a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Του Μάρκου Χαρίτου

Στα χείλη όλων πλέον βρίσκεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να βιώνουμε αυτή την καθολική καταστροφή και η αντίδραση να είναι σχεδόν μηδαμινή;

Οι μεγαλύτεροι θυμούνται ότι σε άλλες εποχές με πολύ σκληρότερους κατασταλτικούς μηχανισμούς υπήρχαν πυκνότερες και εντονότερες εκδηλώσεις αντίστασης. Σήμερα όμως, ύστερα από το ατελέσφορο κίνημα των αγανακτισμένων, η κοινωνία έχει βυθιστεί σ’ ένα λήθαργο από τον οποίον όλο και περισσότεροι εξέρχονται δίνοντας τέλος στην ζωή τους.
Η μεγάλη διαφορά με άλλες εποχές είναι η μακρόχρονη ιδιώτευση που προηγήθηκε και η αποδόμηση κάθε έννοιας συλλογικής δράσης και ύπαρξης. Επί δεκαετίες ζήσαμε την ταύτιση του ατομισμού με μία συνθήκη διαρκούς οικονομικής ανόδου, άλλοτε πραγματικής και άλλοτε τεχνητά διογκωμένης, που αν και προκλητικά άνισα μοιρασμένη, έμοιαζε να δικαιώνει τον ατομισμό ως επιλογή.

Στο τέλος αυτής της περιόδου όταν βίαια η ανάγκη της ύπαρξης συλλογικών δεσμών έγινε φανερή, διαπιστώσαμε με φρίκη ότι έχει χαθεί ή μάλλον καλύτερα έχει διαγραφεί κάθε μνήμη ή εμπειρία συλλογικής ύπαρξης, γιατί όπως έγινε φανερό το μέγα πλήθος δεν αποτελεί πρόκριμα για συλλογική δράση.
Από τις μαζικές συγκεντρώσεις που πυροδότησε το κίνημα των αγανακτισμένων δεν ξεπήδησε κάποια νέα συλλογικότητα που να αντιστοιχεί στο μεγά πλήθος των ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν χωρίς να αποκρυσταλλωθούν σε κάτι χειροπιαστό, ικανό να πετύχει μία ζωογόνο νίκη.

Στην θέση των μεγάλων συλλογικοτήτων που τις συνέχει ένα κοινό όραμα, αντικρίζουμε: στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, από την μία το Άγιο Όρος ή το πολιτικό άβατο του ΚΚΕ και από την άλλη το καλειδοσκοπικό φαινόμενο των συνιστωσών που μπερδεύουν το μήκος του ίσκιου τους με το πραγματικό τους ύψος, στον χώρο που κάποτε ήταν εδραιωμένο το ΠΑΣΟΚ και οι μαζικές του οργανώσεις υπάρχουν από καιρό ερείπια, ενώ προς τα δεξιά παρατηρούμε την υπερδιόγκωση της Χ.Α. που προσομοιώνει κάθε είδους και προέλευσης κινηματικά χαρακτηριστικά και συνθήματα χωρίς να ξεχνά και τις παλιές καλές πρακτικές του ελληνικού ακροδεξιού χώρου.

Σαν από μηχανής θεός η ένταση της διαμάχης και τα αλληλοκαρφώματα ΔΝΤ (Αμερικάνων και Αγγλοσαξώνων) και Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Γερμανών και της βόρειας συμμαχίας) δίνουν την δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα, ύστερα από μία τριετία ήττας και απελπισίας και μάλιστα σε μία συγκυρία που η κυβέρνηση, τουλάχιστον σε επίπεδο πρωθυπουργού, είχε πετύχει να επιβάλλει στο επικοινωνιακό παιχνίδι τον ρυθμό της.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: θα καταφέρει το πολιτικό σύστημα να αυτοιανθεί εγκαίρως, εκμεταλλευόμενο ίσως και την πιθανότητα ενός νέου κουρέματος;
Για να διατηρηθεί στα πράγματα θα του επιτραπεί να ρίξει στην ζυγαριά κάποια συμψηφιστική ρύθμιση του κατοχικού δανείου και στην λήθη τις πολλαπλάσιες σε μέγεθος πολεμικές αποζημιώσεις;
Πιθανόν οι προσπάθειες να σερβιρισθεί το θέμα του κατοχικού δανείου από παράγοντες που στο παρελθόν έδειξαν χαρακτηριστική αδιαφορία ή ευθέως έχουν πολιτική ευθύνη, έχουν να κάνουν με τις νομικές και πολιτικές δυσκολίες να εγκριθούν, από το Γερμανικό κοινοβούλιο, νέες πιστώσεις σε σχέση με το πρόγραμμα διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας, έτσι, το κόστος ενός νέου κουρέματος του Ελληνικού χρέους, με κάποιον ασαφή προς το παρόν τρόπο, θα μπορούσαμε να συμψηφιστεί με το κατοχικό δάνειο.
Στον αντίποδα του «ρεαλιστικού» σεναρίου, γύρω από ποιες αξίες θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα νέο συλλογικό βίωμα, ικανό να μας βγάλει από τον λήθαργο και να ενώσει τα κονιορτοπημένα άτομα σε ένα λαό ικανό να παλέψει για την ύπαρξή του;
Τι χρειάζεται; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να βρούμε την θέληση, την διαύγεια αλλά και την εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, για να μεταμορφωθεί το ασύνδετο πλήθος των απελπισμένων σε πολιτικό σώμα ικανό να κρίνει, να σχεδιάσει και να δράσει.

Τραγωδία και Δημοκρατία.
Χρειάζεται αναζωογόνηση και ξύπνημα της μνήμης που ακόμη βρίσκεται  είτε προσηλωμένη στην λήθη που επί χρόνια αυτοδιαφημιζόταν ως ρεαλισμός και επαφή με την πραγματικότητα είτε το βλέμμα της είναι θολωμένο από την ξαφνική στροφή προς το φως. Δεν είναι παράξενο σε μία κοινωνία που οι δοσίλογοι ποτέ δεν έδωσαν λογαριασμό, η διαχείριση της συλλογικής μνήμης να είναι προβληματική. Δεν είναι παράξενο που με αυστηρή συνέπεια η παρούσα κρίση εκδιπλώθηκε μέσα από τους χειρισμούς ανθρώπων, οι διαγενεακοί δεσμοί των οποίων οδηγούν στις ποιο σκοτεινές πλευρές της πρόσφατης ιστορίας.

Η νηφάλια κρίση δεν στερείται προθετικότητας, ο καθένας που εκφράζει μία κρίση την εκφέρει από μία συγκεκριμένη θέση-άποψη και προσβλέπει σε κάτι, πώς μπορεί όμως να είναι ακριβοδίκαια η κρίση όταν στην κοινωνία μας οι κρυφές προθέσεις είναι σημαντικότερες από τις δημόσια εκφραζόμενες. Όσο και αν είναι δύσκολο η οργή δεν πρέπει να περιοριστεί στο λυτρωτικό ξέσπασμα, αντίθετα πρέπει να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη για κριτική σκέψη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε νέο σχεδιασμό, αλλιώς η δράση σύντομα θα συναντηθεί με το ασφυκτικό πλαίσιο που έχει οικοδομηθεί.

Η επιδίωξη της αλήθειας δεν ήταν ποτέ το φόρτε των επίσημων ιδεολογικών μηχανισμών του Ελληνικού κράτους και του Ελληνικού κατεστημένου, ακόμη και την δική τους αλήθεια έχουν επιλέξει να την κρατούν καλά κρυμμένη τυλιγμένη με συνωμοτικό σκοτάδι. Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος του ψεύδους και της λήθης χρειάζεται να δούμε το τέρας κατάματα τώρα που το πέπλο έχει πέσει και τα μάτια είναι ορθάνοικτα από τον πόνο και την οδύνη των πειραματισμών των οποίων είμαστε υποκείμενα. Η Ελλάδα έχει για μία ακόμη φορά γίνει άθυρμα και μήλον της έριδος στα χέρια αντίθετων γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με βολικά ψέματα ή να ξεβολευτούμε και να διαλέξουμε τον δρόμο της αλήθειας.

Τα χρυσά χρόνια της Δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα συμβαδίζουν με την γέννηση και την ακμή της Τραγωδίας, καλλιτεχνικό είδος που σβήνει αφήνοντας αιώνιο ίχνος μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η Τραγωδία αναπτύχθηκε πάνω στο έδαφος της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που προσφέρει μία πινακοθήκη εικόνων και αφηγήσεων που αποτυπώνουν αρχετυπικές στιγμές της ανθρώπινης κατάστασης. Το αρχαίο θέατρο, λειτουργικά αντίστοιχο της εκκλησίας του Δήμου, δεν επέλεξε βολικές μυθοπλασίες για να ανοίξει μία παραμυθητική οδό διαφυγής από την πραγματικότητα, αντίθετα διάλεξε το στέρεο έδαφος των αρχαίων μύθων που «ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν αλλά σημαίνουν», τους επανερμήνευσε δημιουργικά για να μιμηθεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δημοκρατία και τραγωδία πάνε χέρι με χέρι, δίνοντας το παράδειγμα ότι η Δημοκρατία θέλει τον πολίτη ικανό να αντιμετωπίζει κατάματα το τραγικό και αναπότρεπτο πεπρωμένο.
Για να ενώσεις ανθρώπους, για να δώσεις πνοή σε ένα λαό χρειάζεται και ένα μυθικό υπόβαθρο, η αρχαία τραγωδία μαζί με άλλες εκδηλώσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, ήταν μία διαδικασία μέθεξης των πολιτών σε ένα σύμπαν όπου ο μύθος ήταν οδηγός στην αλήθεια και όχι στην παραμυθία.

Η πάλη για ένα καλύτερο αύριο διεξάγεται μέχρι στιγμής χωρίς την παρουσία ενός ψυχικού ρευστού που να προσφέρει το απαραίτητο αίσθημα ανάτασης, συνοχής και ενότητας στον λαό και αυτό δεν είναι μία έλλειψη αλλά η Έλλειψη.
Μνήμη, κρίση, αλήθεια και μύθος.

Του Μάρκου Χαρίτου

Στα χείλη όλων πλέον βρίσκεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να βιώνουμε αυτή την καθολική καταστροφή και η αντίδραση να είναι σχεδόν μηδαμινή;

Οι μεγαλύτεροι θυμούνται ότι σε άλλες εποχές με πολύ σκληρότερους κατασταλτικούς μηχανισμούς υπήρχαν πυκνότερες και εντονότερες εκδηλώσεις αντίστασης. Σήμερα όμως, ύστερα από το ατελέσφορο κίνημα των αγανακτισμένων, η κοινωνία έχει βυθιστεί σ’ ένα λήθαργο από τον οποίον όλο και περισσότεροι εξέρχονται δίνοντας τέλος στην ζωή τους.
Η μεγάλη διαφορά με άλλες εποχές είναι η μακρόχρονη ιδιώτευση που προηγήθηκε και η αποδόμηση κάθε έννοιας συλλογικής δράσης και ύπαρξης. Επί δεκαετίες ζήσαμε την ταύτιση του ατομισμού με μία συνθήκη διαρκούς οικονομικής ανόδου, άλλοτε πραγματικής και άλλοτε τεχνητά διογκωμένης, που αν και προκλητικά άνισα μοιρασμένη, έμοιαζε να δικαιώνει τον ατομισμό ως επιλογή.

Στο τέλος αυτής της περιόδου όταν βίαια η ανάγκη της ύπαρξης συλλογικών δεσμών έγινε φανερή, διαπιστώσαμε με φρίκη ότι έχει χαθεί ή μάλλον καλύτερα έχει διαγραφεί κάθε μνήμη ή εμπειρία συλλογικής ύπαρξης, γιατί όπως έγινε φανερό το μέγα πλήθος δεν αποτελεί πρόκριμα για συλλογική δράση.
Από τις μαζικές συγκεντρώσεις που πυροδότησε το κίνημα των αγανακτισμένων δεν ξεπήδησε κάποια νέα συλλογικότητα που να αντιστοιχεί στο μεγά πλήθος των ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν χωρίς να αποκρυσταλλωθούν σε κάτι χειροπιαστό, ικανό να πετύχει μία ζωογόνο νίκη.

Στην θέση των μεγάλων συλλογικοτήτων που τις συνέχει ένα κοινό όραμα, αντικρίζουμε: στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, από την μία το Άγιο Όρος ή το πολιτικό άβατο του ΚΚΕ και από την άλλη το καλειδοσκοπικό φαινόμενο των συνιστωσών που μπερδεύουν το μήκος του ίσκιου τους με το πραγματικό τους ύψος, στον χώρο που κάποτε ήταν εδραιωμένο το ΠΑΣΟΚ και οι μαζικές του οργανώσεις υπάρχουν από καιρό ερείπια, ενώ προς τα δεξιά παρατηρούμε την υπερδιόγκωση της Χ.Α. που προσομοιώνει κάθε είδους και προέλευσης κινηματικά χαρακτηριστικά και συνθήματα χωρίς να ξεχνά και τις παλιές καλές πρακτικές του ελληνικού ακροδεξιού χώρου.

Σαν από μηχανής θεός η ένταση της διαμάχης και τα αλληλοκαρφώματα ΔΝΤ (Αμερικάνων και Αγγλοσαξώνων) και Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Γερμανών και της βόρειας συμμαχίας) δίνουν την δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα, ύστερα από μία τριετία ήττας και απελπισίας και μάλιστα σε μία συγκυρία που η κυβέρνηση, τουλάχιστον σε επίπεδο πρωθυπουργού, είχε πετύχει να επιβάλλει στο επικοινωνιακό παιχνίδι τον ρυθμό της.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: θα καταφέρει το πολιτικό σύστημα να αυτοιανθεί εγκαίρως, εκμεταλλευόμενο ίσως και την πιθανότητα ενός νέου κουρέματος;
Για να διατηρηθεί στα πράγματα θα του επιτραπεί να ρίξει στην ζυγαριά κάποια συμψηφιστική ρύθμιση του κατοχικού δανείου και στην λήθη τις πολλαπλάσιες σε μέγεθος πολεμικές αποζημιώσεις;
Πιθανόν οι προσπάθειες να σερβιρισθεί το θέμα του κατοχικού δανείου από παράγοντες που στο παρελθόν έδειξαν χαρακτηριστική αδιαφορία ή ευθέως έχουν πολιτική ευθύνη, έχουν να κάνουν με τις νομικές και πολιτικές δυσκολίες να εγκριθούν, από το Γερμανικό κοινοβούλιο, νέες πιστώσεις σε σχέση με το πρόγραμμα διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας, έτσι, το κόστος ενός νέου κουρέματος του Ελληνικού χρέους, με κάποιον ασαφή προς το παρόν τρόπο, θα μπορούσαμε να συμψηφιστεί με το κατοχικό δάνειο.
Στον αντίποδα του «ρεαλιστικού» σεναρίου, γύρω από ποιες αξίες θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα νέο συλλογικό βίωμα, ικανό να μας βγάλει από τον λήθαργο και να ενώσει τα κονιορτοπημένα άτομα σε ένα λαό ικανό να παλέψει για την ύπαρξή του;
Τι χρειάζεται; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να βρούμε την θέληση, την διαύγεια αλλά και την εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, για να μεταμορφωθεί το ασύνδετο πλήθος των απελπισμένων σε πολιτικό σώμα ικανό να κρίνει, να σχεδιάσει και να δράσει.

Τραγωδία και Δημοκρατία.
Χρειάζεται αναζωογόνηση και ξύπνημα της μνήμης που ακόμη βρίσκεται  είτε προσηλωμένη στην λήθη που επί χρόνια αυτοδιαφημιζόταν ως ρεαλισμός και επαφή με την πραγματικότητα είτε το βλέμμα της είναι θολωμένο από την ξαφνική στροφή προς το φως. Δεν είναι παράξενο σε μία κοινωνία που οι δοσίλογοι ποτέ δεν έδωσαν λογαριασμό, η διαχείριση της συλλογικής μνήμης να είναι προβληματική. Δεν είναι παράξενο που με αυστηρή συνέπεια η παρούσα κρίση εκδιπλώθηκε μέσα από τους χειρισμούς ανθρώπων, οι διαγενεακοί δεσμοί των οποίων οδηγούν στις ποιο σκοτεινές πλευρές της πρόσφατης ιστορίας.

Η νηφάλια κρίση δεν στερείται προθετικότητας, ο καθένας που εκφράζει μία κρίση την εκφέρει από μία συγκεκριμένη θέση-άποψη και προσβλέπει σε κάτι, πώς μπορεί όμως να είναι ακριβοδίκαια η κρίση όταν στην κοινωνία μας οι κρυφές προθέσεις είναι σημαντικότερες από τις δημόσια εκφραζόμενες. Όσο και αν είναι δύσκολο η οργή δεν πρέπει να περιοριστεί στο λυτρωτικό ξέσπασμα, αντίθετα πρέπει να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη για κριτική σκέψη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε νέο σχεδιασμό, αλλιώς η δράση σύντομα θα συναντηθεί με το ασφυκτικό πλαίσιο που έχει οικοδομηθεί.

Η επιδίωξη της αλήθειας δεν ήταν ποτέ το φόρτε των επίσημων ιδεολογικών μηχανισμών του Ελληνικού κράτους και του Ελληνικού κατεστημένου, ακόμη και την δική τους αλήθεια έχουν επιλέξει να την κρατούν καλά κρυμμένη τυλιγμένη με συνωμοτικό σκοτάδι. Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος του ψεύδους και της λήθης χρειάζεται να δούμε το τέρας κατάματα τώρα που το πέπλο έχει πέσει και τα μάτια είναι ορθάνοικτα από τον πόνο και την οδύνη των πειραματισμών των οποίων είμαστε υποκείμενα. Η Ελλάδα έχει για μία ακόμη φορά γίνει άθυρμα και μήλον της έριδος στα χέρια αντίθετων γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με βολικά ψέματα ή να ξεβολευτούμε και να διαλέξουμε τον δρόμο της αλήθειας.

Τα χρυσά χρόνια της Δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα συμβαδίζουν με την γέννηση και την ακμή της Τραγωδίας, καλλιτεχνικό είδος που σβήνει αφήνοντας αιώνιο ίχνος μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η Τραγωδία αναπτύχθηκε πάνω στο έδαφος της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που προσφέρει μία πινακοθήκη εικόνων και αφηγήσεων που αποτυπώνουν αρχετυπικές στιγμές της ανθρώπινης κατάστασης. Το αρχαίο θέατρο, λειτουργικά αντίστοιχο της εκκλησίας του Δήμου, δεν επέλεξε βολικές μυθοπλασίες για να ανοίξει μία παραμυθητική οδό διαφυγής από την πραγματικότητα, αντίθετα διάλεξε το στέρεο έδαφος των αρχαίων μύθων που «ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν αλλά σημαίνουν», τους επανερμήνευσε δημιουργικά για να μιμηθεί την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δημοκρατία και τραγωδία πάνε χέρι με χέρι, δίνοντας το παράδειγμα ότι η Δημοκρατία θέλει τον πολίτη ικανό να αντιμετωπίζει κατάματα το τραγικό και αναπότρεπτο πεπρωμένο.
Για να ενώσεις ανθρώπους, για να δώσεις πνοή σε ένα λαό χρειάζεται και ένα μυθικό υπόβαθρο, η αρχαία τραγωδία μαζί με άλλες εκδηλώσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, ήταν μία διαδικασία μέθεξης των πολιτών σε ένα σύμπαν όπου ο μύθος ήταν οδηγός στην αλήθεια και όχι στην παραμυθία.

Η πάλη για ένα καλύτερο αύριο διεξάγεται μέχρι στιγμής χωρίς την παρουσία ενός ψυχικού ρευστού που να προσφέρει το απαραίτητο αίσθημα ανάτασης, συνοχής και ενότητας στον λαό και αυτό δεν είναι μία έλλειψη αλλά η Έλλειψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου