Ο ποιητής και το έργο
Ο τίτλος της ωδής που εξετάζουμε αναφέρεται στους Αγαρηνούς (το ουσιαστικοποιημένο επίθετο συμπεριλαμβάνει τους Άραβες και τους Τούρκους αφού μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται σε άλλα καλβικά ποιήματα, π.χ. “Εις τον Προδότην” στρ. ια΄, “Τα Ηφαίστεια” στρ. λα΄, και αλλού). Οι Αγαρηνοί όμως δεν είναι το αντικείμενο του ηρωικού τραγουδιού, είναι η αιτία του. Μετά τον τίτλο της η ωδή φαίνεται ν’ αλλάζει κατεύθυνση: οι βασανιστές των λαών (όχι των Ελλήνων ειδικώς) είναι γενικά “οι μύριοι τύραννοι”, “αυτοί”, “οι τύραννοι”. Άρα, οι Αγαρηνοί αποτέλεσαν την αιτία: δάνεισαν το όνομά τους στους τωρινούς μουσουλμάνους, τους Τούρκους, τους άμεσους αντιπάλους και κατόπιν γενικεύτηκαν ως οι τύραννοι στο σύνολό τους.
[Αφού η “Λύρα” τυπώθηκε το 1824, η συγγραφή του έργου έχει προηγηθεί της απόβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, άρα οι Αγαρηνοί δεν είναι οι Άραβες - οι Αιγύπτιοι. Οι Αγαρηνοί είναι εχθροί με βάση την Παλαιά Διαθήκη: ο γιος της Άγαρ (Μωαμεθανοί) εχθρός κι αντίπαλος του γιου της Σάρας (Εβραίοι και κατόπιν Χριστιανοί). Μια τέτοια αντίθεση εμφανίζεται πιο συμβατή με την ποίηση των κλασικιστών που αρύονται τα θέματά τους από το κλασικό και το θρησκευτικό παρελθόν, κι αν τα λάβουν από τον σύγχρονό τους κόσμο, ψάχνουν να βρουν τις αντιστοιχίες τους με τα παλιότερα.]
Ερμηνευτική ανάγνωση
Η πρώτη εικόνα του θεού, που “‘Ενας και μόνος”, “αστράπτει”, λάμπει, καθώς κρέμονται κάτω από τα πόδια του μετέωρα όλα τα έθνη ενώ οι άνεμοι “κοιμώνται”. Η ακινησία στη γ’ στροφή με το αρχικό “Αλλά” καταλύεται. Η αντίθεση δημιουργείται από τη φωνή του θεού, φωνή δικαιοσύνης, τιμωρητική: οι ψυχές των ανόμων “ως αίματος σταγόνες” πέφτουν στον Άδη και, παράλληλα, ως “αργυρέα ομίχλη”, ανεβαίνει “τα υψηλά” το ρεύμα που αποτελούν τα πνεύματα των οσίων, για να γίνει πολλαπλασιαστικά ποταμοί φωτός και δόξης. Οι “ποταμοί” είναι μια από τις λέξεις που αναδρομικά κάνει την εικόνα αναγνωρίσιμη. Ο ποιητής δεν περιγράφει μια εικόνα του Θεού που βλέπει ο ίδιος, αλλά μια εικόνα ζωγραφισμένη στις εκκλησίες. Μια “δίκαιη κρίση”, όπου αριστερά από το θρόνο του θεού που βεβαίως “αστράπτει” από το φωτοστέφανο κυλά προς τα κάτω το αιμάτινο ποτάμι παρασύροντας τους κολασμένους και ανεβαίνουν δεξιά σμάρια οι ψυχές των οσίων, ασημένιο σύννεφο τα φωτοστέφανά τους! Ο Θεός λοιπόν, ένας και μόνος, κρίνει δίκαια και κατακρίνει.
Σχολιάζεται η γλωσσική τόλμη που συμπαρατάσσει την αρχαιοπρεπή “αργυρέαν” με το δημοτικιστικό επίρρημα “τα υψηλά” (έχει τη λειτουργία που έχει στο τραγούδι ο στίχος “να ’μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου”). Αφού σχολιάσουμε τη μορφή της γλώσσας, εντοπίζουμε και τα τεχνικά στοιχεία της ποίησης του Κάλβου: πεντάστιχες ιαμβικές στροφές, ανομοιοκατάληκτες, με 4 στίχους επτασύλλαβους και τον τελευταίο πεντασύλλαβο, και πλήθος συνιζήσεων που φαίνονται να εκβιάζουν κάπως το ρυθμό.
Στην ε΄ στροφή ο ποιητής εισάγει το πρώτο πρόσωπο του ρήματος (“βλέπω”) και έτσι εισάγεται ο ίδιος στο λόγο. Παρατηρεί για να μας στρέψει όλους στην παρατήρηση: “μόνον βλέπω τον ‘Ηλιον”. Ο Θεός εκεί που δεν φτάνει του ανθρώπου το μάτι, όπως τον παρουσιάζουν στις εκκλησιές, και ο ‘Ηλιος, που όλοι μαζί με τον ποιητή μπορούν να τον δουν, έχουν κοινό χαρακτηριστικό: Είναι “μόνοι” και δίκαιοι. Τον ίδιο νόμο που ο θεός εφαρμόζει στις ψυχές των ανθρώπων ο ήλιος επιβάλλει στους πλανήτες: δίκαιον νόμον. ‘Οντας αιώνιο πρότυπο, ιδέα της χαράς ο ίδιος φωτίζει ωστόσο και καταστάσεις μη χαρούμενες: τα έργα των θνητών (που είναι “πολύπονοι”, όπως και στον Πίνδαρο) απαιτούν πόνο=κόπο. Ο μόνος λοιπόν κυρίαρχος του ουρανού αφήνει τα σκήπτρα του οικειοθελώς για να μπορέσουν οι “πολύπονοι” να διακόψουν τους κόπους τους. Η διπλά αναφερθείσα ανάγκη των ανθρώπων κάνει τον ήλιο να παραιτείται από την κυριαρχία του. Είναι λοιπόν όχι μόνον μοναδικός κυβερνήτης και δίκαιος, αλλά και φιλάνθρωπος.
Στη στροφή η΄ αλλάζει το θέμα. Οι περιγραφές των μοναδικών οντοτήτων παραχωρούν τη θέση τους σε ερωτήσεις με δεδομένη απάντηση, ερωτήσεις ρητορικές. Αυτή η στροφή δίνει στο ποίημα τόνο έργου που προορίζεται για ανάγνωση σε πλήθος, εμψυχωτικού τραγουδιού, “ωδής”.
Ο ποιητής ρωτάει (αναρωτιέται) αν υπάρχει άλλη περίπτωση μοναδικού, δυνατού και δίκαιου κυβερνήτη. Και το ρωτάει με επαναλαμβανόμενα “ποίος” και “διατί”, η συνέχεια των οποίων διακόπτεται από μια αγωνιώδη βιασύνη που παρεμβάλλει ανάμεσα στους βωμούς, το θυμίαμα και τους ύμνους τους μυρίους τυράννους (στ. 38-40). Απάντηση στις ερωτήσεις δεν δίνεται, αλλά παρουσιάζεται ειρωνικά, με τρία θαυμαστικά, παρωδείται η γνώμη των τυράννων για τον εαυτό τους. Ο σχετλιασμός κατόπιν υποχωρεί και η ειρωνεία δίνει τη θέση της στην πίκρα του ποιητή που θυμάται το ρόλο των τυράννων ως κριτών που ποτέ δεν έδειξαν δικαιοσύνη και ευσπλαχνία. Απαιτούν λοιπόν τα του θεού πράττοντας τα αντίθετα και ποδοπατούν το “χρυσόν ζύγωθρον του ορθού νόμου”. Έτσι, ό,τι πρωτύτερα επιβαλλόταν ως θεϊκή τάξη, συντρίβεται.
Σχολιάζεται η εικονοπλασία του Κάλβου στις παρακάτω στροφές όπου παρουσιάζονται τα είδη των αδικιών εναντίον των υποδούλων-υπηκόων.
Σε ανακεφαλαίωση, στην ιζ΄ στροφή, επαναλαμβάνεται ότι οι τύραννοι ζητούν τον ιδρώτα και το αίμα και η απαίτησή τους κορυφώνεται στην “πνοήν”. Οι υπήκοοι δεν πρέπει ούτε καν να λυπούνται για τις αδικίες. Η στροφή ιθ’, με την επανάληψη του οικτιρμού “αλίμονον” φέρνει το θέμα στην αιτία ανυπακοής στους τυράννους. Μπορεί οι άνθρωποι να δεχτούν τη θεία φώτιση και να μην υπακούσουν στους ψευτοηγεμόνες της γης. (Η “ακτίνα αληθείας” μπορεί να οδηγήσει το μυαλό μας στην
εικονογράφηση της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος). Δύσκολη θα είναι η ζωή καθενός που θα ανακαλύψει, θα δεχτεί από το θεό την αλήθεια και βέβαια, αφού τη γνωρίσει, θα πάρει απόφαση να δράσει, θα [ζωοποιηθεί], θα ζωντανέψει, έστω και αν τον περιμένουν ο θάνατος ή οι φυλακές και τα βάσανα. Ο ποιητής ήξερε από αυτά, καθώς γνώρισε και τη φυλακή και την εξορία. Το βίωμα γίνεται ποίηση, η ιδέα οδηγεί τη ζωή. (Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας κινητοποίησε τη μούσα του Κάλβου).
Μετά την περιγραφή της ζωής που επιβάλλουν οι τύραννοι, το ποίημα παίρνει στη στροφή κα’ μια απροσδόκητη τροπή. Το “εγώ”, υποκείμενο του “βλέπω” στην ε’ στροφή, επανέρχεται έντονα για να δώσει τη λύση: δεν θα γονατίσει, δεν θα υποταχτεί στους τυράννους. Αν αυτό συμβεί, θα ταραχτεί η ισορροπία του κόσμου, θα επέμβει η θεία δίκη, θα τον τινάξει στο “βάραθρον”. Σχολιάζουμε ότι ο ποιητής αρνιέται την υποταγή στον τύραννο γιατί αυτή αντιβαίνει στη ισορροπία του κόσμου όπως την καθορίζει η θεία δίκη. Ο ποιητής λοιπόν βρίσκεται πιο ψηλά, ατάραχος “κατεβάζει” το βλέμμα προς τους τυράννους, περιφρονητικά προφανώς. Άρα, μπορεί κάποιος να γλιτώσει από τους τυράννους, μπορεί να διακηρύξει, με μια επαναστατική ωδή, τη γνώμη του, την ανυποταξία του, την άρνησή του, στους άλλους. Άρα, η θεία τάξη ισχύει και οι ψυχές των ανόμων θα καταλήξουν στον Άδη ως “αίματος σταγόνες” στη δίκαιη κρίση, αλλά και επί της γης, αφού μπορούν να υπάρχουν άνθρωποι φωτισμένοι που τους αρνούνται, υπάρχει ελπίδα τιμωρίας τους.
Το ποίημα θα μπορούσε να έχει τελειώσει εδώ, αφήνοντας ως αίσθηση αυτό τον υψηλό τόνο. Επιστρατεύεται ωστόσο μια τελευταία ειρωνική παρατήρηση και μετά δημιουργείται με το τέλος του μια έντονη, ζοφερή εικόνα, που μένει ως είδος επιλόγου: Η “λαμπρότητα” των τυράννων έχει μια έννοια. Φωτίζουν, αλλά όπως οι φλόγες της πυρκαγιάς. Αντί να λάμπουν, απλώς αποκαλύπτουν (αν δε δημιουργούν) τη δυστυχία των ανθρώπων.
Έκανε λοιπόν ο Κάλβος ένα υψηλό και διδακτικό ποίημα με μια ηθική κρούση και μια συναισθηματική πρόταση. ‘Ενα ποίημα “κλασικό” με ρομαντικό πάθος! (Εδώ είναι χρήσιμη μια ακόμα αναφορά στον κλασικισμό και το ρομαντισμό.) Μας μίλησε για τους τυράννους όλους ξεκινώντας από τους Αγαρηνούς (Από το μέρος στο όλον) και τόνισε όχι μόνο τα αγαθά της ελευθερίας, αλλά και την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που ανθίσταται στην καταπίεση.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ανδρέας Κάλβος
Για τα εργοβιογραφικά στοιχεία στην πηγή : http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/10/2634.html
Ο τίτλος της ωδής που εξετάζουμε αναφέρεται στους Αγαρηνούς (το ουσιαστικοποιημένο επίθετο συμπεριλαμβάνει τους Άραβες και τους Τούρκους αφού μ’ αυτή την έννοια χρησιμοποιείται σε άλλα καλβικά ποιήματα, π.χ. “Εις τον Προδότην” στρ. ια΄, “Τα Ηφαίστεια” στρ. λα΄, και αλλού). Οι Αγαρηνοί όμως δεν είναι το αντικείμενο του ηρωικού τραγουδιού, είναι η αιτία του. Μετά τον τίτλο της η ωδή φαίνεται ν’ αλλάζει κατεύθυνση: οι βασανιστές των λαών (όχι των Ελλήνων ειδικώς) είναι γενικά “οι μύριοι τύραννοι”, “αυτοί”, “οι τύραννοι”. Άρα, οι Αγαρηνοί αποτέλεσαν την αιτία: δάνεισαν το όνομά τους στους τωρινούς μουσουλμάνους, τους Τούρκους, τους άμεσους αντιπάλους και κατόπιν γενικεύτηκαν ως οι τύραννοι στο σύνολό τους.
[Αφού η “Λύρα” τυπώθηκε το 1824, η συγγραφή του έργου έχει προηγηθεί της απόβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, άρα οι Αγαρηνοί δεν είναι οι Άραβες - οι Αιγύπτιοι. Οι Αγαρηνοί είναι εχθροί με βάση την Παλαιά Διαθήκη: ο γιος της Άγαρ (Μωαμεθανοί) εχθρός κι αντίπαλος του γιου της Σάρας (Εβραίοι και κατόπιν Χριστιανοί). Μια τέτοια αντίθεση εμφανίζεται πιο συμβατή με την ποίηση των κλασικιστών που αρύονται τα θέματά τους από το κλασικό και το θρησκευτικό παρελθόν, κι αν τα λάβουν από τον σύγχρονό τους κόσμο, ψάχνουν να βρουν τις αντιστοιχίες τους με τα παλιότερα.]
Ερμηνευτική ανάγνωση
Η πρώτη εικόνα του θεού, που “‘Ενας και μόνος”, “αστράπτει”, λάμπει, καθώς κρέμονται κάτω από τα πόδια του μετέωρα όλα τα έθνη ενώ οι άνεμοι “κοιμώνται”. Η ακινησία στη γ’ στροφή με το αρχικό “Αλλά” καταλύεται. Η αντίθεση δημιουργείται από τη φωνή του θεού, φωνή δικαιοσύνης, τιμωρητική: οι ψυχές των ανόμων “ως αίματος σταγόνες” πέφτουν στον Άδη και, παράλληλα, ως “αργυρέα ομίχλη”, ανεβαίνει “τα υψηλά” το ρεύμα που αποτελούν τα πνεύματα των οσίων, για να γίνει πολλαπλασιαστικά ποταμοί φωτός και δόξης. Οι “ποταμοί” είναι μια από τις λέξεις που αναδρομικά κάνει την εικόνα αναγνωρίσιμη. Ο ποιητής δεν περιγράφει μια εικόνα του Θεού που βλέπει ο ίδιος, αλλά μια εικόνα ζωγραφισμένη στις εκκλησίες. Μια “δίκαιη κρίση”, όπου αριστερά από το θρόνο του θεού που βεβαίως “αστράπτει” από το φωτοστέφανο κυλά προς τα κάτω το αιμάτινο ποτάμι παρασύροντας τους κολασμένους και ανεβαίνουν δεξιά σμάρια οι ψυχές των οσίων, ασημένιο σύννεφο τα φωτοστέφανά τους! Ο Θεός λοιπόν, ένας και μόνος, κρίνει δίκαια και κατακρίνει.
Σχολιάζεται η γλωσσική τόλμη που συμπαρατάσσει την αρχαιοπρεπή “αργυρέαν” με το δημοτικιστικό επίρρημα “τα υψηλά” (έχει τη λειτουργία που έχει στο τραγούδι ο στίχος “να ’μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου”). Αφού σχολιάσουμε τη μορφή της γλώσσας, εντοπίζουμε και τα τεχνικά στοιχεία της ποίησης του Κάλβου: πεντάστιχες ιαμβικές στροφές, ανομοιοκατάληκτες, με 4 στίχους επτασύλλαβους και τον τελευταίο πεντασύλλαβο, και πλήθος συνιζήσεων που φαίνονται να εκβιάζουν κάπως το ρυθμό.
Στην ε΄ στροφή ο ποιητής εισάγει το πρώτο πρόσωπο του ρήματος (“βλέπω”) και έτσι εισάγεται ο ίδιος στο λόγο. Παρατηρεί για να μας στρέψει όλους στην παρατήρηση: “μόνον βλέπω τον ‘Ηλιον”. Ο Θεός εκεί που δεν φτάνει του ανθρώπου το μάτι, όπως τον παρουσιάζουν στις εκκλησιές, και ο ‘Ηλιος, που όλοι μαζί με τον ποιητή μπορούν να τον δουν, έχουν κοινό χαρακτηριστικό: Είναι “μόνοι” και δίκαιοι. Τον ίδιο νόμο που ο θεός εφαρμόζει στις ψυχές των ανθρώπων ο ήλιος επιβάλλει στους πλανήτες: δίκαιον νόμον. ‘Οντας αιώνιο πρότυπο, ιδέα της χαράς ο ίδιος φωτίζει ωστόσο και καταστάσεις μη χαρούμενες: τα έργα των θνητών (που είναι “πολύπονοι”, όπως και στον Πίνδαρο) απαιτούν πόνο=κόπο. Ο μόνος λοιπόν κυρίαρχος του ουρανού αφήνει τα σκήπτρα του οικειοθελώς για να μπορέσουν οι “πολύπονοι” να διακόψουν τους κόπους τους. Η διπλά αναφερθείσα ανάγκη των ανθρώπων κάνει τον ήλιο να παραιτείται από την κυριαρχία του. Είναι λοιπόν όχι μόνον μοναδικός κυβερνήτης και δίκαιος, αλλά και φιλάνθρωπος.
Στη στροφή η΄ αλλάζει το θέμα. Οι περιγραφές των μοναδικών οντοτήτων παραχωρούν τη θέση τους σε ερωτήσεις με δεδομένη απάντηση, ερωτήσεις ρητορικές. Αυτή η στροφή δίνει στο ποίημα τόνο έργου που προορίζεται για ανάγνωση σε πλήθος, εμψυχωτικού τραγουδιού, “ωδής”.
Ο ποιητής ρωτάει (αναρωτιέται) αν υπάρχει άλλη περίπτωση μοναδικού, δυνατού και δίκαιου κυβερνήτη. Και το ρωτάει με επαναλαμβανόμενα “ποίος” και “διατί”, η συνέχεια των οποίων διακόπτεται από μια αγωνιώδη βιασύνη που παρεμβάλλει ανάμεσα στους βωμούς, το θυμίαμα και τους ύμνους τους μυρίους τυράννους (στ. 38-40). Απάντηση στις ερωτήσεις δεν δίνεται, αλλά παρουσιάζεται ειρωνικά, με τρία θαυμαστικά, παρωδείται η γνώμη των τυράννων για τον εαυτό τους. Ο σχετλιασμός κατόπιν υποχωρεί και η ειρωνεία δίνει τη θέση της στην πίκρα του ποιητή που θυμάται το ρόλο των τυράννων ως κριτών που ποτέ δεν έδειξαν δικαιοσύνη και ευσπλαχνία. Απαιτούν λοιπόν τα του θεού πράττοντας τα αντίθετα και ποδοπατούν το “χρυσόν ζύγωθρον του ορθού νόμου”. Έτσι, ό,τι πρωτύτερα επιβαλλόταν ως θεϊκή τάξη, συντρίβεται.
Σχολιάζεται η εικονοπλασία του Κάλβου στις παρακάτω στροφές όπου παρουσιάζονται τα είδη των αδικιών εναντίον των υποδούλων-υπηκόων.
Σε ανακεφαλαίωση, στην ιζ΄ στροφή, επαναλαμβάνεται ότι οι τύραννοι ζητούν τον ιδρώτα και το αίμα και η απαίτησή τους κορυφώνεται στην “πνοήν”. Οι υπήκοοι δεν πρέπει ούτε καν να λυπούνται για τις αδικίες. Η στροφή ιθ’, με την επανάληψη του οικτιρμού “αλίμονον” φέρνει το θέμα στην αιτία ανυπακοής στους τυράννους. Μπορεί οι άνθρωποι να δεχτούν τη θεία φώτιση και να μην υπακούσουν στους ψευτοηγεμόνες της γης. (Η “ακτίνα αληθείας” μπορεί να οδηγήσει το μυαλό μας στην
εικονογράφηση της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος). Δύσκολη θα είναι η ζωή καθενός που θα ανακαλύψει, θα δεχτεί από το θεό την αλήθεια και βέβαια, αφού τη γνωρίσει, θα πάρει απόφαση να δράσει, θα [ζωοποιηθεί], θα ζωντανέψει, έστω και αν τον περιμένουν ο θάνατος ή οι φυλακές και τα βάσανα. Ο ποιητής ήξερε από αυτά, καθώς γνώρισε και τη φυλακή και την εξορία. Το βίωμα γίνεται ποίηση, η ιδέα οδηγεί τη ζωή. (Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας κινητοποίησε τη μούσα του Κάλβου).
Μετά την περιγραφή της ζωής που επιβάλλουν οι τύραννοι, το ποίημα παίρνει στη στροφή κα’ μια απροσδόκητη τροπή. Το “εγώ”, υποκείμενο του “βλέπω” στην ε’ στροφή, επανέρχεται έντονα για να δώσει τη λύση: δεν θα γονατίσει, δεν θα υποταχτεί στους τυράννους. Αν αυτό συμβεί, θα ταραχτεί η ισορροπία του κόσμου, θα επέμβει η θεία δίκη, θα τον τινάξει στο “βάραθρον”. Σχολιάζουμε ότι ο ποιητής αρνιέται την υποταγή στον τύραννο γιατί αυτή αντιβαίνει στη ισορροπία του κόσμου όπως την καθορίζει η θεία δίκη. Ο ποιητής λοιπόν βρίσκεται πιο ψηλά, ατάραχος “κατεβάζει” το βλέμμα προς τους τυράννους, περιφρονητικά προφανώς. Άρα, μπορεί κάποιος να γλιτώσει από τους τυράννους, μπορεί να διακηρύξει, με μια επαναστατική ωδή, τη γνώμη του, την ανυποταξία του, την άρνησή του, στους άλλους. Άρα, η θεία τάξη ισχύει και οι ψυχές των ανόμων θα καταλήξουν στον Άδη ως “αίματος σταγόνες” στη δίκαιη κρίση, αλλά και επί της γης, αφού μπορούν να υπάρχουν άνθρωποι φωτισμένοι που τους αρνούνται, υπάρχει ελπίδα τιμωρίας τους.
Το ποίημα θα μπορούσε να έχει τελειώσει εδώ, αφήνοντας ως αίσθηση αυτό τον υψηλό τόνο. Επιστρατεύεται ωστόσο μια τελευταία ειρωνική παρατήρηση και μετά δημιουργείται με το τέλος του μια έντονη, ζοφερή εικόνα, που μένει ως είδος επιλόγου: Η “λαμπρότητα” των τυράννων έχει μια έννοια. Φωτίζουν, αλλά όπως οι φλόγες της πυρκαγιάς. Αντί να λάμπουν, απλώς αποκαλύπτουν (αν δε δημιουργούν) τη δυστυχία των ανθρώπων.
Έκανε λοιπόν ο Κάλβος ένα υψηλό και διδακτικό ποίημα με μια ηθική κρούση και μια συναισθηματική πρόταση. ‘Ενα ποίημα “κλασικό” με ρομαντικό πάθος! (Εδώ είναι χρήσιμη μια ακόμα αναφορά στον κλασικισμό και το ρομαντισμό.) Μας μίλησε για τους τυράννους όλους ξεκινώντας από τους Αγαρηνούς (Από το μέρος στο όλον) και τόνισε όχι μόνο τα αγαθά της ελευθερίας, αλλά και την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που ανθίσταται στην καταπίεση.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ανδρέας Κάλβος
Για τα εργοβιογραφικά στοιχεία στην πηγή : http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/10/2634.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου