Η
αποκάλυψη της Φιλορθόδοξης Εταιρείας και του συνωμοτικού της σχεδίου
στα τέλη του 1839 συγκλόνισε το νεοελληνικό κράτος, αναδεικνύοντας,
αμέσως μετά τα κόμματα και τον Τύπο, τους φοιτητές ως έναν από τους
κυριότερους μοχλούς άσκησης πίεσης στους πρωταγωνιστές της διένεξης.
Στις
22 Δεκεμβρίου 1839 αποκαλύφθηκε η συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας,
η οποία έριξε την μικρή νεοελληνική κοινωνία σε ένα στρόβιλο έντονων
πολιτικών αντιπαραθέσεων και οξύτατων κομματικών αντεγκλήσεων, φέρνοντας
στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής της χρόνια προβλήματα καίριας
σημασίας. Παρόμοια φορτισμένη κατάσταση είχε να δημιουργηθεί στο
ελληνικό κοινωνικοπολιτικό τοπίο από τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του
1833, με την αποκάλυψη της «ελάσσονος» και της «μείζονος» συνωμοσίας,
υποθέσεις που άνοιξαν με ορμή τον ασκό του Αιόλου, στέλνοντας στην
φυλακή τον «Γέρο του Μωριά»1.
Η μετεξέλιξη του κινήματος
Οι
πληροφορίες για την εμπλοκή των φοιτητών στα δρώμενα της Φιλορθόδοξης
Εταιρείας και των φορέων της είναι από ισχνές έως αποσπασματικές και
σκόρπιες. Επίσης, σε καμία περίπτωση το ζήτημα αυτό καθ’ εαυτό δεν έχει
αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής ιστοριογραφικής μελέτης2.
Επτά
μήνες, ας σημειωθεί εδώ, χωρίζουν (η, ευστοχότερα, ενώνουν) την
φοιτητική εμπλοκή στην Εταιρεία των Φιλορθοδόξων από την πρώτη εκδήλωση
του φοιτητικού κινήματος τον Μάιο του 1839, εκδήλωση κατά την οποία
εκφράσθηκε η αντίθεση των φοιτητών απέναντι στους καθηγητές τους σχετικά
με τον τρόπο της ακαδημαϊκής διδασκαλίας γεγονός που καταδεικνύει το
περιεχόμενο των κινήτρων, τα οποία ήταν στην πρώτη περίπτωση
αποκλειστικά γνωστικού-ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Αρκούσε άραγε το
συγκεκριμένο αυτό επτάμηνο, για να επιτευχθεί ομαλά η διεύρυνση των
κινήτρων της φοιτητικής διαμαρτυρίας; Συντελέσθηκε ουσιαστικά το πέρασμα
από τα γνωστικής φύσης κίνητρα στα ακραιφνώς πολιτικά των φοιτητικών
αιτημάτων; Η μήπως η δεύτερη χρονικά εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος,
τον Δεκέμβριο του 1839, ήταν το αχνό προείκασμα του τύπου η των τύπων
του φοιτητικού κινήματος που επρόκειτο να ακολουθήσουν;3
Δεν
υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η εμπλοκή των φοιτητών στην υπόθεση
της Φιλορθόδοξης Εταιρείας είχε καθαρά πολιτικά κίνητρα. Και δεν υπάρχει
επίσης ίχνος αμφιβολίας ότι μέσα στο κρίσιμο διάστημα Μαΐου-Δεκεμβρίου
1839 δεν ήταν δυνατόν να συντελεσθεί καμία κοσμογονική μετάλλαξη στην
ποιότητα και το περιεχόμενο των φοιτητικών αιτημάτων, καθώς και στον
τρόπο και την ένταση της διεκδίκησης των σχεδίων και των προσδοκιών των
φοιτητών. Τέλος, απώτερος στόχος όλων των εμπλεκόμενων πλευρών στο
ζήτημα της συγκρότησης των θεσμών του Πανεπιστημίου και της απρόσκοπτης
λειτουργίας τους ήταν η τυπική και ουσιαστική μετεξέλιξη των κινήτρων
των φοιτητικών αντιδράσεων από γνωστικού σε άμεσα πολιτικού χαρακτήρα.
Άλλωστε,
η ίδια η συντεταγμένη πολιτεία δεν είχε προικίσει, στο ιδρυτικό κιόλας
διάταγμα του 1837, το Πανεπιστήμιο με όλες εκείνες τις διατάξεις που
αφορούσαν τον εθνικό ρόλο που καλούνταν να παίξει το συλλογικό σώμα των
φοιτητών; Και φυσικά ο εθνικός ρόλος νοούνταν ως το σύνολο των
χαρακτηριστικών που απαιτούνταν για την πολιτική ευαισθητοποίηση και την
κριτική ενεργοποίηση που θα έπρεπε να μεταδώσει το πανδιδακτήριο στους
φοιτητές του. Η σύλληψη αυτή είχε ως αφετηρία τους φοιτητές από τις
αλύτρωτες περιοχές, οι οποίοι με την επιστροφή τους στις ιδιαίτερες
πατρίδες τους θα έπρεπε μετά την κάλυψη των διοικητικών αναγκών να
μεταλαμπαδεύσουν ενεργά την ιδέα της ενσωμάτωσης των τoυρκoπατημένων
περιοχών στον εθνικό κορμό, κοντολογίς να επιτελέσουν την εθνική
αποστολή τους4.
Η πολιτική κατάσταση
Ποιό
ήταν, όμως, το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε τον κρίσιμο εκείνο χρόνο
του 1839 και επηρέαζε καταλυτικά τους σχεδιασμούς και τις προτεραιότητες
των πολιτικών παραγόντων της ελληνικής επικράτειας, τόσο στο εσωτερικό
μέτωπο όσο και στο εξωτερικό; Ποιες ήταν οι ευρύτερες διεθνείς
ισορροπίες, πως είχαν διαμορφωθεί στον μείζονα χώρο της Νοτιοανατολικής
Ευρώπης και ποιες δυνάμεις επηρέαζαν ουσιαστικά τα δρώμενα στο ελληνικό
κράτος;
Ο
προσανατολισμός της ελληνικής κυβέρνησης ήταν φιλορωσικός και το
πρόσωπο-κλειδί στις εσωτερικές διεργασίες και τις διοικητικές
πρωτοβουλίες ήταν ο γραμματέας (υπουργός) των Εσωτερικών, Γεώργιος
Γλαράκης. Σημαντικό ρόλο επίσης έπαιζε και ο γραμματέας των Εξωτερικών
Κωνσταντίνος Ζωγράφος, πολιτικός αρχικά φιλοαγγλικών και στην συνέχεια
φιλορωσικών πεποιθήσεων, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1839 πήγε στην
Κωνσταντινούπολη, για να συγχαρεί τον νέο σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ και
ταυτόχρονα επιδίωξε να συνάψει μία εμπορική και πολιτική συμφωνία με την
Υψηλή Πύλη, η οποία θα προωθούσε σημαντικά την διακρατική προσέγγιση
και την ανάπτυξη του εμπορίου στην Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την
ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος αυτήν ακριβώς την περίοδο (1839-1841)5.
Την προεδρία, ωστόσο, του υπουργικού
συμβουλίου την ασκούσε ο ίδιος ο Όθωνας, ο οποίος, παρά τη διαπιστωμένη
διοικητική αναποτελεσματικότητά του, δεν έδειχνε να θέλει να
εγκαταλείψει τις παλιές του συνήθειες, να εμπλέκεται σε κάθε είδους
κυβερνητική δραστηριότητα. Έτσι, η ρωσική επιρροή στην κυβέρνηση και το
έργο της ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένα, εφόσον από την μία πλευρά ο
Όθωνας με τις παρεμβάσεις του και από την άλλη οι Βαυαροί στρατιωτικοί
και ο ρόλος τους μέσα στο στράτευμα μείωναν κατά πολύ το πεδίο ελεύθερης
δράσης. Περιοριστικά για την φιλορωσική παράταξη λειτουργούσε επίσης
και η παρουσία του Α. J. Fr. de Regny στον οικονομικό τομέα της
κυβέρνησης, ο οποίος εκπροσωπούσε την γαλλική επιρροή6.
Στα
τέλη του 1839 είχε γίνει πλέον σαφές ότι το ρωσικό κόμμα, παρά την
πρωτοκαθεδρία του στο κυβερνητικό σχήμα, ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένο
από τους περισσότερο νευραλγικούς τομείς της διοίκησης, όπως ήταν ο
οικονομικός και ο στρατιωτικός, καθώς και ο ευρύτερος συντονισμός του
κυβερνητικού έργου. Επίσης, η απροσχημάτιστη αντίθεση του θρόνου στην
παραχώρηση συντάγματος, σε συνδυασμό με τον οικονομικό μαρασμό όλων
σχεδόν των παραγωγικών τάξεων της χώρας, δημιουργούσε τις κατάλληλες
συνθήκες για την ανάπτυξη μιας σκληρής και ιδιότυπης αντιπολίτευσης κατά
της κυβέρνησης και σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά του Όθωνα. Μιας
αντιπολίτευσης με ανατρεπτικές διαθέσεις, η οποία προερχόταν -και εδώ
είναι το παράδοξο και εντυπωσιακό- από τους κόλπους του ίδιου κόμματος
που έδινε τον παλμό και τα περισσότερα στελέχη στην κυβέρνηση7.
Οι στόχοι των Φιλορθοδόξων
Ας
σκιαγραφηθεί εδώ έστω και αδρά το πανόραμα του προγράμματος, των
ιδεολογικών και πολιτικών στόχων, της δράσης των ηγετών και των
πρωταγωνιστών της Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, καθώς και ο τρόπος με τον
οποίο συνυφάνθηκε η παρουσία και η ανάμειξη των φοιτητών στις πράξεις
της αποκάλυψης της συνωμοσίας των Φιλoρθoδόξων.
Στις
22 Δεκεμβρίου 1839 (3 Ιανουαρίου 1840) ο Εμμανουήλ Παπάς, Μακεδόνας
στην καταγωγή, παρουσιάσθηκε εθελοντικά στις δημόσιες Αρχές, με την
ιδιότητα μέλους της άγνωστης έως τότε Φιλορθόδοξης Εταιρείας, και
παρέδωσε στον Όθωνα μέσω του Τσάμη Καρατάσου έγγραφα, που ενοχοποιούσαν
ως αρχηγέτες της εν λόγω οργάνωσης τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον
Γεώργιο Καποδίστρια, νεότερο αδελφό του δολοφονημένου κυβερνήτη. Η
ανοικτή αυτή καταγγελία επιβεβαίωσε στην κυβέρνηση με αφοπλιστικό τρόπο
προγενέστερες πληροφορίες της. Μία μέρα αργότερα, η Χωροφυλακή ερεύνησε
τα σπίτια του Καποδίστρια και του Σταματελόπουλου και κατάσχεσε έγγραφα,
ενώ δύο μέρες αργότερα συνέλαβε και τους δύο. Ταυτόχρονα, οι Αρχές
συνέλαβαν στις Σπέτσες και τον πράκτορα της Εταιρείας Νικόλαο Ρενιέρη,
Πελοποννήσιο στην καταγωγή, ο οποίος ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει στα Ιόνια
Νησιά8.
Πρωταρχικός
σκοπός της Εταιρείας ήταν η απελευθέρωση των με συμπαγείς ελληνικούς
πληθυσμούς οθωμανικών επαρχιών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της
Μακεδονίας, καθώς και η στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που περνούσε μία
ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, εξαιτίας της παρουσίας και των υπόλοιπων
χριστιανικών ομολογιών στο ελληνικό κράτος.
Τα
κατασχεμένα έγγραφα και η καταγγελία του Εμμανουήλ Παπά οδήγησαν την
κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση των Φιλορθοδόξων σχεδίαζε να
συλλάβει τον Όθωνα την Πρωτοχρονιά του 1840, κατά την διάρκεια της
δοξολογίας, για να τον εξαναγκάσει είτε να ασπασθεί το ορθόδοξο δόγμα
είτε να παραιτηθεί. Βέβαια, το βασιλικό ζεύγος πήγε στην εκκλησία την
Πρωτοχρονιά, όπως είχε προγραμματισθεί, ενώ ένοπλοι φρουροί είχαν
τοποθετηθεί στο προαύλιο της Μητρόπολης και το συγκεντρωμένο πλήθος,
γνωρίζοντας για την συνωμοσία, επευφήμησε τους βασιλείς με ιδιαίτερα
πανηγυρικό τρόπο9.
Τα
κυριότερα σημεία του προγράμματος και των απώτερων στόχων της
Φιλoρθόδoξης Εταιρείας, όπως προκύπτουν από το «ανώνυμο υπόμνημα» που
απόκειται στο Αρχείο Μαυροκορδάτου, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην
συγκρότηση μιας κληρονομικής Γερουσίας, στελεχωμένης αποκλειστικά με
αυτόχθονες και πρόεδρο τον Βιάρo Καποδίστρια, επίσης στον περιορισμό
κατάληψης δημόσιου αξιώματος στους αυτόχθονες και σε ορισμένες μόνο
κατηγορίες ετεροχθόνων. Σημαντική επιδίωξη ακόμα ήταν η διοικητική
επανασύνδεση της ελλαδικής εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η
απομάκρυνση όλων των ξένων ιεραποστολών και η απαγόρευση της κυκλοφορίας
των δημοσιευμάτων τους, καθώς και η επιβολή στον Όθωνα να αναγνωρίσει
το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία του κράτους και των διαδόχων του.
Ξεχωριστή
πρόνοια λαμβανόταν για την ικανοποίηση των οικονομικών απαιτήσεων της
οικογένειας Καποδίστρια εκ μέρους του ελληνικού κράτους, την στέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους όσοι αναμείχθηκαν στην δολοφονία του
Καποδίστρια και ιδιαίτερα της οικογένειας Μαυρομιχάλη και των απογόνων
της.
Ο Γεώργιος Γλαράκης θα
αναλάμβανε την θέσπιση κανόνων για την λειτουργία και την διακυβέρνηση
του κράτους, ενώ η σύγκληση μιας Εθνοσυνέλευσης υπό την μορφή
συντακτικού σώματος -και όχι νομοθετικού που θα ανανεωνόταν περιοδικά-
θα εξασφάλιζε το θεσμικό πλαίσιο του προγράμματος των Φιλoρθoδόξων.
Προκειμένου μάλιστα να προσδώσουν αίγλη και κύρος στο πρόγραμμα αυτό,
οι ρωσόφιλοι προσκάλεσαν το 1836 στην Ελλάδα τον Βιάρο Καποδίστρια, και
όταν αυτός αρνήθηκε, κάλεσαν το 1838 τον νεότερο αδελφό του, Γεώργιο10.
Η δομή της Φιλορθόδοξης
Η
Φιλορθόδοξη Εταιρεία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1839 και είχε ως πρότυπο
για την οργάνωσή της την Φιλική Εταιρεία. Το διαρθρωτικό της σχήμα της
επέτρεπε να κινείται με άνεση στην στρατολόγηση νέων μελών, στην
οργάνωση ομάδων στην περιφέρεια και στην απόκρυψη των ηγετικών της
στελεχών, σε περίπτωση που ξεσπούσε κάποια κρίση. Η ανώτατη εξουσία της
Εταιρείας προβλεπόταν να συγκροτηθεί από τριμελή επιτροπή με έναν
πολιτικό, έναν οπλαρχηγό και έναν κληρικό. Δύο μόνο άνθρωποι βρέθηκαν,
ωστόσο, για να καλύψουν τις νευραλγικές αυτές θέσεις. Ο πολιτικός ήταν ο
Γεώργιος Καποδίστριας και ο οπλαρχηγός ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Όσο
δε για το αξίωμα του κληρικού της ανώτατης επιτροπής, ο επίσκοπός του
Δαμαλά, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε από υψηλόβαθμα στελέχη, δεν το
αποδέχθηκε και έτσι παρέμεινε κενό11.
Για
την ιεραρχική δόμηση των μελών της Εταιρείας προβλέπονταν τρεις
διαδοχικοί βαθμοί. Ο «απλός» η κατώτερος βαθμός απονεμόταν σε μη
δοκιμασμένα μέλη, μη ρωσόφιλους στις πολιτικές τους προτιμήσεις· σε
αυτούς η Εταιρεία παρουσιαζόταν ως μία κίνηση με αλυτρωτικούς καθαρά
σκοπούς. Ο «μέγας» η μεσαίος βαθμός επανδρωνόταν κυρίως από κληρικούς,
οι οποίοι απέβλεπαν στην αποκατάσταση της Εκκλησίας στους ρόλους που
είχε πριν από την διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, το 1833. Ο ανώτερος βαθμός, ο «φρικτός», απαρτιζόταν από
καταξιωμένους ρωσόφιλους πολιτικούς, διακεκριμένους οπλαρχηγούς και
επιφανείς κληρικούς, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που γνώριζαν τα
μακροπρόθεσμα σχέδια και τις διεκδικήσεις της Εταιρείας. Τα σχέδια αυτά
συνοψίζονταν στην κατάκτηση του προβαδίσματος για το κόμμα των ναπαίων
(δηλ. των ρωσοφίλων), στην επιβολή ενός ορθόδοξου βασιλείου, χωρίς να
διευκρινίζεται αν ο Όθωνας θα εξαναγκαζόταν να ασπασθεί το ορθόδοξο
δόγμα η θα αντικαθίστατο από άλλον ορθόδοξο βασιλιά.
Στο
δομικό αυτό πλαίσιο της Εταιρείας σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα στελέχη του
μεσαίου βαθμού, διότι είχαν την δυνατότητα να ενεργούν ως «απόστολοι»
για την
στρατολόγηση νέων μελών· τους «αποστόλους» αυτούς μπορούσαν να τους ορίζουν μόνο οι κατέχοντες τον «φρικτό» βαθμό. Μέσα από την διαδικασία αυτή συγκροτούνταν αργά αλλά σταθερά οι οργανωτικοί πυρήνες της Εταιρείας, τόσο στην επαρχία όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα της χώρας. Σύμφωνα με τον αριθμό των διπλωμάτων που είχαν εκδοθεί για τα οργανωμένα στελέχη, υπολογίσθηκε ότι ο αριθμός των μελών της Εταιρείας μόνο για την Αθήνα ξεπερνούσε τους χίλιους.
στρατολόγηση νέων μελών· τους «αποστόλους» αυτούς μπορούσαν να τους ορίζουν μόνο οι κατέχοντες τον «φρικτό» βαθμό. Μέσα από την διαδικασία αυτή συγκροτούνταν αργά αλλά σταθερά οι οργανωτικοί πυρήνες της Εταιρείας, τόσο στην επαρχία όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα και την πρωτεύουσα της χώρας. Σύμφωνα με τον αριθμό των διπλωμάτων που είχαν εκδοθεί για τα οργανωμένα στελέχη, υπολογίσθηκε ότι ο αριθμός των μελών της Εταιρείας μόνο για την Αθήνα ξεπερνούσε τους χίλιους.
Η
γρήγορη αυτή οργανωτική επάνδρωση της Εταιρείας των Φιλορθοδόξων
δημιούργησε στον Γεώργιο Καποδίστρια την ψευδαίσθηση ότι αυτός ήταν ο
πραγματικός ηγέτης των ρωσοφίλων, με συνέπεια να προκαλέσει την αντίθεση
των πραγματικών αρχηγών της παράταξης, οι οποίοι ήταν δυσαρεστημένοι
μαζί του. Τους τελευταίους ανησύχησε ιδιαίτερα η παρουσία δύο νέων και
αδοκίμαστων στελεχών στην Εταιρεία, του Νικόλαου Ρενιέρη και του
Εμμανουήλ Παπά, οι οποίοι είχαν στενές σχέσεις με τον Γεώργιο
Καποδίστρια και μάθαιναν καίρια μυστικά της οργάνωσης από τον Νικήτα
Σταματελόπουλο.
Ο ουσιαστικός
ηγετικός πυρήνας των ναπαίων με επικεφαλής τον Γεώργιο Γλαράκη συμφώνησε
να δεχθεί τους δύο αυτούς νέους στην Εταιρεία, υπό τον όρο ότι ο
Γεώργιος Καποδίστριας θα τους έστελνε εκτός της ελληνικής επικράτειας·
αποστολή που ο Γεώργιος Καποδίστριας οργάνωσε, αναθέτοντας στον
Εμμανουήλ Παπά τον ρόλο του πράκτορα της Εταιρείας στην Θεσσαλία και την
Μακεδονία και στο Νικόλαο Ρενιέρη τον αντίστοιχο ρόλο για τα Επτάνησα12.
Σχέδια δράσης
Οι
καταστάσεις όμως αυτές εξελίχθηκαν διαφορετικά και ο Νικόλαος Ρενιέρης
εξαιτίας της επιπολαιότητάς του έγινε αντιληπτός στις Σπέτσες από την
κυβέρνηση, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς -παραμένοντας με κάποια προσχήματα στην
Αθήνα- εξοργίσθηκε από την ηγεσία της οργάνωσης, επειδή δεν του ανέθεσε
την θέση του γραμματέα της ανώτατης επιτροπής ακόμα διαπληκτίσθηκε με
τον Γεώργιο Καποδίστρια, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στην απαίτησή του να
του δώσει 1.500 δραχμές για να φύγει, και έτσι αποφάσισε να προδώσει την
ύπαρξη της Εταιρείας στην κυβέρνηση. Η εξέλιξη των πραγμάτων είναι από
το χρονικό αυτό σημείο, την 22α Δεκεμβρίου 1839, και κατόπιν, γνωστή:
έρευνες στα σπίτια των υπόπτων, κατασχέσεις αποδεικτικών στοιχείων,
συλλήψεις των πρωταγωνιστών, εισαγγελική ανάκριση, παύση του Γεώργιου
Γλαράκη από την γραμματεία των Εσωτερικών. Κοντολογίς άνοιξε μεμιάς το
κεφάλαιο των κομματικών παθών και η πολιτική ζωή της χώρας εισήλθε στην
δίνη σκληρών συγκρούσεων και πόλωσης, ενώ παρόμοιο κλίμα ο τόπος είχε να
ζήσει από το 1833.
Ας σημειωθεί
εδώ ότι τον Νοέμβριο του 1839, όταν στην κυβέρνηση άρχισαν να φθάνουν
κάποιοι ψίθυροι σχετικά με την ύπαρξη μιας μυστικής συνωμοτικής
Εταιρείας, η ηγεσία των ναπαίων αποφάσισε να κινητοποιηθεί, αν και δεν
υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Έτσι, πολύ σύντομα οι ρωσόφιλοι
μελέτησαν διάφορες φόρμουλες δράσης, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν
η ταυτόχρονη εξέγερση της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, η
κατάληψη των φρουρίων του Μεσολογγίου και του Ναυπλίου, η τοποθέτηση
φρουρών στις σημαντικότερες πόλεις και, τέλος, η συντονισμένη επίθεση
κατά της Αθήνας. Το σχέδιο όμως αυτό εγκαταλείφθηκε, επειδή
αντικειμενικά δεν συνέτρεχαν αρκετές από τις βασικές προϋποθέσεις
επιτυχίας του. Από την πλευρά του Γεώργιου Καποδίστρια προτάθηκε ένα
άλλο σχέδιο, να συγκεντρωθούν μυστικά 600 έως 800 στρατιώτες στην Αθήνα,
προκειμένου να καταλάβουν το νομισματοκοπείο του κράτους και να
αναστείλουν έτσι τις οικονομικές συναλλαγές της κυβέρνησης. Και η
φόρμουλα αυτής της δράσης έμεινε ανεφάρμοστη, παρά την επίνευση όλων,
εξαιτίας της αναποφασιστικότητας και της έλλειψης δυναμισμού των
υπεύθυνων παραγόντων13.
Πόλωση και συγκρούσεις
Με
την αποκάλυψη της συνωμοσίας άναψε η διαμάχη ανάμεσα στις εφημερίδες
των αντίπαλων πλευρών. Οι συνταγματικοί, δηλαδή οι αγγλόφιλοι και
γαλλόφιλοι, άρπαξαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον
των ρωσοφίλων.
Έτσι, η «Αθηνά»,
όργανο της αγγλικής παράταξης, κατηγόρησε στις 27 Δεκεμβρίου 1839 το
κόμμα των ρωσοφίλων ως τον κύριο υπεύθυνο για την συνωμοσία που
αποσκοπούσε στην ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος. Έγραψε επίσης ότι
οι υπεύθυνοι της πλεκτάνης είχαν διασυνδέσεις στην επαρχία και ότι η
διπλωματική αποστολή της Ρωσίας είχε ενεργό συμμετοχή στο όλο σχέδιο.
Θεωρούσε ότι η διάδοση φημών για κάποιες θρησκευτικές προφητείες που θα
ευοδώνονταν μέσα στο 1840 προετοίμαζε τον λαό για το επικείμενο
πραξικόπημα. Ακόμα, οι συνταγματικοί παρατηρούσαν ότι στους στόχους της
ανατρεπτικής αυτής συνωμοσίας περιλαμβανόταν και η αποτίναξη της
βρετανικής κυριαρχίας από τα Επτάνησα14.
Ο
«Αιών», δημοσιογραφικό οργανο των ρωσοφίλων, απαντώντας στην «Αθηνά»,
έγραψε για την συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας λίγες μέρες μετά την
αποκάλυψη, εμφανίζοντάς την σαν ένα ασήμαντο εγχείρημα του Εμμανουήλ
Παπά και του Νικόλαου Ρενιέρη, τους οποίους θεωρούσε πράκτορες του
εκθρονισμένου επισκόπου Αγαθάγγελου. Ο εν λόγω επίσκοπος βρισκόταν στην
Τεργέστη και από εκεί εξύφαινε τα ανατρεπτικά του σχέδια. Ο «Αιών»
θεωρούσε στόχο των Φιλορθοδόξων την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων
της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Σε
επόμενα δημοσιεύματα άρχισε να καλλιεργεί την άποψη ότι ο Νικήτας
Σταματελόπουλος και ο Γεώργιος Καποδίστριας δεν ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι
και ότι έπεσαν θύματα του Εμμανουήλ Παπά και του Νικόλαου Ρενιέρη, οι
οποίοι ως όργανα των αγγλόφιλων προσπάθησαν εμπλέκοντάς τους να
δυσφημήσουν το ρωσικό κόμμα. Επίσης, οι ρωσόφιλοι ισχυρίζονταν ότι η
αγγλική παράταξη με αφορμή την συνωμοσία των Φιλορθοδόξων σκόπευε να
επιτεθεί εναντίον της ρωσικής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο των Ιονίων
Νήσων και να προετοιμάσει έτσι την επάνοδό της στο πολιτικό προσκήνιο
του ελληνικού κράτους. Εν ολίγοις, ο «Αιών» απαντούσε στην κατηγορία για
«συνωμοσία των Ναπαίων» με μία εξίσου σοβαρή μομφή περί «αγγλικής
μηχανορραφίας». Κανένας, ωστόσο, δεν θεώρησε σοβαρές τις κατηγορίες του
«Αιώνος». Όλοι τις είδαν σαν ένα ευφυές τέχνασμα των ρωσοφίλων, για να
αποσείσουν την κατηγορία εναντίον τους και να εξαναγκάσουν την
αντιπολίτευση να υιοθετήσει στάση άμυνας15.
Οι φοιτητές
Μέσα
στον κυκεώνα των συνεχών αυτών συγκρούσεων και αντεγκλήσεων ενεπλάκησαν
και οι φοιτητές, οι οποίοι την νύκτα της 30ης προς την 31η Δεκεμβρίου
1839 άναψαν φωτιές έξω από το σπίτι του Γεώργιου Γλαράκη και
συνεπικουρούμενοι από ορισμένους άλλους «σκανδαλοποιούς» -όπως τους
αποκαλεί ο αρθρογράφος του «Αιώνος»- φώναζαν συνθήματα όπως «Ζήτω το
Σύνταγμα» και «Κάτω ο Γλαράκης και το Κυβερνητικό [ρωσικό] κόμμα».
Αμέσως
μετά το επεισόδιο αυτό, και συγκεκριμένα την Πρωτοχρονιά του 1840, οι
φοιτητές ενεπλάκησαν για δεύτερη φορά στα πολιτικά δρώμενα των ημερών,
αποδοκιμάζοντας τα μέλη της Ιεράς Συνόδου που κατευθύνονταν στα ανάκτορα
για να ευχηθούν στον Όθωνα. Ο «Αιών» απαθανατίζει μάλιστα και το όνομα
ενός από τους ταραξίες, που ήταν ο Σταμάτης Κρήνος16,
φαρμακοπώλης, και εντοπίζει τους δράστες στους «Καΐρειους μαθητές»
(εννοεί τους οπαδούς του Θεόφιλου Καΐρη, που την εποχή εκείνη είχε
εξορισθεί στην Σκιάθο), διερωτώμενος «όταν η Ιερά Σύνοδος υβρίζεται
τοιουτοτρόπως, ποία η ασφάλεια του πολίτου από τον σαγκιλωτισμόν
[sans-culottes = οι ξεβράκωτοι, ο απλός λαός κατά την Γαλλική
Επανάσταση] και τον φατριασμόν;»17.
Οι
δύο αυτές εμπλοκές του φοιτητικού σώματος, απροσδιόριστου και άγνωστου
με εξαίρεση την περίπτωση του Σταμάτη Κρήνου, αλλά και απροσδόκητου σε
τέτοιους ρόλους, και μάλιστα στην οξύτερη φάση της αποκάλυψης της
συνωμοσίας των Φιλορθοδόξων, αναδεικνύει τους φοιτητές σε έναν από τους
βασικότερους φορείς άσκησης πολιτικής πίεσης αμέσως μετά τα κόμματα και
τον Τύπο. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τα κίνητρα της εμπλοκής
αυτής -ήταν καθαρώς πολιτικά- καθώς επίσης δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας
για την ταυτότητα των υποκινητών της φοιτητικής διαμαρτυρίας. Πίσω από
την δυναμική αυτή φοιτητική εμπλοκή κρυβόταν η συνταγματική
αντιπολίτευση, η οποία επιδίωκε με κάθε μέσο να πλήξει καίρια τον
αντίπαλο -που ανήκε στο ρωσικό κόμμα- και στην προσπάθειά της αυτή δεν
δίσταζε να αξιοποιήσει προς όφελός της τον ενθουσιασμό και την
ορμητικότητα της φoιτητιώσας νεολαίας.
Τα
δύο αυτά συμβάντα δεν παρέμειναν χωρίς συνέχεια και στα επόμενα φύλλα
του ο «Αιών» επανήλθε γράφοντας ότι ο Γεώργιος Γλαράκης προσκλήθηκε να
καταμηνύσει αυτούς που δημιούργησαν τα επεισόδια εις βάρος του, αλλά
εκείνος δεν καταδέχθηκε να προβεί σε μία τέτοια ενέργεια, δείχνοντας τα
μακρόθυμα και γενναία του αισθήματα απέναντι στους πολιτικούς του
αντιπάλους. Η Εισαγγελία, ωστόσο, κινήθηκε αυτεπάγγελτα εναντίον των
ταραξιών της νύκτας της 30ης Δεκεμβρίου, καθώς επίσης αυτεπάγγελτα
κινήθηκε και εναντίον εκείνων που εξύβρισαν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου
την Πρωτοχρονιά του 1840. Ο αρθρογράφος δεν κάνει καμία αναφορά στα
ονόματα των πρωταγωνιστών των επεισοδίων και δεν διευκρινίζει πουθενά
για το αν πρόκειται για τα ίδια άτομα η για διαφορετικά. Επιμένει ωστόσο
και γράφει ότι, για να τηρηθούν οι νόμοι και η ευταξία, θα πρέπει αυτή
μετά την καθύβριση ολόκληρου του σώματος της Ιεράς Συνόδου να
ικανοποιηθεί και να αποκατασταθεί το κύρος της.18
Φυσικά,
όπως ήταν αναμενόμενο, η υπόθεση πήρε την άγουσα στα ανακριτικά γραφεία
και ορισμένοι από τους ταραξίες ανακρίθηκαν. Ο Σταμάτης Κρήνος όμως
παρέμεινε ελεύθερος, χωρίς να διευκρινίζεται αν οι υπόλοιποι παρέμειναν
υπό κράτηση. Εύλογα διερωτάται ο «Αιών» αν ισχύει στην Ελλάδα
«αντίστροφος δικαιοσύνη, τιμωρούσα τους υπαιτίους αντί των πρωταιτίων;»,
αφήνοντας ταυτόχρονα τον υπαινιγμό ότι ο Κρήνος αφήνεται ελεύθερος και
προστατεύεται από κάποιους, ίσως για να φανεί χρήσιμος και σε άλλες
ενδεχόμενες ταραχές και διαμαρτυρίες19.
Από τις φήμες στις δίκες
Προκειμένου
να έχουμε το κλίμα της εποχής όσο το δυνατόν εναργέστερα, ας σημειωθεί
ακόμα ότι στον Τύπο διατυπώνονταν σχόλια και φήμες που κυκλοφορούσαν
σχετικά με καταστροφές και σφαγές που επρόκειτο δήθεν να κάνει η
Εταιρεία των Φιλορθοδόξων. Όλα αυτά τα προαναγγελλόμενα δεινά, μάλιστα,
είχαν άμεση σχέση με το Πανεπιστήμιο και την παιδεία. Χαρακτηριστικά ας
αποθησαυρισθεί εδώ η παρατήρηση του «Αιώνος»: «Σφαγαί του αγίου
Βαρθολομαίου ετεχνουργήθησαν, ως μέλλουσαι να ενεργηθώσι τη 1 Ιανουαρίου
1840, καθ’ όλων των ξένων παντός έθνους, καθ’ όλων των συνταγματικών,
καθ’ όλων των πεπαιδευμένων. Πυρκαϊαί γενιτσαρικαί εμορφώθησαν κατά του
Πανεπιστημίου, του Γυμνασίου και της δημοσίου Βιβλιοθήκης»20.
Και
σε επόμενα δημοσιεύματα καταγραφόταν σε περίοπτη θέση: «εμπρησμοί
επίσης των Γυμνασίων και του Πανεπιστημίου, σφαγαί των λογίων και
δολοφονία τις προωργανισμένη διεκωδωνίσθησαν παρά των ιδίων αυτών
ανθρώπων εις τα 1839»21. Καθώς επίσης επισημαινόταν ότι: «Οι πλήρεις
πάσης κακίας και αγυρτείας συκοφάνται των Αθηνών διεσάλπισαν φόνους κατά
των Λογίων, πυρπολήσεις κατά του Πανεπιστημίου, σφαγάς των Αρχών,
ανατροπήν των καθεστώτων και ενοχοποιήσεις κατά της Ιεράς Συνόδου».22
Η
στάση του Όθωνα και της κυβέρνησης απέναντι στην συνωμοσία της
Φιλoρθόδoξης Εταιρείας και τους πρωτεργάτες της ήταν επιεικής και ήπια
και ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την στάση της αντιβασιλείας απέναντι
στην «μείζονα» συνωμοσία του 1833 που είχαν οργανώσει και τότε οι
ρωσόφιλοι. Το πνεύμα σύνεσης και αποσιώπησης της διαμάχης που επικράτησε
από την πλευρά του Όθωνα οφείλεται περισσότερο στο ότι ήθελε να
διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κομμάτων· δεν ήθελε να αποξενώσει
το ρωσικό, αλλά ούτε να πριμοδοτήσει το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα·
έτσι ώστε να βγει η χώρα με όσο το δυνατό λιγότερους κραδασμούς από τον
στρόβιλο των κομματικών παθών, την στιγμή μάλιστα που σοβούσε η κρίση
του Ανατολικού Ζητήματος (1839-1841).
Οι
πολύμηνες ανακρίσεις γύρω από την διαλεύκανση της πλεκτάνης οδήγησαν
στην σύλληψη τριών ακόμα ατόμων, του Αναστάσιου Ανδρούτσου, του
Κωνσταντίνου Μαυρογιάννη και του Πέτρου Βάλβη·κανενός όμως άλλου, πολύ
δε λιγότερο από τον χώρο των φοιτητών. Και οι τρεις αυτοί ύποπτοι
απαλλάχθηκαν στις 15 Μαΐου 1840 με βούλευμα του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών της Αθήνας, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων. Οι τρεις
κύριοι υπεύθυνοι, οι Νικήτας Σταματελόπουλος, Γεώργιος Καποδίστριας και
Νικόλαος Ρενιέρης, παραπέμφθηκαν στις 11 Ιουλίου 1840 σε δίκη,
κατηγορούμενοι οι δύο πρώτοι ως οργανωτές και ο τελευταίος ως πράκτορας
μυστικής εταιρείας, της οποίας ο πρωταρχικός σκοπός ήταν ο αλύτρωτος
Ελληνισμός. Ας υπογραμμισθεί ότι οι τρεις αυτοί κύριοι υπεύθυνοι
παραπέμφθηκαν για πλημμέλημα και όχι για προδοσία, σύμφωνα με τα άρθρα
212, 214 και 217 του ποινικού κώδικα, τα οποία απαγόρευαν αυστηρά τις
μυστικές εταιρείες.
Η δίκη του
Ιουλίου εξελίχθηκε σε έναν πόλεμο εγκλήσεων και αντεγκλήσεων, όπως ο
εφημεριδογραφικός μεταξύ του «Αιώνος» και της «Αθηνάς» που μαινόταν από
τον Ιανουάριο, με αποτέλεσμα οι πέντε δικαστές να καταλήξουν σε αθωωτική
ετυμηγορία και για τους τρεις κατηγορουμένους. Η απόφαση αυτή εξόργισε
τον Όθωνα, ο οποίος κατέφυγε σε διοικητικά μέτρα, διατάσσοντας την
απέλαση του Γεώργιου Καποδίστρια από την Ελλάδα και τον περιορισμό του
Νικήτα Σταματελόπουλου στην Αίγινα23.
Συμπερασματικά
Με
την απόφαση του δικαστηρίου αυτού έκλεισε και τυπικά τον Ιούλιο του
1840 το ζήτημα της συνωμοσίας της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, ενώ ταυτόχρονα
άνοιξε το κρίσιμο ζήτημα της δυναμικής εμπλοκής των φοιτητών και της
πανεπιστημιακής κοινότητας ευρύτερα στα πολιτικά τεκταινόμενα της ζωής
του τόπου. Η δεύτερη εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος τον Δεκέμβριο του
1839, επτά μόλις μήνες από την πρώτη φοιτητική διαμαρτυρία, κατέδειξε
με αφοπλιστικό και οξύ τρόπο τους ρόλους που καλούνταν να παίξουν οι
φοιτητές ως μία συλλογικότητα που διαπραγματεύεται αιτήματα και πέραν
της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Ασφαλώς
ήταν απροσδόκητη και αιφνιδιαστική η μετάλλαξη αυτή της φοιτητικής
εμπλοκής σε μία υπόθεση που συγκλόνισε συθέμελα τις δομές της
νεοελληνικής κοινωνίας· μιας εμπλοκής που ανεπιφύλακτα παραμέρισε τα
ακαδημαϊκά κίνητρα και υιοθέτησε πολιτικά, μεθοδεύοντας συνάμα την
επίτευξη σαφών πολιτικών στόχων, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μνημονευόταν
ούτε ένα ακαδημαϊκό αίτημα, έτσι για να τηρούνταν τουλάχιστον και τα
προσχήματα. Δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι ήταν ουσιαστική και
σε βάθος η μετεξέλιξη των κινήτρων της φοιτητικής κινητοποίησης, η
οποία μέσα σε επτά μήνες εγκατέλειψε τις γνωστικές-ακαδημαϊκές αφετηρίες
της για χάρη των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η
συμμετοχή των φοιτητών στα πολιτικά τεκταινόμενα του Δεκεμβρίου του 1839
ήταν απροπαράσκευη και άμoρφη. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να παραβλέψει
κανείς ότι διέθετε κάτι από την ρομαντική ορμητικότητα της σπουδάζουσας
νεολαίας, η οποία δεν δίστασε μπροστά στις δυσκολίες και δεν είχε τον
φόβο των συνεπειών και των ύστερων υπολογισμών.
Δεν
υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η φοιτητική εμπλοκή του Δεκεμβρίου
του 1839 υπάκουσε στους ρόλους για την πολιτική ενεργοποίηση που της
είχε προσγράψει το ιδρυτικό του Πανεπιστημίου διάταγμα· απέδειξε ότι
μπορεί να προσλάβει την δική της απροσδιόριστη δυναμική· υποστασιοποίησε
την υπόθεση ότι μπορεί να γίνει έρμαιο στις επιταγές μιας πολιτικής
παράταξης· κατέδειξε ότι μπορεί να οικειοποιηθεί πολλά και ετερόκλητα
μεταξύ τους κοινωνικά στοιχεία· επισήμανε σε όλους ότι μπορεί να
διαφωνεί με τους εκάστοτε κρατούντες· επέβαλε την διερεύνηση των σχέσεων
της πολιτικής εξουσίας με το Πανεπιστήμιο, καθώς και των σχέσεων της
ακαδημαϊκής κουλτούρας με τα ιδεολογικά σχήματα της εποχής και, τέλος,
αποτέλεσε το πρώτο υπόδειγμα, παρά τις πολλές του αδυναμίες, του Τύπου
του φοιτητικού κινήματος που επρόκειτο να ευδοκιμήσει στο ελληνικό
Πανεπιστήμιο καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα· αυτού του φοιτητικού
κινήματος που είχε λόγο και τρόπους παρέμβασης στην διαμόρφωση του
συλλογικού πολιτικού γίγνεσθαι της νεοελληνικής κοινωνίας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.
I. Α. Πετρόπουλος, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό
βασίλειο (1833-1843), Αθήνα 1985-1986, τ. 1, σ. 237-247 και 365-377.
2.
Iστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 13 (1977), σ. 77-79, στο εξής: ΙΕΕ.
Επίσης Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 366, ακόμα Γ. Η. Πεντόγαλος,
«Ιδεολογία καθηγητών και φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του Οθωνικού
Πανεπιστημίου (1837-1862)», στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία,,
Αθήνα 1989, τ. 1, σ. 185-199 και Γ.Η. Πεντόγαλος, Σχολεία Ιατρικής
Παιδείας στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 33-34 και 129-130.
3.
Θ. Χρήστου, «Το φοιτητικό κίνημα και η πρώτη του εκδήλωση στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών (1839)», στα: Πρακτικά του ΙΣΤ’ Πανελληνίου
Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 289-308.
4.
Κ. Θ.Δημαράς, «Ιδεολογήματα στην αφετηρία του Ελληνικού Πανεπιστημίου»,
στα: Τα Ιστορικά, τχ. 7 (1987), σ. 3-14, ειδικότερα βλ. σ. 9-12, ακόμη
Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρομαντισμός, Αθήνα 1985, σ. 141-156, 419-427
και 472-480, επίσης Β. Σφυρόερας, «Εκατόν πενήντα χρόνια του
Πανεπιστημίου Αθηνών (Βραχύ χρονικό)», στο: 1837-1987 Εκατόν πενήντα
χρόνια, Αθήνα 1987, σ. 12-19.
5. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 70-81 και Μ. Θ. Λάσκαρις, Το Ανατολικόν Ζήτημα (1800-1923), Θεσσαλονίκη 1948, σ. 85-93.
6. ΙΕΕ, τ. 13 (1987), σ. 76-77.
7.
I. Wilharm, Die Anfange des griechischen Nationalstaates (1833-1843),
Munchen-Wien 1973, σ. 225-231 και ειδικότερα σ. 230.
8.
I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 365-367, επίσης Β. Jelavich, «The
Philorthodox Conspiracy of 1839», στο: Balkan Studies, τ. 71 (1966), σ.
89-102 και Nachlass Fr. C. von Savigny, Universitatsbibliothek: Munster,
Κ 12, Επιστολή Κ.Δ. Σχινά προς Fr. C. και G. von Savigny, Αθήνα, 30
Δεκεμβρίου 1839.
9. «Αθηνά», αρ. φ. 683, 6 Ιανουαρίου 1840.
10.
I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 367-368 και 475. Το «ανώνυμο
υπόμνημα» (χ.χ.) από το Αρχείο Μαυροκορδάτου, αρ. 5794, φακ. 21 (1841)
δημοσιεύει ο Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 2, σ. 727-744, ειδικότερα βλ.
σ. 729.
11. Β. JeIavich, ο.π., σ. 101 και Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 369.
12. ΙΕΕ, τ. 13 (1977), σ. 77-79 και Ι. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 369.
13. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1, σ. 370-371.
14.
Eνδεικτικά βλ. «Αθηνά», αρ. φ. 681, 27 Δεκεμβρίου 1839? αρ. φ. 682, 30
Δεκεμβρίου 1839· αρ. φ. 683, 6 Ιανουαρίου 1840 και αρ. φ. 684, 10
Ιανουαρίου 1840, επίσης βλ. B. Jelavich, ο.π., σ. 98.
15.
Eνδεικτικά βλ. «Αιών», αρ. φ. 120-121-122, 1 Ιανουαρίου 1840, αρ. φ.
123, 3 Ιανουαρίου 1840· αρ. φ. 124, 3 Ιανουαρίου 1840. αρ. φ. 125, 10
Ιανουαρίου 1840 και αρ. φ. 126, 14 Ιανουαρίου 1840, επίσης βλ. ΙΕΕ, τ.
13 (1977), σ. 78.
16.
O Σταμάτιος Κρήνoς (1815-1886) -το επώνυμό του στην νεότερη
βιβλιογραφία συναντάται και ως Κρίνος- ήταν από τα πιο δυναμικά στελέχη
των φοιτητικών κινητοποιήσεων της περιόδου 1839-1841. Το 1835 ήρθε στην
Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα στο αρτιπαγές Φαρμακευτικό Σχολείο, από
όπου το 1836 εξεταζόμενος από το Ιατροσυνέδριο πήρε το δίπλωμα του
φαρμακοποιoύ. Προκειμένου να ολοκληρώσει την εγκύκλιο παιδεία του,
εγγράφηκε στο Γυμνάσιο, ενώ συγχρόνως άνοιξε δικό του φαρμακείο. Έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι ο Κρήνος εγγράφηκε και στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ευσταθεί όμως η άποψη αυτή, διότι μία
συστηματική έρευνα στο «Μητρώο των φοιτητών του εν Αθήναις Βασιλικού
Πανεπιστημίου Όθωνος» έδειξε ότι το όνομά του δεν ανευρίσκεται ανάμεσα
στα άλλα.
Το
1841 ο Κρήνος πήγε για μία διετία στην Πίζα και κατόπιν ως το 1846 στο
Παρίσι για ανώτερες σπουδές. Στην Αθήνα επανήλθε το 1850 και έγινε
υφηγητής της Οργανικής Χημείας και το 1861 διορίσθηκε τακτικός καθηγητής
της Φαρμακολογίας και Φαρμακευτικής στην Ιατρική Σχολή. Υπήρξε μία
ενδιαφέρουσα προσωπικότητα και κατέλιπε σημαντικό συγγραφικό έργο. Για
περισσότερα βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 15, σ. 226, επίσης Χ.
Λάζος, Ελληνικό φοιτητικό κίνημα (1821-1973), Αθήνα 1987, σ. 60-62 και
Γ. Η. Πεντόγαλος, Σχολεία Ιατρικής Παιδείας στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη
1991, σ. 33-34 και 129-130.
17. «Αιών», αρ. φ. 123, 3 Ιανουαρίου 1840.
18.
«Αιών», αρ. φ. 124, 3 Ιανουαρίου 1840. Η ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1840
στo φύλλο αυτό (αρ. 124) είναι ίδια με την ημερομηνία τoυ προηγούμενου
φύλλου (αρ. 123), επομένως είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για λάθος από
παραδρομή. Ο «Αιών» κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα, Τετάρτη και
Κυριακή. Ως εκ τούτου, στο φύλλο 124 θα έπρεπε να γραφεί η ημερομηνία 7
Ιανουαρίου 1840 (Κυριακή) και όχι 3 Ιανουαρίου 1840 (Τετάρτη).
Ένα
άλλο σημείο που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι μέσα στο ευρύτερο
πνεύμα αποσιώπησης της κρίσης και επιείκειας που υιοθέτησε ο Όθωνας για
την επίλυση της διαμάχης, όλες αυτές οι αυτεπάγγελτες διώξεις της
Εισαγγελίας κατά των φοιτητών θα πρέπει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις,
να ανεστάλησαν σιωπηρά.
19. «Αιών», αρ. φ. 125, 10 Ιανουαρίου 1840.
20. «Αιών», αρ. φ. 120-121-122, 1 Ιανουαρίου 1840.
21. «Αιών», αρ. φ. 131, 28 Ιανουαρίου 1840.
22.
«Αιών», αρ. φ. 140, 25 Φεβρουαρίου 1840. Ας επισημανθεί ακόμη εδώ ότι
τα Πρακτικά ενός από τα πιο σημαντικά συλλογικά όργανα του
Πανεπιστημίου, που ήταν το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο και που διαφυλάσσονται
στο Αρχείο του Εθνικού και Καπoδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σιωπούν
γύρω από τις επίμαχες αυτές διεργασίες.
23. I. Α. Πετρόπουλος, ο.π., τ. 1. σ. 375-377 και 478-479.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου