Ο πρόεδρος ήταν
ανένδοτος. Θα του τα έκοβαν τα πόδια οι Ρώσοι, αν τολμούσε να υπογράψει.
Ο σακάτης με τα χέρια σφιγμένα πάνω στους τροχούς του αναπηρικού του
καροτσιού, ούρλιαζε κατάρες στα γερμανικά και πετάγονταν σάλια από το
σουφρωμένο στόμα του. Τα πόδια του προέδρου έτρεμαν, έψαξε στην τσέπη
του παντελονιού για το βαμβακερό του μαντήλι. Ακούμπησε το μαντήλι στο
ιδρωμένο του μέτωπο κι έσφιξε τα δόντια: Δε θα υπογράψω, ψέλλισε στα
Αγγλικά. Η ξερακιανή Γαλλίδα σηκώθηκε ρίχνοντας του μια ματιά γεμάτη
εκνευρισμό και κατευθύνθηκε προς το διπλανό δωμάτιο, κλείνοντας αθόρυβα
πίσω της τη βαριά δρύινη πόρτα.
Στο δωμάτιο, τώρα τη σιωπή τη διέκοπτε
μόνο το λαχάνιασμα του σακάτη πάνω στο καρότσι. Η Γαλλίδα γύρισε με έναν
λεπτό πανόδετο φάκελο από αυτούς που χρησιμοποιούσαν οι μυστικές
υπηρεσίες της χώρας της. Τον πρότεινε με ένα ειρωνικό, ίσως, νεύμα στον
πρόεδρο. Εκείνος πήρε τον φάκελο σιωπηλός, με την αμήχανη περιέργεια
αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Δεν του χρειάστηκαν περισσότερα από πέντε
λεπτά για να καταλάβει ότι τον κρατούσαν γερά. Χαμήλωσε το κεφάλι,
δίνοντας το φάκελο πίσω στη Γαλλίδα που, όπως πρόδιδε και το αμυδρό
χαμόγελο που μαλάκωνε το σκληρό της πρόσωπο, δεν έκρυβε την ικανοποίηση
της. Όλα εντάξει.
Ο πρόεδρος σκεφτόταν με
τρόμο τώρα τον Γιούρι. Του είχε εγγυηθεί προσωπικά, ούτε τρεις εβδομάδες
δεν είχαν περάσει από τότε, ότι δε χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα.
Οι καταθέσεις του ήταν εξασφαλισμένες στο νησί. Ο Γιούρι δεν
αστειευόταν. Πίσω, στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, ο Γιούρι είχε
δώσει σκληρές μάχες στους δρόμους της Μόσχας για τον έλεγχο των
ολυμπιακών εγκαταστάσεων στο Ισμαήλοβο. Είχε κερδίσει όλες τις μάχες και
δέκα χρόνια μετά, διεύθυνε προσωπικά τις επιχειρήσεις του με προκάλυμμα
και αρχηγείο το ιδιόκτητο καζίνο του στη λεωφόρο Κουτούζοφσκι. Φρόντιζε
κι ήταν πάντα συνεπής με τις ημερομηνίες παράδοσης των χαρτοκιβωτίων με
τα κολλαριστά εκατοδόλαρα στο γραφείο του Αρχηγού. Όταν άλλαξαν τα
πράγματα, ο Γιούρι γρήγορα
κατάλαβε ότι το κλίμα γινόταν βαρύ, ρευστοποίησε τα πάντα και έριξε
μαύρη πέτρα πίσω του. Πήγε να βρει την Ίρα στο ηλιόλουστο νησί. Εκεί του
είχε πει ότι θα τον περίμενε πάντα, στωικά ερωτευμένη, πιστή Πηνελόπη.
Οι παλιοί του σύντροφοι, τον είχαν αφήσει στην ησυχία του να συνεχίσει
τις βρωμοδουλειές του off-shore.
Μετά από τόσα χρόνια, κανείς δεν τολμούσε πια να τα βάλει με τον
Γιούρι, ούτε θεός ούτε δαίμονας, ήταν γνωστό αυτό στη μικρή πιάτσα του
νησιού.
Έπρεπε να βρει έναν
τρόπο να ξεφύγει από τον κλοιό: μπροστά ο φάκελος με τις αποδείξεις που
θα τον κατέστρεφαν για πάντα, πίσω ο Γιούρι. Έπρεπε να συνεννοηθεί και
με τους άλλους. Όλοι τους είχαν πάρε-δώσε με τον Γιούρι, όλοι του είχαν
δώσει την υπόσχεσή τους ότι ο Γιούρι δε χρειαζόταν να ανησυχεί για
τίποτα. Όλοι φοβόντουσαν τον Γιούρι. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όλοι
είχαν επίγνωση μέχρι που μπορούσε να φτάσει ο Γιούρι. Χρειαζόταν ένας
αντιπερισπασμός. Ίσως ένα πατριωτικό «όχι» , όταν θα έφτανε το νομοσχέδιο στη
βουλή των Αντιπροσώπων, να τους έδινε την ευκαιρία να κρατήσουν τις
τράπεζες κλειστές για λίγες μέρες. Οι άνθρωποι τους, πίσω από τις
κλειστές πόρτες των τραπεζών τους θα μετέφεραν τα κεφάλαια του Γιούρι
στο Λίχτενσταϊν ή όπου αλλού στο διάβολο ήθελε εκείνος. Στο μυαλό του
άρχισε να σχηματίζεται σε αδρές γραμμές το σενάριο. Οι υπόλοιποι είχαν
μαζευτεί στην άλλη άκρη του δωματίου και συζητούσαν χαμηλόφωνα,
υπαγορεύοντας στον γραμματέα το προσχέδιο του δελτίου Τύπου. Έβγαλε το
κινητό του τηλέφωνο και άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό του κεντρικού
του τραπεζίτη. Στο κάτω-κάτω της γραφής το σύστημα εποπτείας των
τραπεζών δεν ήταν τυχαία γεμάτο τρύπες, σκέφτηκε, κοιτώντας αφηρημένα
στο σκοτάδι, πίσω από τα θολωμένα από την πάχνη της κρύας νύχτας
τζάμια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου