a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΕΙΡΕΣ ΣΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ «ΔΙΕΘΝΗ ΣΤΕΝΑ»

«Οι βόρειοι και νότιοι πορθμοί της Κέρκυρας πρέπει να καταστούν
απροσπέλαστοι, με οχυρώσεις στις εκατέρωθεν ακτές»
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Π. Αι Αξιώσεις της Ελλάδος. Αθήναι 1945. 

Η πρόθεση παραχώρησης του «Ερημίτη»για χρήση 100 ετών, δηλαδή η παραχώρηση δικαιώματος «επιφανείας» που παραπέμπει στο Ρωμαϊκό δίκαιο και τις φεουδαλικές προεκτάσεις του,[1] προκάλεσε την κλιμακούμενη αντίδραση των τοπικών φορέων. Και ενώ η δημόσια συζήτηση διογκώνεται παίρνοντας τις διαστάσεις που, δικαίως, της αναλογούν, «πρόσκομμα» στον σχεδιασμό αποτελεί και η λειτουργία του «Ναυτικού Οχυρού» του Αγίου Στεφάνου, το οποίο στεφανώνει το υγροτοπικό οικοσύστημα θυμίζοντας τη γεωπολιτική του αξία.[2]

Η ετοιμότητα της Ελληνικής Πολιτείας να τροποποιήσει τη διάταξη της αμυντικής της οργάνωσης με κριτήρια ξένα στη θεωρία του πολέμου και τη στρατηγική, προξενεί εύλογο προβληματισμό, ο οποίος δεν αμφισβητείται ούτε καν από τις «τιμώμενες» από την κριτική αρμόδιες αρχές.[3] Εδώ πολύ περισσότερο θα ιστορήσουμε πώς τα νερά που ελέγχονται από το φυλάκιο στον Ερημίτη έγιναν στις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου το «πολεμικό θέατρο» ενός θερμού επεισοδίου, που χρησιμοποιήθηκε για την κατοχύρωση νέων κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας και, τελικά, για την αποψίλωση της εξουσίας των παράκτιων κρατών υπέρ της (εκάστοτε) «θαλασσοκράτειρας». Ενδεχομένως, τότε, ήταν η «αποστρατικοποίηση» της Κέρκυρας, επιβεβλημένη με την Ένωση, η οποία μετασχηματιζόταν. Και ίσως, σήμερα, η ίδια αναβιώνει – με «χρυσά κλουβιά» ή «κλούβια μυαλά»…

Corfu Channel Incident:
αγγλοαλβανικό θερμό επεισόδιο 
«Βόρειο Στενό Κερκύρας» (“North Corfu Channel”), ονομάζεται ο πορθμός ο οποίος χωρίζει τη βορειοανατολική απόληξη της νήσου από τα απέναντι ηπειρωτικά παράλια της Αλβανίας, συνδέοντας τη «Θάλασσα της Κέρκυρας» με τη «Θάλασσα της Χιμάρας».[4] Το ναυτικό φυλάκιο του Ερημίτη εποπτεύει – όπως και ο βενετικός προκάτοχός του: η φρουρά «γουάρδια» – αυτό τον πορθμό, που θεωρείται διεθνούς σημασίας εμπορικός και πολεμικός δίαυλος, «διεθνής αρτηρία» (“international highway”) κατά τον Βρετανικό ορισμό. Όμως τα χερσαία ελληνοαλβανικά σύνορα τοποθετήθηκαν στη νότια «είσοδο» του στενού,[5] και καθώς το πλάτος του κυμαίνεται μεταξύ 1-6,5 μιλίων, το σύνολο του διαύλου μοιράστηκε εξίσου σε ελληνικά και αλβανικά χωρικά ύδατα, χωρίς διεθνή ύδατα.

«Επεισόδιο της Κέρκυρας» (“Corfu Incident”) αποκλήθηκαν 2 θερμά επεισόδια που κλιμάκωσαν μία Βρετανο-Αλβανική διένεξη στο Στενό. Στα τέλη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Βρετανών-Αμερικανών είχαν επεκταθεί εντός της Αλβανικής επικράτειας.[6] Έπειτα, τον χειμώνα 1944-1945, ο Βρετανικός στόλος έκανε ναρκαλίευση στο Βόρειο Στενό, στον Κόλπο του Αυλώνα και τις προσβάσεις του Δυρραχίου.[7] Όμως την 15η Μαΐου 1946, δύο Βρετανικά καταδρομικά που κινούνταν στα ανοιχτά των Αγίων Σαράντα προς την Κέρκυρα βλήθηκαν από την Αλβανία. Δεν χτυπήθηκαν, δεν ανταπέδωσαν, και η ένταση εκφυλίστηκε.[8]

Όμως η σύγκρουση υποτροπίασε. Την 22α Οκτωβρίου 1946 Βρετανική μοίρα 4 σκαφών κινήθηκε από την Κέρκυρα προς το Βόρειο Στενό. Εδώ το αντιτορπιλλικό «Σώμαρεζ» προσέκρουσε σε νάρκη στα ανοιχτά των Αγίων Σαράντα, ενώ και το δεύτερο αντιτορπιλλικό που έσπευσε να το ρυμουλκήσει, το «Βόλατζ», προσέκρουσε σε δεύτερη νάρκη λίγο αργότερα.[9] Τις εκρήξεις ανέφερε στην Ελληνική ναυτική διοίκηση της Κέρκυρας το παρακείμενο φυλάκιο στην Κουλούρα και το τοπικό νοσοκομειακό και ιατρικό δυναμικό τέθηκε σε ετοιμότητα για να περιθάλψει τους τραυματίες. Στην πόλη κατέπλευσε ο πληγείς στολίσκος ενώ συνέρρεε ο Βρετανικός στόλος της Μεσογείου που ανέμενε, πλαισιωμένος και από Ελληνικά πολεμικά, στο Αργοστόλι, και το αεροπλανοφόρο «Ωκεανός» από τα βορειοδυτικά της Κέρκυρας.[10] Ο τελικός απολογισμός: 44 νεκροί και 42 τραυματίες.[11]

Στο επιχειρησιακό επίπεδο, η Βρετανία είπε την τελευταία της λέξη την 13η Νοεμβρίου 1946: Βρετανικός στόλος επανέλαβε τη ναρκαλίευση στο Στενό, χωρίς, και εύλογα, να εξαιρέσει από την έρευνά του τα Αλβανικά χωρικά ύδατα, όπως είχε αξιώσει η Αλβανία. Κατά την επιχείρηση αυτή καταστράφηκαν ή ανασύρθηκαν συνολικά 22 μεγάλες νάρκες Γερμανικής κατασκευής τύπου GY (με γόμωση 600 λιβρών).[12] 
   
«Διεθνή Στενά» αντί αποστρατικοποίησης 
Τις 30 Σεπτεμβρίου του 1947 η Βρετανία έφερε την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο. Άνοιξε έτσι μία μακροχρόνια διελκυστίνδα που ολοκληρώθηκε με τον τελικό καταλογισμό αποζημίωσης για την καταστροφή τη 15η Δεκεμβρίου 1949. Πέρα από την (επιβεβλημένη) απόδοση ευθυνών για τη δολιοφθορά, το σημαντικό από απόψεως Διεθνούς Δικαίου ήταν ότι το Δικαστήριο αποδέχτηκε και κατοχύρωσε ως «νομολογία» (ως προηγούμενο) τη Βρετανική θεώρηση που χαρακτήριζε «διεθνή αρτηρία» το Βόρειο Στενό της Κέρκυρας – αλλά και το πλήρες θεωρητικό υπόβαθρο περί εθιμικής ισχύος του δικαιώματος διέλευσης εμπορικών και πολεμικών σκαφών σε ανάλογες περιπτώσεις, με περιορισμό της εξουσίας των παράκτιων κρατών στα χωρικά τους ύδατα.[13]

Η χρονική συγκυρία της ρητής εφαρμογής αυτής της αρχής στην περίπτωση της Κέρκυρας, την επαύριον του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με «επισπεύδουσα» τη Βρετανία, δεν στερείται σημασίας. Προκειμένου να επιβάλλει την Ένωση το 1864, η θαλασσοκράτειρα δέχτηκε «διηνεκή ουδετερότητα» (αποστρατικοποίηση) της Κέρκυρας και κατακρήμνισε τις οχυρώσεις που την καθιστούσαν έναν γεωπολιτικά ζωτικό ναύσταθμο.[14] Ωστόσο, η επαναστρατικοποίηση της νήσου από την Αντάντ το 1915, η κατοχή της πόλης από την Ιταλία το 1923, και καταληκτικά η παγκόσμια λαίλαπα που ρήμαξε τον τόπο μεταξύ 1940-1944 αποψίλωσαν τα δικαιώματα της Βρετανίας να επικαλείται την παρωχημένη εκείνη ρύθμιση.[15] Αίφνης λοιπόν το νέο επεισόδιο της Κέρκυρας νομιμοποιούσε τον μετασχηματισμό της αποστρατικοποίησης σε υποχρέωση ανοχής διελεύσεων.

Κυριαρχία υπό διηνεκείς περιορισμούς
Από το 1863 γινόταν αποδεκτό ότι η ουδετερότητα της Κέρκυρας «κατέστρεφε ουσιωδώς» την Ελληνική κυριαρχία στη νήσο.[16] Εξήντα χρόνια μετά, κάθε επίκληση της αποστρατικοποίησης αποφεύχθηκε (ή αποσιωπήθηκε) στην πιο κρίσιμη συγκυρία: το 1923, όταν η Κέρκυρα καταλήφθηκε από την Ιταλία με πρόσχημα συνοριακό επεισόδιο στην Αλβανία, και η προερχόμενη από τη Μικρασιατική Καταστροφή χώρα επαφίετο στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Η αξιοθαύμαστη «σιωπηρή» πολίτευση δικαιώθηκε: η Βρετανία ανταποκρίθηκε με συναίσθηση του «ηθικού» της καθήκοντος – δεν εξάρτησε δηλαδή τη στάση της από Ελληνική δήλωση, που θα αναβίωνε αυτόματα το καθεστώς ουδετερότητας.[17]

Ούτως ή άλλως από το 1923 η καθημαγμένη Ελληνική Πολιτεία αντιμετώπιζε ναυτική «πολιορκία» της φασιστικής Ιταλίας, που καλόβλεπε την Κέρκυρα, αλλά κατείχε, κυκλωτικά, και τη Δωδεκάνησο.[18] Ακόμη και το Αδριατικό αντίπαλον δέος της Ιταλίας, το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, επιχείρησε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920 να εδραιώσει, με το ναυτικό του, δικαιώματα στη νησίδα του Βίδου![19] Παραταύτα, το ναυτικό «αμυντικό δόγμα» όρισε το 1926 ως «Ναυτική Αμυντική Περιοχή» τη «Δυτική Ελλάδα»(sic) με έδρα την… Πάτρα![20] Τούτο το παράδοξο σήμαινε υποστροφή της Ελληνικής Πολιτείας στην αποστρατικοποίηση της Κέρκυρας, η απειλή κατά της όποιας θα προσέκρουε (ευκταία) στη μακρά σκιά του Βρετανικού στόλου της Μάλτας.[21]

Η προϊστορία αυτή εξηγεί το γιατί το 1945, την επαύριον του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με την Ιταλία ταπεινωμένη και τις πάγιες Ελληνικές αξιώσεις επί της Βορείου Ηπείρου να εγείρονται ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των νικητών,[22] ο υποναύαρχος Περικλής Αργυρόπουλος αξίωνε να καταστεί απροσπέλαστος πρώτα και κύρια ο «βόρειος πορθμός» της Κέρκυρας με «οχυρώσεις στις εκατέρωθεν ακτές» (βλ. παράθεμα στην αρχή). Η γλαφυρή διατύπωση αποκαλύπτει το εύρος των συνεπειών του «Επεισοδίου της Κέρκυρας» που εκβιάζεται το 1946 και τα αίτια που αποστασιοποιούν την (εμφυλιακή!) Ελλάδα από τη μετέπειτα δικαστική διελκυστίνδα.

Από την άλλη, τον καινοφανή περιορισμό της Ελληνικής κυριαρχίας στα «Διεθνή Στενά» της Κέρκυρας εξισορροπεί η σιωπηρή εγκατάλειψη του δόγματος «διηνεκούς ουδετερότητας» (αποστρατικοποίησης) της νήσου. Η Βρετανία υποχωρεί πια από τη δεσπόζουσα θέση της στην Ελλάδα στην οποία υπεισέρχονται οι ΗΠΑ με τη διακήρυξη του «Δόγματος Τρούμαν» (1947), ενώ τη νέα τάξη πραγμάτων επισφραγίζει η εισδοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ (1952). Τους πρώτους μεταπολεμικούς χρόνους το Βόρειο Στενό επιτηρείται αυστηρά από φυλάκια: Κουλούρα, Αγία Αικατερίνη (Αντινιώτη).[23] Μετέπειτα, το 1956, η σύσταση του «Ναυτικού Οχυρού Κερκύρας» στον (υπό «αξιοποίηση» σήμερα) Ερημίτη, υποδηλώνει την άρση των προγενέστερων περιορισμών της Ελληνικής κυριαρχίας.[24] Το ότι η Ναυτική Διοίκηση, η λεγόμενη της «Δυτικής Ελλάδος», μετονομάζεται επίσης το 1958 σε «Ναυτική Διοίκηση Ιονίου»[25] συνιστά επιλογή με ανάλογο συμβολισμό. 
      
Γενναίος, νέος κόσμος:
μία… τουριστική «αποστρατικοποίηση»!
Έκτοτε μεσολάβησαν, αναμφίβολα, κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις. Επειδή όμως η Γεωγραφία είναι (σε αντίθεση με την Ιστορία) μία μεροληπτική κυρία, η γεωγραφική σημασία του διαύλου, όπως ακριβώς και της Κέρκυρας στην ολότητά της, απλά «μεταγλωττίστηκε», εντασσόμενη σε νέες «αφηγήσεις», χωρίς να περιοριστεί. Ποιές είναι οι νέες «αφηγήσεις»; Είναι βέβαια οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) ή/και οι νησιωτικές υφαλοκρηπίδες, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Ιονικού «Ελντοράντο», το αιολικό δυναμικό των Διαποντίων, οι χαράξεις ενεργειακών και επικοινωνιακών διηπειρωτικών διασυνδέσεων Βαλκανίων-Ιταλίας που διασταυρώνονται (ανεξαιρέτως!) στον δίαυλο και τους προθαλάμους του.[26] Ωσαύτως: οι γεωγραφίες του σταθμισμένου  περιβαλλοντικού ρίσκου που ακολουθούν τα «μίγματα» των παραπάνω εναλλακτικών επιλογών.

Βέβαια ανάμεσα στο παρελθόν και το άδηλο μέλλον παραμένει σφηνωμένο το παρόν: τουριστική μονοκαλλιέργεια που χλευάζει κάθε διαφορετική θεώρηση.[27] Έτσι το ναυτικό φυλάκιο του Ερημίτη (μέχρι πρότινος και της Αγίας Αικατερίνης, σε περιοχή NATURA 2000!), προορίζεται να «εντοιχιστεί» σε ένα πρότζεκτ εντατικής τουριστικής ανοικοδόμησης. Εξάλλου το πεδίο βολής στον Άη Γιάννη εγκαταλείφθηκε σιωπηρά με την εγκατάσταση πάσης φύσεως επιχειρήσεων – και κορωνίδα γιγάντιο συγκρότημα από (τόσο αναγκαίες στην Κέρκυρα των 200 χιλιομέτρων ακτογραμμής!) πισίνες. Ενώ η βάση υποβρυχίων στην Αλύπα της Παλαιοκαστρίτσας αφέθηκε να σαπίσει, χωρίς τουλάχιστον να μεταφερθεί η στοιχειώδης υποδομή ανεφοδιασμού του στόλου στο κεντρικό λιμάνι της Κέρκυρας, τύποις «ναύσταθμο», που όμως τις στερείται![28]            

Οι «απέναντι» ή ο ιμπεριαλισμός;
Όλα τούτα δεν υποκρύπτουν «νοσταλγία» ενός ψυχροπολεμικού (ή και μεταψυχροπολεμικού) παρελθόντος, κατά το οποίο η Κέρκυρα αξιοποιήθηκε γεωστρατηγικά αλλά και επιχειρησιακά από στόλους της διαδόχου της Βρετανίας, και μόνης πλέον θαλασσοκράτειρας. Η “Pax Americana” και η τεχνολογική εξέλιξη εγγυώνται την επιχειρησιακή αυτονομία τέτοιων στόλων, που δεν χρειάζονται ναύσταθμους κοντά στα «μέτωπα». Οι υποδομές ναυστάθμου (υποστήριξης του στόλου) παραμένουν αντίθετα σημαντικός παράγοντας για μικρότερες δυνάμεις με πολύ διαφορετική αποστολή, όπως λ.χ. το Ελληνικό ναυτικό. Η δε επιτήρηση μίας «τριεθνούς» διαστάυρωσης συμφερόντων από την Κέρκυρα είναι αναγκαία για λόγους συμβολικούς και πραγματικούς.[29]

Η σύγκρουση που εκτυλίσσεται στο Βόρειο Στενό της Κέρκυρας είναι ένα ακόμη σενάριο της συνήθους σύγκρουσης συμφερόντων που χαρακτηρίζει όλη την ιστορική εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας. Η καθιέρωση «δικαίου» της θάλασσας, που επινοήθηκε αρχικά από Ολλανδούς νομικούς τον 17ο αιώνα, εξέφρασε διαχρονικά αξιώσεις των θαλασσοκρατειρών να κινούν ανεμπόδιστα τους εμπορικούς και πολεμικούς στόλους τους.[30] Ήταν εύλογο, αντιθέτως, ότι τα παράκτια κράτη προσπάθησαν να διευρύνουν τη σφαίρα εξουσίας τους, τόσο γεωγραφικά (επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης),[31] όσο και στο περιεχόμενο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων.

Η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων είναι ιδιότυπη. Αφενός, έχει «έννομο συμφέρον» να οριοθετεί την κίνηση πολεμικών στόλων στα νερά της, που αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της «αρχιπελαγικού» χαρακτήρα επικράτειάς της.[32] Αφετέρου, καθώς αποτελεί την πρώτη ναυτιλιακή δύναμη παγκοσμίως, τελικά συμμερίζεται την επιθυμία των θαλασσοκρατειρών υπέρ περιορισμών των εξουσιών των παράκτιων κρατών στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Έτσι η θεμελιώδης σύγκρουση «μικρογραφείται» στο επίπεδο της στάθμισης των αντιτιθέμενων Ελληνικών συμφερόντων, διευκολύνοντας τελικά το έργο των θαλασσοκρατειρών.

Σε κάθε περίπτωση, το προηγούμενο του 1946 και το ίδιο το διατακτικό του Διεθνούς Δικαστηρίου αποδεικνύουν ότι το Βόρειο Στενό αποτελεί πεδίο συγκρούσεων συμφερόντων που δεν αντιπαρατάσσουν μόνο τους «απέναντι». Ίσως πολύ περισσότερο αντιπαρατίθεται εδώ το κοινό συμφέρον των δύο παράκτιων κρατών (Ελλάδας και Αλβανίας), «απέναντι» σε μία ανεξέλεγκτη χρήση ενός διαύλου ισομοιρασμένου αποκλειστικά στα χωρικά ύδατα των δύο πλευρών, από μη παράκτιες ή γενικά τρίτες δυνάμεις – τους μεγαλόσχημους «κυρίαρχους των θαλασσών». 

Βιβλιογραφία και σημειώσεις του ανωτέρω κειμένου στο http://www.environment-corfu.gr/node/19

Επίσης για όσους ενδιαφέρει περισσότερο το θέμα διαβάστε το άρθρο Υπάρχει υπεύθυνος για το φιάσκο ;   όπου βρήκα την φωτογραφία 
ΚΕΡΚΥΡΑ : Η αποστρατικοποίηση του Ερημίτη

ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΕΙΡΕΣ ΣΤΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ «ΔΙΕΘΝΗ ΣΤΕΝΑ»

«Οι βόρειοι και νότιοι πορθμοί της Κέρκυρας πρέπει να καταστούν
απροσπέλαστοι, με οχυρώσεις στις εκατέρωθεν ακτές»
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Π. Αι Αξιώσεις της Ελλάδος. Αθήναι 1945. 

Η πρόθεση παραχώρησης του «Ερημίτη»για χρήση 100 ετών, δηλαδή η παραχώρηση δικαιώματος «επιφανείας» που παραπέμπει στο Ρωμαϊκό δίκαιο και τις φεουδαλικές προεκτάσεις του,[1] προκάλεσε την κλιμακούμενη αντίδραση των τοπικών φορέων. Και ενώ η δημόσια συζήτηση διογκώνεται παίρνοντας τις διαστάσεις που, δικαίως, της αναλογούν, «πρόσκομμα» στον σχεδιασμό αποτελεί και η λειτουργία του «Ναυτικού Οχυρού» του Αγίου Στεφάνου, το οποίο στεφανώνει το υγροτοπικό οικοσύστημα θυμίζοντας τη γεωπολιτική του αξία.[2]

Η ετοιμότητα της Ελληνικής Πολιτείας να τροποποιήσει τη διάταξη της αμυντικής της οργάνωσης με κριτήρια ξένα στη θεωρία του πολέμου και τη στρατηγική, προξενεί εύλογο προβληματισμό, ο οποίος δεν αμφισβητείται ούτε καν από τις «τιμώμενες» από την κριτική αρμόδιες αρχές.[3] Εδώ πολύ περισσότερο θα ιστορήσουμε πώς τα νερά που ελέγχονται από το φυλάκιο στον Ερημίτη έγιναν στις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου το «πολεμικό θέατρο» ενός θερμού επεισοδίου, που χρησιμοποιήθηκε για την κατοχύρωση νέων κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας και, τελικά, για την αποψίλωση της εξουσίας των παράκτιων κρατών υπέρ της (εκάστοτε) «θαλασσοκράτειρας». Ενδεχομένως, τότε, ήταν η «αποστρατικοποίηση» της Κέρκυρας, επιβεβλημένη με την Ένωση, η οποία μετασχηματιζόταν. Και ίσως, σήμερα, η ίδια αναβιώνει – με «χρυσά κλουβιά» ή «κλούβια μυαλά»…

Corfu Channel Incident:
αγγλοαλβανικό θερμό επεισόδιο 
«Βόρειο Στενό Κερκύρας» (“North Corfu Channel”), ονομάζεται ο πορθμός ο οποίος χωρίζει τη βορειοανατολική απόληξη της νήσου από τα απέναντι ηπειρωτικά παράλια της Αλβανίας, συνδέοντας τη «Θάλασσα της Κέρκυρας» με τη «Θάλασσα της Χιμάρας».[4] Το ναυτικό φυλάκιο του Ερημίτη εποπτεύει – όπως και ο βενετικός προκάτοχός του: η φρουρά «γουάρδια» – αυτό τον πορθμό, που θεωρείται διεθνούς σημασίας εμπορικός και πολεμικός δίαυλος, «διεθνής αρτηρία» (“international highway”) κατά τον Βρετανικό ορισμό. Όμως τα χερσαία ελληνοαλβανικά σύνορα τοποθετήθηκαν στη νότια «είσοδο» του στενού,[5] και καθώς το πλάτος του κυμαίνεται μεταξύ 1-6,5 μιλίων, το σύνολο του διαύλου μοιράστηκε εξίσου σε ελληνικά και αλβανικά χωρικά ύδατα, χωρίς διεθνή ύδατα.

«Επεισόδιο της Κέρκυρας» (“Corfu Incident”) αποκλήθηκαν 2 θερμά επεισόδια που κλιμάκωσαν μία Βρετανο-Αλβανική διένεξη στο Στενό. Στα τέλη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Βρετανών-Αμερικανών είχαν επεκταθεί εντός της Αλβανικής επικράτειας.[6] Έπειτα, τον χειμώνα 1944-1945, ο Βρετανικός στόλος έκανε ναρκαλίευση στο Βόρειο Στενό, στον Κόλπο του Αυλώνα και τις προσβάσεις του Δυρραχίου.[7] Όμως την 15η Μαΐου 1946, δύο Βρετανικά καταδρομικά που κινούνταν στα ανοιχτά των Αγίων Σαράντα προς την Κέρκυρα βλήθηκαν από την Αλβανία. Δεν χτυπήθηκαν, δεν ανταπέδωσαν, και η ένταση εκφυλίστηκε.[8]

Όμως η σύγκρουση υποτροπίασε. Την 22α Οκτωβρίου 1946 Βρετανική μοίρα 4 σκαφών κινήθηκε από την Κέρκυρα προς το Βόρειο Στενό. Εδώ το αντιτορπιλλικό «Σώμαρεζ» προσέκρουσε σε νάρκη στα ανοιχτά των Αγίων Σαράντα, ενώ και το δεύτερο αντιτορπιλλικό που έσπευσε να το ρυμουλκήσει, το «Βόλατζ», προσέκρουσε σε δεύτερη νάρκη λίγο αργότερα.[9] Τις εκρήξεις ανέφερε στην Ελληνική ναυτική διοίκηση της Κέρκυρας το παρακείμενο φυλάκιο στην Κουλούρα και το τοπικό νοσοκομειακό και ιατρικό δυναμικό τέθηκε σε ετοιμότητα για να περιθάλψει τους τραυματίες. Στην πόλη κατέπλευσε ο πληγείς στολίσκος ενώ συνέρρεε ο Βρετανικός στόλος της Μεσογείου που ανέμενε, πλαισιωμένος και από Ελληνικά πολεμικά, στο Αργοστόλι, και το αεροπλανοφόρο «Ωκεανός» από τα βορειοδυτικά της Κέρκυρας.[10] Ο τελικός απολογισμός: 44 νεκροί και 42 τραυματίες.[11]

Στο επιχειρησιακό επίπεδο, η Βρετανία είπε την τελευταία της λέξη την 13η Νοεμβρίου 1946: Βρετανικός στόλος επανέλαβε τη ναρκαλίευση στο Στενό, χωρίς, και εύλογα, να εξαιρέσει από την έρευνά του τα Αλβανικά χωρικά ύδατα, όπως είχε αξιώσει η Αλβανία. Κατά την επιχείρηση αυτή καταστράφηκαν ή ανασύρθηκαν συνολικά 22 μεγάλες νάρκες Γερμανικής κατασκευής τύπου GY (με γόμωση 600 λιβρών).[12] 
   
«Διεθνή Στενά» αντί αποστρατικοποίησης 
Τις 30 Σεπτεμβρίου του 1947 η Βρετανία έφερε την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο. Άνοιξε έτσι μία μακροχρόνια διελκυστίνδα που ολοκληρώθηκε με τον τελικό καταλογισμό αποζημίωσης για την καταστροφή τη 15η Δεκεμβρίου 1949. Πέρα από την (επιβεβλημένη) απόδοση ευθυνών για τη δολιοφθορά, το σημαντικό από απόψεως Διεθνούς Δικαίου ήταν ότι το Δικαστήριο αποδέχτηκε και κατοχύρωσε ως «νομολογία» (ως προηγούμενο) τη Βρετανική θεώρηση που χαρακτήριζε «διεθνή αρτηρία» το Βόρειο Στενό της Κέρκυρας – αλλά και το πλήρες θεωρητικό υπόβαθρο περί εθιμικής ισχύος του δικαιώματος διέλευσης εμπορικών και πολεμικών σκαφών σε ανάλογες περιπτώσεις, με περιορισμό της εξουσίας των παράκτιων κρατών στα χωρικά τους ύδατα.[13]

Η χρονική συγκυρία της ρητής εφαρμογής αυτής της αρχής στην περίπτωση της Κέρκυρας, την επαύριον του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με «επισπεύδουσα» τη Βρετανία, δεν στερείται σημασίας. Προκειμένου να επιβάλλει την Ένωση το 1864, η θαλασσοκράτειρα δέχτηκε «διηνεκή ουδετερότητα» (αποστρατικοποίηση) της Κέρκυρας και κατακρήμνισε τις οχυρώσεις που την καθιστούσαν έναν γεωπολιτικά ζωτικό ναύσταθμο.[14] Ωστόσο, η επαναστρατικοποίηση της νήσου από την Αντάντ το 1915, η κατοχή της πόλης από την Ιταλία το 1923, και καταληκτικά η παγκόσμια λαίλαπα που ρήμαξε τον τόπο μεταξύ 1940-1944 αποψίλωσαν τα δικαιώματα της Βρετανίας να επικαλείται την παρωχημένη εκείνη ρύθμιση.[15] Αίφνης λοιπόν το νέο επεισόδιο της Κέρκυρας νομιμοποιούσε τον μετασχηματισμό της αποστρατικοποίησης σε υποχρέωση ανοχής διελεύσεων.

Κυριαρχία υπό διηνεκείς περιορισμούς
Από το 1863 γινόταν αποδεκτό ότι η ουδετερότητα της Κέρκυρας «κατέστρεφε ουσιωδώς» την Ελληνική κυριαρχία στη νήσο.[16] Εξήντα χρόνια μετά, κάθε επίκληση της αποστρατικοποίησης αποφεύχθηκε (ή αποσιωπήθηκε) στην πιο κρίσιμη συγκυρία: το 1923, όταν η Κέρκυρα καταλήφθηκε από την Ιταλία με πρόσχημα συνοριακό επεισόδιο στην Αλβανία, και η προερχόμενη από τη Μικρασιατική Καταστροφή χώρα επαφίετο στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Η αξιοθαύμαστη «σιωπηρή» πολίτευση δικαιώθηκε: η Βρετανία ανταποκρίθηκε με συναίσθηση του «ηθικού» της καθήκοντος – δεν εξάρτησε δηλαδή τη στάση της από Ελληνική δήλωση, που θα αναβίωνε αυτόματα το καθεστώς ουδετερότητας.[17]

Ούτως ή άλλως από το 1923 η καθημαγμένη Ελληνική Πολιτεία αντιμετώπιζε ναυτική «πολιορκία» της φασιστικής Ιταλίας, που καλόβλεπε την Κέρκυρα, αλλά κατείχε, κυκλωτικά, και τη Δωδεκάνησο.[18] Ακόμη και το Αδριατικό αντίπαλον δέος της Ιταλίας, το βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, επιχείρησε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920 να εδραιώσει, με το ναυτικό του, δικαιώματα στη νησίδα του Βίδου![19] Παραταύτα, το ναυτικό «αμυντικό δόγμα» όρισε το 1926 ως «Ναυτική Αμυντική Περιοχή» τη «Δυτική Ελλάδα»(sic) με έδρα την… Πάτρα![20] Τούτο το παράδοξο σήμαινε υποστροφή της Ελληνικής Πολιτείας στην αποστρατικοποίηση της Κέρκυρας, η απειλή κατά της όποιας θα προσέκρουε (ευκταία) στη μακρά σκιά του Βρετανικού στόλου της Μάλτας.[21]

Η προϊστορία αυτή εξηγεί το γιατί το 1945, την επαύριον του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με την Ιταλία ταπεινωμένη και τις πάγιες Ελληνικές αξιώσεις επί της Βορείου Ηπείρου να εγείρονται ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των νικητών,[22] ο υποναύαρχος Περικλής Αργυρόπουλος αξίωνε να καταστεί απροσπέλαστος πρώτα και κύρια ο «βόρειος πορθμός» της Κέρκυρας με «οχυρώσεις στις εκατέρωθεν ακτές» (βλ. παράθεμα στην αρχή). Η γλαφυρή διατύπωση αποκαλύπτει το εύρος των συνεπειών του «Επεισοδίου της Κέρκυρας» που εκβιάζεται το 1946 και τα αίτια που αποστασιοποιούν την (εμφυλιακή!) Ελλάδα από τη μετέπειτα δικαστική διελκυστίνδα.

Από την άλλη, τον καινοφανή περιορισμό της Ελληνικής κυριαρχίας στα «Διεθνή Στενά» της Κέρκυρας εξισορροπεί η σιωπηρή εγκατάλειψη του δόγματος «διηνεκούς ουδετερότητας» (αποστρατικοποίησης) της νήσου. Η Βρετανία υποχωρεί πια από τη δεσπόζουσα θέση της στην Ελλάδα στην οποία υπεισέρχονται οι ΗΠΑ με τη διακήρυξη του «Δόγματος Τρούμαν» (1947), ενώ τη νέα τάξη πραγμάτων επισφραγίζει η εισδοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ (1952). Τους πρώτους μεταπολεμικούς χρόνους το Βόρειο Στενό επιτηρείται αυστηρά από φυλάκια: Κουλούρα, Αγία Αικατερίνη (Αντινιώτη).[23] Μετέπειτα, το 1956, η σύσταση του «Ναυτικού Οχυρού Κερκύρας» στον (υπό «αξιοποίηση» σήμερα) Ερημίτη, υποδηλώνει την άρση των προγενέστερων περιορισμών της Ελληνικής κυριαρχίας.[24] Το ότι η Ναυτική Διοίκηση, η λεγόμενη της «Δυτικής Ελλάδος», μετονομάζεται επίσης το 1958 σε «Ναυτική Διοίκηση Ιονίου»[25] συνιστά επιλογή με ανάλογο συμβολισμό. 
      
Γενναίος, νέος κόσμος:
μία… τουριστική «αποστρατικοποίηση»!
Έκτοτε μεσολάβησαν, αναμφίβολα, κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις. Επειδή όμως η Γεωγραφία είναι (σε αντίθεση με την Ιστορία) μία μεροληπτική κυρία, η γεωγραφική σημασία του διαύλου, όπως ακριβώς και της Κέρκυρας στην ολότητά της, απλά «μεταγλωττίστηκε», εντασσόμενη σε νέες «αφηγήσεις», χωρίς να περιοριστεί. Ποιές είναι οι νέες «αφηγήσεις»; Είναι βέβαια οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) ή/και οι νησιωτικές υφαλοκρηπίδες, τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Ιονικού «Ελντοράντο», το αιολικό δυναμικό των Διαποντίων, οι χαράξεις ενεργειακών και επικοινωνιακών διηπειρωτικών διασυνδέσεων Βαλκανίων-Ιταλίας που διασταυρώνονται (ανεξαιρέτως!) στον δίαυλο και τους προθαλάμους του.[26] Ωσαύτως: οι γεωγραφίες του σταθμισμένου  περιβαλλοντικού ρίσκου που ακολουθούν τα «μίγματα» των παραπάνω εναλλακτικών επιλογών.

Βέβαια ανάμεσα στο παρελθόν και το άδηλο μέλλον παραμένει σφηνωμένο το παρόν: τουριστική μονοκαλλιέργεια που χλευάζει κάθε διαφορετική θεώρηση.[27] Έτσι το ναυτικό φυλάκιο του Ερημίτη (μέχρι πρότινος και της Αγίας Αικατερίνης, σε περιοχή NATURA 2000!), προορίζεται να «εντοιχιστεί» σε ένα πρότζεκτ εντατικής τουριστικής ανοικοδόμησης. Εξάλλου το πεδίο βολής στον Άη Γιάννη εγκαταλείφθηκε σιωπηρά με την εγκατάσταση πάσης φύσεως επιχειρήσεων – και κορωνίδα γιγάντιο συγκρότημα από (τόσο αναγκαίες στην Κέρκυρα των 200 χιλιομέτρων ακτογραμμής!) πισίνες. Ενώ η βάση υποβρυχίων στην Αλύπα της Παλαιοκαστρίτσας αφέθηκε να σαπίσει, χωρίς τουλάχιστον να μεταφερθεί η στοιχειώδης υποδομή ανεφοδιασμού του στόλου στο κεντρικό λιμάνι της Κέρκυρας, τύποις «ναύσταθμο», που όμως τις στερείται![28]            

Οι «απέναντι» ή ο ιμπεριαλισμός;
Όλα τούτα δεν υποκρύπτουν «νοσταλγία» ενός ψυχροπολεμικού (ή και μεταψυχροπολεμικού) παρελθόντος, κατά το οποίο η Κέρκυρα αξιοποιήθηκε γεωστρατηγικά αλλά και επιχειρησιακά από στόλους της διαδόχου της Βρετανίας, και μόνης πλέον θαλασσοκράτειρας. Η “Pax Americana” και η τεχνολογική εξέλιξη εγγυώνται την επιχειρησιακή αυτονομία τέτοιων στόλων, που δεν χρειάζονται ναύσταθμους κοντά στα «μέτωπα». Οι υποδομές ναυστάθμου (υποστήριξης του στόλου) παραμένουν αντίθετα σημαντικός παράγοντας για μικρότερες δυνάμεις με πολύ διαφορετική αποστολή, όπως λ.χ. το Ελληνικό ναυτικό. Η δε επιτήρηση μίας «τριεθνούς» διαστάυρωσης συμφερόντων από την Κέρκυρα είναι αναγκαία για λόγους συμβολικούς και πραγματικούς.[29]

Η σύγκρουση που εκτυλίσσεται στο Βόρειο Στενό της Κέρκυρας είναι ένα ακόμη σενάριο της συνήθους σύγκρουσης συμφερόντων που χαρακτηρίζει όλη την ιστορική εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας. Η καθιέρωση «δικαίου» της θάλασσας, που επινοήθηκε αρχικά από Ολλανδούς νομικούς τον 17ο αιώνα, εξέφρασε διαχρονικά αξιώσεις των θαλασσοκρατειρών να κινούν ανεμπόδιστα τους εμπορικούς και πολεμικούς στόλους τους.[30] Ήταν εύλογο, αντιθέτως, ότι τα παράκτια κράτη προσπάθησαν να διευρύνουν τη σφαίρα εξουσίας τους, τόσο γεωγραφικά (επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης),[31] όσο και στο περιεχόμενο των ασκούμενων αρμοδιοτήτων.

Η θέση της Ελλάδας σε αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων είναι ιδιότυπη. Αφενός, έχει «έννομο συμφέρον» να οριοθετεί την κίνηση πολεμικών στόλων στα νερά της, που αποτελούν τον συνεκτικό ιστό της «αρχιπελαγικού» χαρακτήρα επικράτειάς της.[32] Αφετέρου, καθώς αποτελεί την πρώτη ναυτιλιακή δύναμη παγκοσμίως, τελικά συμμερίζεται την επιθυμία των θαλασσοκρατειρών υπέρ περιορισμών των εξουσιών των παράκτιων κρατών στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Έτσι η θεμελιώδης σύγκρουση «μικρογραφείται» στο επίπεδο της στάθμισης των αντιτιθέμενων Ελληνικών συμφερόντων, διευκολύνοντας τελικά το έργο των θαλασσοκρατειρών.

Σε κάθε περίπτωση, το προηγούμενο του 1946 και το ίδιο το διατακτικό του Διεθνούς Δικαστηρίου αποδεικνύουν ότι το Βόρειο Στενό αποτελεί πεδίο συγκρούσεων συμφερόντων που δεν αντιπαρατάσσουν μόνο τους «απέναντι». Ίσως πολύ περισσότερο αντιπαρατίθεται εδώ το κοινό συμφέρον των δύο παράκτιων κρατών (Ελλάδας και Αλβανίας), «απέναντι» σε μία ανεξέλεγκτη χρήση ενός διαύλου ισομοιρασμένου αποκλειστικά στα χωρικά ύδατα των δύο πλευρών, από μη παράκτιες ή γενικά τρίτες δυνάμεις – τους μεγαλόσχημους «κυρίαρχους των θαλασσών». 

Βιβλιογραφία και σημειώσεις του ανωτέρω κειμένου στο http://www.environment-corfu.gr/node/19

Επίσης για όσους ενδιαφέρει περισσότερο το θέμα διαβάστε το άρθρο Υπάρχει υπεύθυνος για το φιάσκο ;   όπου βρήκα την φωτογραφία 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου