο αι. π.Χ., ο Κάρανος, ο μυθολογικός πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδίωξε τον Φρύγα βασιλιά Μίδα και μετονόμασε την Έδεσσα σε Αιγές. Και εδώ είναι σαφής η προσπάθεια των μυθογράφων να συνδεθούν οι μακεδόνες βασιλείς, ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, με το απώτερο θρησκευτικό και ιστορικό παρελθόν.
v. Mια ακόμη ένδειξη της φρυγικής παρουσίας αποτελεί η επιβίωση του ονόματος Μαρσύας στη Μακεδονία, που μας είναι γνωστό από φιλολογικές πηγές, π.χ. Μαρσύας Μακεδών Πελλαίος. Εξάλλου, ο Μαρσύας είναι συνδεδεμένος με τον Διόνυσο. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο. Προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, όπου όμως αποδείχθηκε η υπεροχή της λύρας. Θυμωμένος ο θεός, κρέμασε τον Σιληνό από ένα δέντρο και τον έγδαρε. Μετανιωμένος έσπασε τη λύρα του και μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό.[6]
[1] Μύδων ονομαζόταν και ένας Παίονας ευγενής, από τον οποίο ίσως ονομάστηκε η περιοχή. Το στοιχείο αυτό μπορεί να επικαλύφθηκε από την προσπάθεια αιτιολόγησης της παρουσίας των Φρυγών στον χώρο (βλ. Μυγδονία).[2] Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».[3]Αιλ., Ποικ. Ιστ. 3.18. Οβ., Μετ. 11.85. Διόδωρος Σικελιώτης 3.59. Ψδ.-Πλούταρχος, Περί ποτ. 10.[4] Παραλλαγή παραδίδει ο Ψεδο-Πλούταρχος στο Περί ποτ. 10.[5] Για τις ίδιες γιορτές στην περιοχή των Φιλίππων βλ. Τσώχος (2003, 74).[6] Ηρόδ. 7.26. Διόδωρος Σικελιώτης 3.58 κ.ε. Παυσ. 1.24.1· 2.7.9· 2.22.9· 10.30.9. Πλούταρχος, Περί μουσ. 5 και 7. Οβίδ., Μεταμ. 6.383 κ.ε. Απολλόδωρος 1.4.2.
http://www.komvos.edu.gr/
ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, τούτα έχω να πω. Μην φοβάστε τίποτα γύρο σας. Όπως και αν το αντιλαμβάνεστε, γνωρίζετε πως όλα είναι πάντα για καλό. Τίποτα δεν είναι για κακό, έστω και αν φαίνεται έτσι. Όλα, είναι μία εμπειρία μοναδική για τον καθένα, γι αυτό τα επιτρέπει όλα ο Δημιουργός. Οι επιλογές , να είναι της καρδιάς σας, ποτέ κάποιου άλλου. Αρκεί να μην ξεχνάτε, πως είστε τέλεια όντα που έχουν παραπλανηθεί και εγκλωβιστεί. Λύστε τα δεσμά των πιστεύω σας και αφεθείτε στην αγκαλιά του απέραντου ΝΟΥ !!!
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011
- Οι Φρύγες ή Βρίγες, Βρύγες και Βρύγοι,
γνωστοί από τον Ηρόδοτο, κυριαρχούν ύστερα από την κάθοδό τους στην
παράκτια πεδιάδα προς τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και ακμάζουν μέχρι
το 800 π.Χ. με τον έλεγχο, πιθανόν, της πεδιάδας δυτικά του Αξιού.
Πρωτεύουσά τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Έδεσσα, το όνομα της οποίας,
σύμφωνα με τον Hammond, είναι από τη φρυγική ονομασία του νερού. [χάρτης
2] Όταν
οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη, άλλαξαν το όνομά της πόλης σε Αιγές.
Κατάλοιπα της παρουσίας των Φρυγών ανιχνεύονται στους τοπικούς μύθους,
σε ονόματα όπως του Μαρσύα, στο έλασμα από την Όλυνθο με παράσταση
δύο συμποσιαστών με διαφορετικά χαρακτηριστικά: ενός αγένειου γυμνού
νέου και ενός γενειοφόρου Φρύγα που φορά τον χαρακτηριστικό φρυγικό
σκούφο. [Μακεδονία 18] Πιο συγκεκριμένα:
i. Η Μυγδονία, σύμφωνα με μια εκδοχή, οφείλει το όνομά της σε έναν Μύγδονα,
που βασίλευε σε τμήμα της Φρυγίας, στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου.[1]
ii. Ο Διόνυσος περνάει από τη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα
και μυείται στα μυστήριά της. Ύστερα, κατευθύνεται προς τη Μακεδονία,
όπου και τα διαδίδει, κάτι που λέγεται και από τον ίδιο τον
Διόνυσο στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες,
αλλά και από τον χορό:
Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας
[…]
τον Διόνυσο
τον υιό του θεού,
τον θεό
από τα όρη της Φρυγίας
οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο
[...]
έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας
[...]
ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος
(Ευρ., Βάκχες 14, 83-85, 128, 139-141· μετ. Θ. Στεφανόπουλος)
iii. Ο Ηρόδοτος παραδίδει τη σύλληψη του Σιληνού στους κήπους του
Μίδα με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα από τον Φρύγα βασιλιά
Μίδα, τον γιο του Γόρδιου (Ηρόδοτος
8.138). Ο Σιληνός σχετίζεται με τη διονυσιακή λατρεία,
θεωρείται μάλιστα ότι ανέθρεψε τον Διόνυσο. Οι παραδόσεις για την καταγωγή
του ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης·
άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις
σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο.
Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά
(με παρόμοιο τρόπο περιγράφεται ο Σωκράτης), συχνά μεθυσμένος, τόσο
που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν
σοφός, δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως και ο Κένταυρος Χείρων. [Σάτυροι-Σιληνοί, 1, 2, 4, 5, 3, 6] Συχνές
μάλιστα είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν
να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά.[2]
Κάποτε πιάστηκε αιχμάλωτος από τον βασιλιά Μίδα. Για τον τρόπο σύλληψης
υπάρχουν διάφορες εκδοχές.[3] Μία
τοποθετεί τη σύλληψη στην περιοχή του Άνω Λουδία, η οποία «αρχίζει
από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται
ανατολικά του ποταμού, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν αυτοφυή κλήματα
και διάφορα είδη τριανταφυλλιών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465). Ο Μίδας
τον βρήκε να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ζήτησε
από τον Σιληνό να του διδάξει τη σοφία. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή (Οβ., Μεταμ. 11.85 κ.ε.) αναφέρει
ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία
του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν
και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν.
Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον
ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας
τον βασιλιά, τον αντάμειψε με το γνωστό χάρισμα, που του ζήτησε ο ίδιος ο
Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός.[4] Δεν αποκλείεται
οι σχετικοί με τον Σιληνό μύθοι να αντανακλούν τελετουργικά μύησης και, σε
κάθε περίπτωση, την ισχυρή παρουσία του διονυσιακού στοιχείου.
Σε προφανή σχέση με τον μύθο και τις διονυσιακές του καταβολές και αντανακλάσεις
είναι οι τάφοι μελών της οικογένειας αξιωματούχου της Μενηίδας της εποχής
του Καρακάλλα, ο οποίος όχι μόνο κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους
τάφους αλλά ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε
και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, κάτι που αποδεικνύει
ότι «οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών»
(Χρυσοστόμου, 2000, 465).
Στο ίδιο κλίμα του συγκεκριμένου μύθου και της διονυσιακής λατρείας εντάσσουμε
και τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς
τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους. Τη
γιορτή βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβανε στολισμό
των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα
με οινοποσίες (ό.π.).[5]
iv. Σύμφωνα με μια παράδοση που διαμορφώθηκε τον 4ο αι. π.Χ.,
ο Κάρανος, ο μυθολογικός πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδίωξε τον
Φρύγα βασιλιά Μίδα και μετονόμασε την Έδεσσα σε Αιγές. Και εδώ είναι
σαφής η προσπάθεια των μυθογράφων να συνδεθούν οι μακεδόνες βασιλείς,
ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, με το απώτερο θρησκευτικό και ιστορικό
παρελθόν.
v. Mια ακόμη ένδειξη της φρυγικής παρουσίας αποτελεί η επιβίωση του ονόματος
Μαρσύας στη Μακεδονία, που μας είναι γνωστό από φιλολογικές πηγές, π.χ. Μαρσύας
Μακεδών Πελλαίος. Εξάλλου, ο Μαρσύας είναι συνδεδεμένος με τον Διόνυσο. Είναι
Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου
έπαιζαν αυλό και τύμπανο. Προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, όπου όμως
αποδείχθηκε η υπεροχή της λύρας. Θυμωμένος ο θεός, κρέμασε τον Σιληνό από
ένα δέντρο και τον έγδαρε. Μετανιωμένος έσπασε τη λύρα του και μεταμόρφωσε
τον Μαρσύα σε ποταμό.[6]
[1] Μύδων
ονομαζόταν και ένας Παίονας ευγενής, από τον οποίο ίσως ονομάστηκε
η περιοχή. Το στοιχείο αυτό μπορεί να επικαλύφθηκε από την προσπάθεια
αιτιολόγησης της παρουσίας των Φρυγών στον χώρο (βλ. Μυγδονία).
[2] Στον κρατήρα
του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο
άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας
«κυνηγός».
[3]Αιλ., Ποικ.
Ιστ. 3.18. Οβ., Μετ. 11.85. Διόδωρος Σικελιώτης 3.59. Ψδ.-Πλούταρχος, Περί
ποτ. 10.
[4] Παραλλαγή παραδίδει ο Ψεδο-Πλούταρχος
στο Περί ποτ. 10.
[5] Για τις ίδιες
γιορτές στην περιοχή των Φιλίππων βλ. Τσώχος (2003, 74).
[6] Ηρόδ.
7.26. Διόδωρος Σικελιώτης 3.58 κ.ε. Παυσ. 1.24.1· 2.7.9· 2.22.9· 10.30.9.
Πλούταρχος, Περί
μουσ. 5 και 7. Οβίδ., Μεταμ. 6.383 κ.ε. Απολλόδωρος 1.4.2.
http://www.komvos.edu.gr/
ΦΡΥΓΕΣ
- Οι Φρύγες ή Βρίγες, Βρύγες και Βρύγοι,
γνωστοί από τον Ηρόδοτο, κυριαρχούν ύστερα από την κάθοδό τους στην
παράκτια πεδιάδα προς τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και ακμάζουν μέχρι
το 800 π.Χ. με τον έλεγχο, πιθανόν, της πεδιάδας δυτικά του Αξιού.
Πρωτεύουσά τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Έδεσσα, το όνομα της οποίας,
σύμφωνα με τον Hammond, είναι από τη φρυγική ονομασία του νερού. [χάρτης
2] Όταν
οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη, άλλαξαν το όνομά της πόλης σε Αιγές.
Κατάλοιπα της παρουσίας των Φρυγών ανιχνεύονται στους τοπικούς μύθους,
σε ονόματα όπως του Μαρσύα, στο έλασμα από την Όλυνθο με παράσταση
δύο συμποσιαστών με διαφορετικά χαρακτηριστικά: ενός αγένειου γυμνού
νέου και ενός γενειοφόρου Φρύγα που φορά τον χαρακτηριστικό φρυγικό
σκούφο. [Μακεδονία 18] Πιο συγκεκριμένα:
i. Η Μυγδονία, σύμφωνα με μια εκδοχή, οφείλει το όνομά της σε έναν Μύγδονα, που βασίλευε σε τμήμα της Φρυγίας, στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου.[1]
ii. Ο Διόνυσος περνάει από τη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα και μυείται στα μυστήριά της. Ύστερα, κατευθύνεται προς τη Μακεδονία, όπου και τα διαδίδει, κάτι που λέγεται και από τον ίδιο τον Διόνυσο στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες, αλλά και από τον χορό:
Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας
iii. Ο Ηρόδοτος παραδίδει τη σύλληψη του Σιληνού στους κήπους του Μίδα με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα από τον Φρύγα βασιλιά Μίδα, τον γιο του Γόρδιου (Ηρόδοτος 8.138). Ο Σιληνός σχετίζεται με τη διονυσιακή λατρεία, θεωρείται μάλιστα ότι ανέθρεψε τον Διόνυσο. Οι παραδόσεις για την καταγωγή του ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο. Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά (με παρόμοιο τρόπο περιγράφεται ο Σωκράτης), συχνά μεθυσμένος, τόσο που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν σοφός, δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως και ο Κένταυρος Χείρων. [Σάτυροι-Σιληνοί, 1, 2, 4, 5, 3, 6] Συχνές μάλιστα είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά.[2]
[…]
τον Διόνυσο
τον υιό του θεού,
τον θεό
από τα όρη της Φρυγίας
οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο
[...]
έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας
[...]
ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος
(Ευρ., Βάκχες 14, 83-85, 128, 139-141· μετ. Θ. Στεφανόπουλος)
Κάποτε πιάστηκε αιχμάλωτος από τον βασιλιά Μίδα. Για τον τρόπο σύλληψης υπάρχουν διάφορες εκδοχές.[3] Μία τοποθετεί τη σύλληψη στην περιοχή του Άνω Λουδία, η οποία «αρχίζει από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται ανατολικά του ποταμού, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν αυτοφυή κλήματα και διάφορα είδη τριανταφυλλιών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465). Ο Μίδας τον βρήκε να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ζήτησε από τον Σιληνό να του διδάξει τη σοφία. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή (Οβ., Μεταμ. 11.85 κ.ε.) αναφέρει ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν. Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας τον βασιλιά, τον αντάμειψε με το γνωστό χάρισμα, που του ζήτησε ο ίδιος ο Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός.[4] Δεν αποκλείεται οι σχετικοί με τον Σιληνό μύθοι να αντανακλούν τελετουργικά μύησης και, σε κάθε περίπτωση, την ισχυρή παρουσία του διονυσιακού στοιχείου.
Σε προφανή σχέση με τον μύθο και τις διονυσιακές του καταβολές και αντανακλάσεις είναι οι τάφοι μελών της οικογένειας αξιωματούχου της Μενηίδας της εποχής του Καρακάλλα, ο οποίος όχι μόνο κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους τάφους αλλά ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, κάτι που αποδεικνύει ότι «οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465).
Στο ίδιο κλίμα του συγκεκριμένου μύθου και της διονυσιακής λατρείας εντάσσουμε και τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους. Τη γιορτή βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβανε στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες (ό.π.).[5]
iv. Σύμφωνα με μια παράδοση που διαμορφώθηκε τον 4ο αι. π.Χ., ο Κάρανος, ο μυθολογικός πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδίωξε τον Φρύγα βασιλιά Μίδα και μετονόμασε την Έδεσσα σε Αιγές. Και εδώ είναι σαφής η προσπάθεια των μυθογράφων να συνδεθούν οι μακεδόνες βασιλείς, ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, με το απώτερο θρησκευτικό και ιστορικό παρελθόν.
v. Mια ακόμη ένδειξη της φρυγικής παρουσίας αποτελεί η επιβίωση του ονόματος Μαρσύας στη Μακεδονία, που μας είναι γνωστό από φιλολογικές πηγές, π.χ. Μαρσύας Μακεδών Πελλαίος. Εξάλλου, ο Μαρσύας είναι συνδεδεμένος με τον Διόνυσο. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο. Προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, όπου όμως αποδείχθηκε η υπεροχή της λύρας. Θυμωμένος ο θεός, κρέμασε τον Σιληνό από ένα δέντρο και τον έγδαρε. Μετανιωμένος έσπασε τη λύρα του και μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό.[6]
[1] Μύδων ονομαζόταν και ένας Παίονας ευγενής, από τον οποίο ίσως ονομάστηκε η περιοχή. Το στοιχείο αυτό μπορεί να επικαλύφθηκε από την προσπάθεια αιτιολόγησης της παρουσίας των Φρυγών στον χώρο (βλ. Μυγδονία).[2] Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».[3]Αιλ., Ποικ. Ιστ. 3.18. Οβ., Μετ. 11.85. Διόδωρος Σικελιώτης 3.59. Ψδ.-Πλούταρχος, Περί ποτ. 10.[4] Παραλλαγή παραδίδει ο Ψεδο-Πλούταρχος στο Περί ποτ. 10.[5] Για τις ίδιες γιορτές στην περιοχή των Φιλίππων βλ. Τσώχος (2003, 74).[6] Ηρόδ. 7.26. Διόδωρος Σικελιώτης 3.58 κ.ε. Παυσ. 1.24.1· 2.7.9· 2.22.9· 10.30.9. Πλούταρχος, Περί μουσ. 5 και 7. Οβίδ., Μεταμ. 6.383 κ.ε. Απολλόδωρος 1.4.2.
http://www.komvos.edu.gr/
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου