a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Κυριακή 22 Μαΐου 2011


Ιωάννης Πλεξίδας

H ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δρά­σης ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τὸν Γρη­γό­ρι­ο τὴν κα­τα­στα­σι­α­κὴ συν­θή­κη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἐ­λεύ­θε­ρος. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­πει­δὴ εἰ­κο­νί­ζει[i] τὸν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο, ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «ἰ­σό­θε­ο»[ii]. Ἐ­πει­δὴ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι οὐ­σι­α­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα τοῦ θε­ϊ­κοῦ τρό­που ὕ­παρ­ξης, ἡ ὁ­ρα­τὴ εἰ­κό­να τοῦ ἀ­ό­ρα­του ὀ­φεί­λει νὰ εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἐ­λεύ­θε­ρη. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να, ἀλ­λὰ γιὰ μί­α ἀλ­λοι­ω­μέ­νη ἐκ­δο­χή της[iii]. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ συν­θή­κη ἢ ἀ­ναγκαι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ ἐμ­πό­δι­ο στὴν ἀν­θρώ­πι­νη βού­λη­ση[iv].
Ἀ­κό­μη καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει ἐ­λεύ­θε­ρα[v]. Ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­πάρ­χει μό­νο στὸν ὁ­ρί­ζον­τα[vi] τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ ἀ­πο­κλεί­σει κά­θε μορ­φὴ με­τα­φυ­σι­κοῦ ντε­τερ­μι­νι­σμοῦ[vii], ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι οἱ ἑ­κά­στο­τε ἐ­πι­λο­γὲς τοῦ ἀν­θρώ­που κα­θο­ρί­ζον­ται μό­νο ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐ­πι­λέ­ξει με­τα­ξὺ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν τρό­πων δρά­σης. Αὐ­τὴ ἡ μορ­φὴ δρα­πέ­τευ­σης ἀ­πὸ μί­α προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη κα­νο­νι­κό­τη­τα ἐ­νέ­χει τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ ἀ­πρό­ο­πτου, τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐγ­γε­νῶς ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς δι­α­θέ­τει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἀ­πό­κλι­σης ἀ­πὸ τὸ κοι­νω­νι­κό, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο, ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς φύ­σης[viii]. Ἀ­πό­κλι­ση, ἡ ὁ­ποί­α κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν πρά­ξη τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας[ix]. Κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη πρά­ξη, λοι­πόν, ἐ­νέ­χει μί­α ἀρ­χὴ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρ­χὴ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που[x]. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι μέ­ρος τῆς φύ­σης μὲ τὸν τρό­πο ποὺ εἶ­ναι τὰ ζῶ­α. Τὰ ζῶ­α ὑ­πο­τάσ­σον­ται καὶ ἀ­κο­λου­θοῦν πι­στὰ τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς φύ­σης[xi], ἐ­νῶ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἡ φύ­ση τοῦ ἔ­χει ὁ­ρί­σει νὰ κά­νει. Κα­τα­νο­εῖ­ται ὡς ὂν μεταφυσικό, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ξε­περ­νά­ει τὴ φύ­ση καὶ τὴν ἐ­ξου­σι­ά­ζει[xii]. Ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νὰ ἐ­πι­λέ­ξει τὸ δι­κό του μο­νο­πά­τι ζω­ῆς[xiii]. Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἐν­το­πί­ζε­ται ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἑ­τε­ρό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α τῆς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς κα­τά­στα­σης ποὺ ὑ­πάρ­χει με­τα­ξὺ τῆς εἰ­κό­νας καὶ τοῦ ἀρ­χε­τύ­που, με­τα­ξὺ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος[xiv]. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α του εἶ­ναι πάν­το­τε ἐν­τὸς ὁ­ρί­ων[xv], δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς κτι­στό­τη­τάς του. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μί­α ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς καὶ ὄ­χι ὕ­παρ­ξης. Ἡ ὕ­παρ­ξη, δη­λα­δή, εἶ­ναι προ­τε­ρό­χρο­νη τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί, συ­νε­πῶς, τὴν κα­θο­ρί­ζει. Κά­θε ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο ἐφ’ ὅ­σον τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ὂν ἔ­χει ἀ­να­δυ­θεῖ στὴν ὕ­παρ­ξη, στὸν κό­σμο τῆς πα­ρου­σί­ας. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἑ­πο­μέ­νως, τοῦ ἀν­θρώ­που πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ μί­α ὀρ­θο­λο­γι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­νά­με­σα σὲ ἐν­δε­χό­με­να τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ κα­τα­σκευ­ή. Στὸν Θε­ό, ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι ὀντο­λο­γι­κή. Ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­λέ­γει νὰ ὑ­πάρ­χει καὶ δὲν ἐ­πι­λέ­γει ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­ξει. Ἡ ὕ­παρ­ξή του δὲν εἶ­ναι δο­σμέ­νη, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του. Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ἡ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ τῆς ἠ­θι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας [ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α] καὶ τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας [Θε­ός]. Στὴν ἠ­θι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἐ­νῶ στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα εἶ­ναι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμά της[xvi]. Ὁ Θε­ός, δη­λα­δή, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὴν ὕ­παρ­ξη καθ’ αὑτὴ καὶ ἀ­πὸ τὶς φυ­σι­κὲς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τες ποὺ αὐ­τὴ ἐ­πι­τάσ­σει[xvii].
Ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τὴ ἀ­νά­με­σα σὲ ἠ­θι­κὴ ἢ «ἐν­τὸς ὁ­ρί­ων» ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ σὲ ὀν­το­λο­γι­κὴ ἢ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κα­θο­δη­γη­τι­κὸ νῆ­μα στὴν προ­σπά­θει­ά μας νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί ση­μαί­νει γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ μὲ ποιὸ τρό­πο μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α γεν­νι­έ­ται τὸ κα­κό. Εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει ex nihilo, ὅ­πως δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ Θε­ός. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἕ­ναν ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ κό­σμο, ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ καὶ ἀ­σύν­δε­το μα­ζί του, ἀλ­λὰ τὸν με­τα­μορ­φώ­νει καὶ τὸν ἀ­να­δι­ορ­γα­νώ­νει ὅ­πως αὐ­τὸς ἐ­πι­θυ­μεῖ. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α πρά­ξη δη­μι­ουρ­γί­ας[xviii] καὶ με­τα­μόρ­φω­σης τοῦ κό­σμου, γιὰ μί­α ἐ­νερ­γη­τι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α ζω­ῆς, στὴν ὁ­ποί­α πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὸ διτ­τὸ τοῦ πράγ­μα­τος: ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ τό­σο γιὰ κα­λό, ὅ­σο καὶ γιὰ κακό[xix]. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, λοι­πόν, δὲν εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τη, κα­θὼς ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ ὅ,­τι ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὸ κα­λὸ καὶ τὸ κα­κό, μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ ἑ­νὸς ἐ­νά­ρε­του ἢ ἀ­νή­θι­κου βί­ου[xx]. Ἂν κά­τι ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο[xxi], αὐ­τὸ ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς κα­κί­ας[xxii]. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸν ὅ­ρο προαίρεση[xxiii], προ­κει­μέ­νου νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴ δυ­να­τό­τη­τα γιὰ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς με­τα­ξὺ δύ­ο ἀν­τί­θε­των κα­τα­στά­σε­ων[xxiv]. Ἡ ἔν­νοι­α τῆς προ­αί­ρε­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν terminus technicus τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης θὰ τὴ δι­α­στεί­λει ἀ­πὸ τὸ ἑ­κού­σι­ο, τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α, τὸν θυ­μό, τὴ βού­λη­ση καὶ τὴ γνώ­μη ἢ δό­ξα, θέ­τον­τάς την ὡς ἀρ­χὴ τῆς πρά­ξης καὶ τῆς κί­νη­σης[xxv]. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὁ­ρί­ζον­τας τὴν προ­αί­ρε­ση ὡς ἐ­λεύ­θε­ρη κί­νη­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς[xxvi], χω­ρὶς ὅ­μως νὰ προ­χω­ρή­σει στὴ δι­α­τύ­πω­ση πε­ρί­τε­χνων ὁ­ρι­σμῶν καὶ σὲ δι­ά­κρι­ση τῆς προ­αί­ρε­σης ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες ψυ­χι­κὲς δυ­νά­μεις. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἁ­πλῶς θὰ ἐ­πι­ση­μά­νει τὸν ἐ­λεύ­θε­ρο χα­ρα­κτή­ρα τῆς προ­αί­ρε­σης[xxvii], ἐ­λευ­θε­ρί­α τὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς ἁ­πλῶς μπο­ρεῖ καὶ προ­βλέ­πει, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἐ­ξου­σι­ά­ζει καὶ νὰ προ­ο­ρί­ζει[xxviii].
Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση, ὅ­μως, δὲν ἐ­πι­λέ­γει μό­νο τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ δὲν νο­εῖ­ται μο­νο­σή­μαν­τα σὲ μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ προ­ο­πτι­κή, ἀλ­λὰ ἐ­νέ­χει τὸ σπέρ­μα τῆς ρή­ξης καὶ τῆς ἀ­πο­δό­μη­σης, τὸ σπέρ­μα τῆς κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τας[xxix]. Ἀ­πὸ ποῦ, ὅ­μως, ἐκ­πη­γά­ζει αὐ­τὴ ἡ ἀρ­νη­τι­κό­τη­τα, αὐ­τὴ ἡ ὑ­παρ­ξι­α­κὴ ἐν­τρο­πί­α, ποὺ κα­θι­στᾶ ἱ­κα­νὸ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­φα­νί­σει τὸν ἄλ­λο καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του; Πῶς μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­γα­θῆς βού­λη­σης[xxx] τοῦ Θε­οῦ, νὰ δί­νει νό­η­μα στὸ ἀ-νό­η­το, πῶς μπο­ρεῖ νὰ οὐ­σι­ώ­σει[xxxi]εἶ­ναι, πρὸς τὸ μηδέν[xxxii]. Πρό­κει­ται, οὐ­σι­α­στι­κά, γιὰ μί­α κα­τα­σκευ­α­στι­κή, γιὰ μί­α φυ­σι­κὴ ἀ­τέ­λει­α τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔ­λευ­ση στὴν ὕ­παρ­ξη ση­μαί­νε­ται μὲ μί­α ἀλ­λοί­ω­ση, μὲ μί­α με­τα­βο­λή. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ὑ­πῆρ­χε πάν­το­τε, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α με­τέ­βη στὴν πα­ρου­σί­α μὲ τὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ πρό­σταγ­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ κί­νη­ση αὐ­τή, ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕ­παρ­ξη, θέ­τει ὡς βα­σι­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα τῆς κτί­σης τὴν τρε­πτό­τη­τα, τὴν ἀλ­λοί­ω­ση[xxxiii]. Ἡ τρε­πτό­τη­τα τῆς κτι­στῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι σύμ­φυ­τη μὲ αὐ­τή. Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α, λοι­πόν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­ναι αὐ­θύ­παρ­κτη, ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ex nihilo καὶ πάν­τως ὄ­χι ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ οὐ­σί­α, εἶ­ναι τρε­πτὴ καὶ ἀλ­λοι­ω­τή[xxxiv]. Σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, δὲν πρέ­πει νὰ ταυ­τί­σου­με τὴν ἀ­τέ­λει­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ τὴ συ­να­κό­λου­θη κί­νη­σή της εἴ­τε πρὸς τὸ ἀ­γα­θὸ εἴ­τε πρὸς τὸ κα­κό, μὲ τὴν ἀ­σθέ­νει­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης[xxxv]. Ἡ ἔ­λευ­ση τοῦ κα­κοῦ στὸν κό­σμο, καὶ πρω­τί­στως ἡ κυ­ο­φό­ρη­σή του στὴν ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση, δὲν ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν τρε­πτό­τη­τα τῶν ὄν­των, ἀλ­λὰ εἶ­ναι συ­νέ­πει­ά της, ὅ­ταν τὰ ὄν­τα αὐ­το­βού­λως καὶ ἀ­βι­ά­στως ἐ­νερ­γοῦν πα­ρα­μορ­φω­τι­κά. Ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δη­μι­ουρ­γών­τας ἕ­ναν κό­σμο ἀ­πο­κύ­η­μα τοῦ ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ τους φω­τι­σμοῦ καὶ τῆς ἐ­γω­τι­κῆς αὐ­τάρ­κει­άς τους.
Ὁ ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, βι­ώ­νει ἕ­να ἀ­κα­τά­παυ­στο γίγνεσθαι, μί­α δι­αρ­κῆ καὶ ἀ­κα­τά­λη­κτη κί­νη­ση[xxxvi], ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀμ­φιρ­ρε­πής[xxxvii]. Μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει στὸν ἀ­φα­νι­σμὸ καὶ στὴν ἀ­πώ­λει­α[xxxviii] ἢ στὴν πλή­ρω­ση τῆς ὕ­παρ­ξης, πλή­ρω­ση ἡ ὁ­ποί­α νο­εῖ­ται ὡς ἕ­νω­ση μὲ τὸ ὑ­περ­βα­τι­κό[xxxix]. Αὐ­τὴ ἡ διτ­τὴ[xl] κί­νη­ση εἶ­ναι ποὺ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο ἕ­να ὂν δι­φο­ρού­με­νο καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο, ἕ­να ὂν ποὺ με­τε­ω­ρί­ζε­ται καὶ ἀ­κρο­βα­τεῖ πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας. Αὐ­τὸς ὁ δι­φο­ρού­με­νος χα­ρα­κτή­ρας τῆς ὑ­παρ­κτι­κῆς καὶ ὀν­το­λο­γι­κῆς θέ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα στὸν κό­σμο, κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο μί­α αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη ποὺ βρί­σκε­ται σὲ δι­αρ­κῆ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα καὶ ἀ­νη­συ­χί­α καὶ ἡ ὁ­ποί­α κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ει στὴ με­θό­ρι­ο[xli] τοῦ κα­κοῦ καὶ τοῦ κα­λοῦ. Ἂν καὶ ὑ­πάρ­χουν στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση οἱ ἀ­φορ­μὲς καὶ τὰ ἐ­φαλ­τή­ρι­α γιὰ τὴ δι­ά­πρα­ξη τοῦ κα­λοῦ, γιὰ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸν χῶ­ρο τοῦ ἀ­γα­θοῦ, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε φύ­σει ἀ­γα­θὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν πα­νά­γα­θο δη­μι­ουρ­γὸ[xlii] καὶ πα­ρου­σιά­ζει μί­α φυ­σι­κὴ προ­δι­ά­θε­ση[xliii] πρὸς τὸ ἀ­γα­θό[xliv], ὡ­στό­σο ἐ­ξαι­τί­ας τῆς τρε­πτό­τη­τας τῆς φύ­σης του ρέ­πει καὶ πρὸς τὸ κακό[xlv], αὐ­το­α­ναι­ρών­τας τὴν ὕ­παρ­ξή του καὶ μο­λύ­νον­τας κά­θε τι ἀ­γα­θό. Αὐ­τός, βέ­βαι­α, ὁ μο­λυ­σμὸς τῆς ὕ­παρ­ξης νο­εῖ­ται πάν­το­τε σὲ ἐ­πί­πε­δο ἠ­θι­κὸ καὶ ὄ­χι φυ­σι­κό. Ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει φύσει ἀ­γα­θός, μὲ τὶς ἀ­γα­θὲς δυ­νά­μεις ποὺ συ­νο­δεύ­ουν τὴ φύ­ση του νὰ βρί­σκον­ται σὲ λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση[xlvi].
Στὴ σκέ­ψη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, λοι­πόν, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μι­λή­σου­με γιὰ μί­α ὀν­το­λο­γί­α τοῦ κα­κοῦ. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτο. Πρό­κει­ται γιὰ κα­τη­γο­ρί­α ἠ­θι­κὴ καὶ ὄ­χι ὀν­το­λο­γι­κή. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Νύσ­σης ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἐμ­φά­νει­α τοῦ κα­κοῦ καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ὁ­λωσ­δι­ό­λου πραγ­μα­τι­κά. Αὐ­τὸ ποὺ ἀρ­νεῖ­ται ὁ Γρη­γό­ρι­ος εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ κα­κοῦ ὡς μέ­ρος τῆς τά­ξης ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θεός[xlvii]. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι συ­νέ­πει­α τῆς αὐ­τε­ξου­σι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που[xlviii] καὶ νο­εῖ­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο μὲ ὅ­ρους ἐ­ξω­κεν­τρι­κῆς το­πο­θε­τι­κό­τη­τας, μὲ ὅ­ρους δυ­να­τό­τη­τας ἀλ­λοί­ω­σης τοῦ ὑ­παρ­κτοῦ, κα­θὼς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς καὶ μό­νο το­πο­θε­τη­μέ­νος μέ­σα στὸν πε­ρί­γυ­ρό του, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ αὐ­τόν[xlix]. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὸν κα­τα­γω­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ κα­κοῦ ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα στὴ σφαί­ρα τῆς πρά­ξης. Στὴ συ­νέ­χει­α θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με νὰ δεί­ξου­με γι­α­τί, σύμ­φω­να μὲ τὸν Νύσ­σης πάν­το­τε, ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­πράτ­τει τὸ κα­κό, ἂν καὶ ὁ πυ­ρή­νας τῆς ὕ­παρ­ξής του πα­ρα­μέ­νει ἀ­γα­θός.
Κλεί­νον­τας θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅ­τι ἂν καὶ ὁ Νύσ­σης προ­βάλ­λει τὴν πρά­ξη ὡς πη­γὴ τοῦ κα­κοῦ, δὲν θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἀ­παν­τᾶ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ κα­κοῦ. Ὁ λό­γος τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ρι­ζι­κοῦ κα­κοῦ πα­ρα­μέ­νει-καὶ νο­μί­ζου­με ὅ­τι θὰ συ­νε­χί­σει νὰ πα­ρα­μέ­νει-ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ Kant[l]. Ὁ Νύσ­σης, ἐ­ξάλ­λου, δὲν φαί­νε­ται νὰ δί­νει κά­ποια ἀ­πάν­τη­ση στὴν ἀ­δι­κί­α ποὺ ὑ­πάρ­χει στὴ χρι­στια­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κα­κό, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α οἱ πρά­ξεις τῶν προ­πα­τό­ρων μας κα­θο­ρί­ζουν τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ὕ­παρ­ξής μας[li]. Ὁ ἴ­διος, βέ­βαι­α, φαί­νε­ται νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται αὐ­τὸ τὸ λο­γι­κὸ κε­νό, γι’ αὐ­τὸ μᾶς κα­λεῖ νὰ σκε­φτοῦ­με ἀλ­λι­ῶς, κα­θὼς ἡ νο­η­τι­κή μας μα­τιὰ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ, μέ­σα στὴν ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τά της καὶ στὴν ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τά της, τὸ ὅ­λο τῶν πραγ­μά­των, μᾶς κα­λεῖ νὰ δοῦ­με τὸ κα­κὸ ὡς ἐμ­πει­ρί­α γνώ­σης, ἡ ὁ­ποί­α θὰ μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴ χα­μέ­νη πα­ρα­δεί­σι­α πα­τρί­δα[lii].

ΑΣΠΑΣΙΑ : Το άρθρο το βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον .  Θα ήθελα όμως να επισημάνω πως ο Θεός ,ναι φυσικά είναι η Ουσία που δεν γεννήθηκε ως ο ΜΗ ΩΝ , ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε και για αυτό είναι Ον !  Η διαφορά μου είναι η εξής, πως ο Θεός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει κάτι, γιατί ήξερε τα πάντα στον Πύρινο Νου του και δεν χρειαζόταν όπως ο ¨Ανθρωπος να δει εμπράγματη απτή εκδήλωση.  Η Ανάγκη αναπήδησε όταν ο Πύρινος Νούς άρχισε να εκδηλώνεται σε όλες τις πιθανές μορφές, που είναι άπειρες και άρρηκτες μεταξύ τους, αλλά με απόλυτη Γεωμετρική Πρόοδο.  Ο Ανθρωπος είναι όντως ο εξουσιαστής της ύλης, μιας και είναι το εχγειρίδιο εκμάθησης του.  Συμφωνώ λοιπόν, ότι ως ¨Ανθρωπος δεν μπορεί να υπερβεί τους Κανόνες του ΜΗ ΟΝΤΟΣ, αλλά έχει την επιλογή να επιλέξει εντός των προυπάρχοντων κανόνων.  Χωρίς στην ουσία να έχει και τόση σημασία, μιας και το ζητούμενο είναι η γνώση μεσα από Οδύσσεια. 
Ως αναπόσπαστο κομμάτι του ΕΝΟΣ, οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον Υλικό Κόσμο τον οποίο εξουσιάζει, αλλά ταυτόχρονα τον καθηλώνει,  ώστε να μπορέσει να βρεί τον δρόμο της συνένωσης με το ΟΛΟΝ !
Αυτεξούσιο και καταστροφικότητα. Η ελλειματικότητα του δημιουργήματος


Ιωάννης Πλεξίδας

H ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δρά­σης ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τὸν Γρη­γό­ρι­ο τὴν κα­τα­στα­σι­α­κὴ συν­θή­κη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἐ­λεύ­θε­ρος. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­πει­δὴ εἰ­κο­νί­ζει[i] τὸν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο, ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «ἰ­σό­θε­ο»[ii]. Ἐ­πει­δὴ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι οὐ­σι­α­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα τοῦ θε­ϊ­κοῦ τρό­που ὕ­παρ­ξης, ἡ ὁ­ρα­τὴ εἰ­κό­να τοῦ ἀ­ό­ρα­του ὀ­φεί­λει νὰ εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἐ­λεύ­θε­ρη. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να, ἀλ­λὰ γιὰ μί­α ἀλ­λοι­ω­μέ­νη ἐκ­δο­χή της[iii]. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ συν­θή­κη ἢ ἀ­ναγκαι­ό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ ἐμ­πό­δι­ο στὴν ἀν­θρώ­πι­νη βού­λη­ση[iv].
Ἀ­κό­μη καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει ἐ­λεύ­θε­ρα[v]. Ὁ ἄν­θρω­πος ὑ­πάρ­χει μό­νο στὸν ὁ­ρί­ζον­τα[vi] τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ ἀ­πο­κλεί­σει κά­θε μορ­φὴ με­τα­φυ­σι­κοῦ ντε­τερ­μι­νι­σμοῦ[vii], ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι οἱ ἑ­κά­στο­τε ἐ­πι­λο­γὲς τοῦ ἀν­θρώ­που κα­θο­ρί­ζον­ται μό­νο ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐ­πι­λέ­ξει με­τα­ξὺ δι­α­φο­ρε­τι­κῶν τρό­πων δρά­σης. Αὐ­τὴ ἡ μορ­φὴ δρα­πέ­τευ­σης ἀ­πὸ μί­α προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη κα­νο­νι­κό­τη­τα ἐ­νέ­χει τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ ἀ­πρό­ο­πτου, τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐγ­γε­νῶς ἐ­λεύ­θε­ρος, ἐ­πει­δὴ ἀ­κρι­βῶς δι­α­θέ­τει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἀ­πό­κλι­σης ἀ­πὸ τὸ κοι­νω­νι­κό, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο, ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς φύ­σης[viii]. Ἀ­πό­κλι­ση, ἡ ὁ­ποί­α κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν πρά­ξη τῆς αὐ­το­κτο­νί­ας[ix]. Κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη πρά­ξη, λοι­πόν, ἐ­νέ­χει μί­α ἀρ­χὴ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρ­χὴ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που[x]. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι μέ­ρος τῆς φύ­σης μὲ τὸν τρό­πο ποὺ εἶ­ναι τὰ ζῶ­α. Τὰ ζῶ­α ὑ­πο­τάσ­σον­ται καὶ ἀ­κο­λου­θοῦν πι­στὰ τὶς ἐ­πι­τα­γὲς τῆς φύ­σης[xi], ἐ­νῶ ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἡ φύ­ση τοῦ ἔ­χει ὁ­ρί­σει νὰ κά­νει. Κα­τα­νο­εῖ­ται ὡς ὂν μεταφυσικό, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ξε­περ­νά­ει τὴ φύ­ση καὶ τὴν ἐ­ξου­σι­ά­ζει[xii]. Ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νὰ ἐ­πι­λέ­ξει τὸ δι­κό του μο­νο­πά­τι ζω­ῆς[xiii]. Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἐν­το­πί­ζε­ται ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἀ­πὸ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἑ­τε­ρό­τη­τα ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α τῆς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς κα­τά­στα­σης ποὺ ὑ­πάρ­χει με­τα­ξὺ τῆς εἰ­κό­νας καὶ τοῦ ἀρ­χε­τύ­που, με­τα­ξὺ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος[xiv]. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α του εἶ­ναι πάν­το­τε ἐν­τὸς ὁ­ρί­ων[xv], δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τῆς κτι­στό­τη­τάς του. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ποὺ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μί­α ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς καὶ ὄ­χι ὕ­παρ­ξης. Ἡ ὕ­παρ­ξη, δη­λα­δή, εἶ­ναι προ­τε­ρό­χρο­νη τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί, συ­νε­πῶς, τὴν κα­θο­ρί­ζει. Κά­θε ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο ἐφ’ ὅ­σον τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ὂν ἔ­χει ἀ­να­δυ­θεῖ στὴν ὕ­παρ­ξη, στὸν κό­σμο τῆς πα­ρου­σί­ας. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἑ­πο­μέ­νως, τοῦ ἀν­θρώ­που πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ μί­α ὀρ­θο­λο­γι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­νά­με­σα σὲ ἐν­δε­χό­με­να τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ κα­τα­σκευ­ή. Στὸν Θε­ό, ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α εἶ­ναι ὀντο­λο­γι­κή. Ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­λέ­γει νὰ ὑ­πάρ­χει καὶ δὲν ἐ­πι­λέ­γει ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­ξει. Ἡ ὕ­παρ­ξή του δὲν εἶ­ναι δο­σμέ­νη, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του. Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ἡ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ τῆς ἠ­θι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας [ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α] καὶ τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας [Θε­ός]. Στὴν ἠ­θι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἐ­νῶ στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα εἶ­ναι τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμά της[xvi]. Ὁ Θε­ός, δη­λα­δή, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὴν ὕ­παρ­ξη καθ’ αὑτὴ καὶ ἀ­πὸ τὶς φυ­σι­κὲς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τες ποὺ αὐ­τὴ ἐ­πι­τάσ­σει[xvii].
Ἡ δι­ά­κρι­ση αὐ­τὴ ἀ­νά­με­σα σὲ ἠ­θι­κὴ ἢ «ἐν­τὸς ὁ­ρί­ων» ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ σὲ ὀν­το­λο­γι­κὴ ἢ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κα­θο­δη­γη­τι­κὸ νῆ­μα στὴν προ­σπά­θει­ά μας νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τί ση­μαί­νει γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ μὲ ποιὸ τρό­πο μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α γεν­νι­έ­ται τὸ κα­κό. Εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει ex nihilo, ὅ­πως δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ Θε­ός. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἕ­ναν ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ κό­σμο, ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ καὶ ἀ­σύν­δε­το μα­ζί του, ἀλ­λὰ τὸν με­τα­μορ­φώ­νει καὶ τὸν ἀ­να­δι­ορ­γα­νώ­νει ὅ­πως αὐ­τὸς ἐ­πι­θυ­μεῖ. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α πρά­ξη δη­μι­ουρ­γί­ας[xviii] καὶ με­τα­μόρ­φω­σης τοῦ κό­σμου, γιὰ μί­α ἐ­νερ­γη­τι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α ζω­ῆς, στὴν ὁ­ποί­α πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὸ διτ­τὸ τοῦ πράγ­μα­τος: ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ τό­σο γιὰ κα­λό, ὅ­σο καὶ γιὰ κακό[xix]. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, λοι­πόν, δὲν εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τη, κα­θὼς ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ ὅ,­τι ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὸ κα­λὸ καὶ τὸ κα­κό, μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ ἑ­νὸς ἐ­νά­ρε­του ἢ ἀ­νή­θι­κου βί­ου[xx]. Ἂν κά­τι ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο[xxi], αὐ­τὸ ἔ­χει νὰ κά­νει μὲ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς κα­κί­ας[xxii]. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὸν ὅ­ρο προαίρεση[xxiii], προ­κει­μέ­νου νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴ δυ­να­τό­τη­τα γιὰ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς με­τα­ξὺ δύ­ο ἀν­τί­θε­των κα­τα­στά­σε­ων[xxiv]. Ἡ ἔν­νοι­α τῆς προ­αί­ρε­σης ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν terminus technicus τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης θὰ τὴ δι­α­στεί­λει ἀ­πὸ τὸ ἑ­κού­σι­ο, τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α, τὸν θυ­μό, τὴ βού­λη­ση καὶ τὴ γνώ­μη ἢ δό­ξα, θέ­τον­τάς την ὡς ἀρ­χὴ τῆς πρά­ξης καὶ τῆς κί­νη­σης[xxv]. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὁ­ρί­ζον­τας τὴν προ­αί­ρε­ση ὡς ἐ­λεύ­θε­ρη κί­νη­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς[xxvi], χω­ρὶς ὅ­μως νὰ προ­χω­ρή­σει στὴ δι­α­τύ­πω­ση πε­ρί­τε­χνων ὁ­ρι­σμῶν καὶ σὲ δι­ά­κρι­ση τῆς προ­αί­ρε­σης ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες ψυ­χι­κὲς δυ­νά­μεις. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἁ­πλῶς θὰ ἐ­πι­ση­μά­νει τὸν ἐ­λεύ­θε­ρο χα­ρα­κτή­ρα τῆς προ­αί­ρε­σης[xxvii], ἐ­λευ­θε­ρί­α τὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς ἁ­πλῶς μπο­ρεῖ καὶ προ­βλέ­πει, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἐ­ξου­σι­ά­ζει καὶ νὰ προ­ο­ρί­ζει[xxviii].
Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση, ὅ­μως, δὲν ἐ­πι­λέ­γει μό­νο τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ δὲν νο­εῖ­ται μο­νο­σή­μαν­τα σὲ μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ προ­ο­πτι­κή, ἀλ­λὰ ἐ­νέ­χει τὸ σπέρ­μα τῆς ρή­ξης καὶ τῆς ἀ­πο­δό­μη­σης, τὸ σπέρ­μα τῆς κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τας[xxix]. Ἀ­πὸ ποῦ, ὅ­μως, ἐκ­πη­γά­ζει αὐ­τὴ ἡ ἀρ­νη­τι­κό­τη­τα, αὐ­τὴ ἡ ὑ­παρ­ξι­α­κὴ ἐν­τρο­πί­α, ποὺ κα­θι­στᾶ ἱ­κα­νὸ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἀ­φα­νί­σει τὸν ἄλ­λο καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του; Πῶς μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­γα­θῆς βού­λη­σης[xxx] τοῦ Θε­οῦ, νὰ δί­νει νό­η­μα στὸ ἀ-νό­η­το, πῶς μπο­ρεῖ νὰ οὐ­σι­ώ­σει[xxxi]εἶ­ναι, πρὸς τὸ μηδέν[xxxii]. Πρό­κει­ται, οὐ­σι­α­στι­κά, γιὰ μί­α κα­τα­σκευ­α­στι­κή, γιὰ μί­α φυ­σι­κὴ ἀ­τέ­λει­α τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔ­λευ­ση στὴν ὕ­παρ­ξη ση­μαί­νε­ται μὲ μί­α ἀλ­λοί­ω­ση, μὲ μί­α με­τα­βο­λή. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ὑ­πῆρ­χε πάν­το­τε, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α με­τέ­βη στὴν πα­ρου­σί­α μὲ τὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ πρό­σταγ­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ κί­νη­ση αὐ­τή, ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕ­παρ­ξη, θέ­τει ὡς βα­σι­κὸ κα­τη­γό­ρη­μα τῆς κτί­σης τὴν τρε­πτό­τη­τα, τὴν ἀλ­λοί­ω­ση[xxxiii]. Ἡ τρε­πτό­τη­τα τῆς κτι­στῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι σύμ­φυ­τη μὲ αὐ­τή. Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α, λοι­πόν, ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­ναι αὐ­θύ­παρ­κτη, ἀλ­λὰ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ex nihilo καὶ πάν­τως ὄ­χι ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ οὐ­σί­α, εἶ­ναι τρε­πτὴ καὶ ἀλ­λοι­ω­τή[xxxiv]. Σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, δὲν πρέ­πει νὰ ταυ­τί­σου­με τὴν ἀ­τέ­λει­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ τὴ συ­να­κό­λου­θη κί­νη­σή της εἴ­τε πρὸς τὸ ἀ­γα­θὸ εἴ­τε πρὸς τὸ κα­κό, μὲ τὴν ἀ­σθέ­νει­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης[xxxv]. Ἡ ἔ­λευ­ση τοῦ κα­κοῦ στὸν κό­σμο, καὶ πρω­τί­στως ἡ κυ­ο­φό­ρη­σή του στὴν ἀν­θρώ­πι­νη προ­αί­ρε­ση, δὲν ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν τρε­πτό­τη­τα τῶν ὄν­των, ἀλ­λὰ εἶ­ναι συ­νέ­πει­ά της, ὅ­ταν τὰ ὄν­τα αὐ­το­βού­λως καὶ ἀ­βι­ά­στως ἐ­νερ­γοῦν πα­ρα­μορ­φω­τι­κά. Ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴ θε­ϊ­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δη­μι­ουρ­γών­τας ἕ­ναν κό­σμο ἀ­πο­κύ­η­μα τοῦ ὑ­πο­κει­με­νι­κοῦ τους φω­τι­σμοῦ καὶ τῆς ἐ­γω­τι­κῆς αὐ­τάρ­κει­άς τους.
Ὁ ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, βι­ώ­νει ἕ­να ἀ­κα­τά­παυ­στο γίγνεσθαι, μί­α δι­αρ­κῆ καὶ ἀ­κα­τά­λη­κτη κί­νη­ση[xxxvi], ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀμ­φιρ­ρε­πής[xxxvii]. Μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει στὸν ἀ­φα­νι­σμὸ καὶ στὴν ἀ­πώ­λει­α[xxxviii] ἢ στὴν πλή­ρω­ση τῆς ὕ­παρ­ξης, πλή­ρω­ση ἡ ὁ­ποί­α νο­εῖ­ται ὡς ἕ­νω­ση μὲ τὸ ὑ­περ­βα­τι­κό[xxxix]. Αὐ­τὴ ἡ διτ­τὴ[xl] κί­νη­ση εἶ­ναι ποὺ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο ἕ­να ὂν δι­φο­ρού­με­νο καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο, ἕ­να ὂν ποὺ με­τε­ω­ρί­ζε­ται καὶ ἀ­κρο­βα­τεῖ πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ἀ­νυ­παρ­ξί­ας. Αὐ­τὸς ὁ δι­φο­ρού­με­νος χα­ρα­κτή­ρας τῆς ὑ­παρ­κτι­κῆς καὶ ὀν­το­λο­γι­κῆς θέ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα στὸν κό­σμο, κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο μί­α αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη ποὺ βρί­σκε­ται σὲ δι­αρ­κῆ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα καὶ ἀ­νη­συ­χί­α καὶ ἡ ὁ­ποί­α κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ει στὴ με­θό­ρι­ο[xli] τοῦ κα­κοῦ καὶ τοῦ κα­λοῦ. Ἂν καὶ ὑ­πάρ­χουν στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση οἱ ἀ­φορ­μὲς καὶ τὰ ἐ­φαλ­τή­ρι­α γιὰ τὴ δι­ά­πρα­ξη τοῦ κα­λοῦ, γιὰ τὴν πα­ρα­μο­νὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸν χῶ­ρο τοῦ ἀ­γα­θοῦ, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε φύ­σει ἀ­γα­θὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν πα­νά­γα­θο δη­μι­ουρ­γὸ[xlii] καὶ πα­ρου­σιά­ζει μί­α φυ­σι­κὴ προ­δι­ά­θε­ση[xliii] πρὸς τὸ ἀ­γα­θό[xliv], ὡ­στό­σο ἐ­ξαι­τί­ας τῆς τρε­πτό­τη­τας τῆς φύ­σης του ρέ­πει καὶ πρὸς τὸ κακό[xlv], αὐ­το­α­ναι­ρών­τας τὴν ὕ­παρ­ξή του καὶ μο­λύ­νον­τας κά­θε τι ἀ­γα­θό. Αὐ­τός, βέ­βαι­α, ὁ μο­λυ­σμὸς τῆς ὕ­παρ­ξης νο­εῖ­ται πάν­το­τε σὲ ἐ­πί­πε­δο ἠ­θι­κὸ καὶ ὄ­χι φυ­σι­κό. Ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει φύσει ἀ­γα­θός, μὲ τὶς ἀ­γα­θὲς δυ­νά­μεις ποὺ συ­νο­δεύ­ουν τὴ φύ­ση του νὰ βρί­σκον­ται σὲ λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση[xlvi].
Στὴ σκέ­ψη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, λοι­πόν, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μι­λή­σου­με γιὰ μί­α ὀν­το­λο­γί­α τοῦ κα­κοῦ. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτο. Πρό­κει­ται γιὰ κα­τη­γο­ρί­α ἠ­θι­κὴ καὶ ὄ­χι ὀν­το­λο­γι­κή. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Νύσ­σης ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἐμ­φά­νει­α τοῦ κα­κοῦ καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ὁ­λωσ­δι­ό­λου πραγ­μα­τι­κά. Αὐ­τὸ ποὺ ἀρ­νεῖ­ται ὁ Γρη­γό­ρι­ος εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ κα­κοῦ ὡς μέ­ρος τῆς τά­ξης ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θεός[xlvii]. Τὸ κα­κὸ εἶ­ναι συ­νέ­πει­α τῆς αὐ­τε­ξου­σι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που[xlviii] καὶ νο­εῖ­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο μὲ ὅ­ρους ἐ­ξω­κεν­τρι­κῆς το­πο­θε­τι­κό­τη­τας, μὲ ὅ­ρους δυ­να­τό­τη­τας ἀλ­λοί­ω­σης τοῦ ὑ­παρ­κτοῦ, κα­θὼς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ἁ­πλῶς καὶ μό­νο το­πο­θε­τη­μέ­νος μέ­σα στὸν πε­ρί­γυ­ρό του, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ αὐ­τόν[xlix]. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὸν κα­τα­γω­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ κα­κοῦ ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα στὴ σφαί­ρα τῆς πρά­ξης. Στὴ συ­νέ­χει­α θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με νὰ δεί­ξου­με γι­α­τί, σύμ­φω­να μὲ τὸν Νύσ­σης πάν­το­τε, ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­πράτ­τει τὸ κα­κό, ἂν καὶ ὁ πυ­ρή­νας τῆς ὕ­παρ­ξής του πα­ρα­μέ­νει ἀ­γα­θός.
Κλεί­νον­τας θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅ­τι ἂν καὶ ὁ Νύσ­σης προ­βάλ­λει τὴν πρά­ξη ὡς πη­γὴ τοῦ κα­κοῦ, δὲν θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι ἀ­παν­τᾶ στὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ κα­κοῦ. Ὁ λό­γος τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ ρι­ζι­κοῦ κα­κοῦ πα­ρα­μέ­νει-καὶ νο­μί­ζου­με ὅ­τι θὰ συ­νε­χί­σει νὰ πα­ρα­μέ­νει-ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ Kant[l]. Ὁ Νύσ­σης, ἐ­ξάλ­λου, δὲν φαί­νε­ται νὰ δί­νει κά­ποια ἀ­πάν­τη­ση στὴν ἀ­δι­κί­α ποὺ ὑ­πάρ­χει στὴ χρι­στια­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κα­κό, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α οἱ πρά­ξεις τῶν προ­πα­τό­ρων μας κα­θο­ρί­ζουν τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ὕ­παρ­ξής μας[li]. Ὁ ἴ­διος, βέ­βαι­α, φαί­νε­ται νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται αὐ­τὸ τὸ λο­γι­κὸ κε­νό, γι’ αὐ­τὸ μᾶς κα­λεῖ νὰ σκε­φτοῦ­με ἀλ­λι­ῶς, κα­θὼς ἡ νο­η­τι­κή μας μα­τιὰ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ, μέ­σα στὴν ὑ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τά της καὶ στὴν ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τά της, τὸ ὅ­λο τῶν πραγ­μά­των, μᾶς κα­λεῖ νὰ δοῦ­με τὸ κα­κὸ ὡς ἐμ­πει­ρί­α γνώ­σης, ἡ ὁ­ποί­α θὰ μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴ χα­μέ­νη πα­ρα­δεί­σι­α πα­τρί­δα[lii].

ΑΣΠΑΣΙΑ : Το άρθρο το βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον .  Θα ήθελα όμως να επισημάνω πως ο Θεός ,ναι φυσικά είναι η Ουσία που δεν γεννήθηκε ως ο ΜΗ ΩΝ , ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε και για αυτό είναι Ον !  Η διαφορά μου είναι η εξής, πως ο Θεός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει κάτι, γιατί ήξερε τα πάντα στον Πύρινο Νου του και δεν χρειαζόταν όπως ο ¨Ανθρωπος να δει εμπράγματη απτή εκδήλωση.  Η Ανάγκη αναπήδησε όταν ο Πύρινος Νούς άρχισε να εκδηλώνεται σε όλες τις πιθανές μορφές, που είναι άπειρες και άρρηκτες μεταξύ τους, αλλά με απόλυτη Γεωμετρική Πρόοδο.  Ο Ανθρωπος είναι όντως ο εξουσιαστής της ύλης, μιας και είναι το εχγειρίδιο εκμάθησης του.  Συμφωνώ λοιπόν, ότι ως ¨Ανθρωπος δεν μπορεί να υπερβεί τους Κανόνες του ΜΗ ΟΝΤΟΣ, αλλά έχει την επιλογή να επιλέξει εντός των προυπάρχοντων κανόνων.  Χωρίς στην ουσία να έχει και τόση σημασία, μιας και το ζητούμενο είναι η γνώση μεσα από Οδύσσεια. 
Ως αναπόσπαστο κομμάτι του ΕΝΟΣ, οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον Υλικό Κόσμο τον οποίο εξουσιάζει, αλλά ταυτόχρονα τον καθηλώνει,  ώστε να μπορέσει να βρεί τον δρόμο της συνένωσης με το ΟΛΟΝ !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου