Ιωάννης Πλεξίδας
H ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης δράσης ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Γρηγόριο τὴν καταστασιακὴ συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, ἐπειδὴ εἰκονίζει[i] τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, χαρακτηρίζεται «ἰσόθεο»[ii]. Ἐπειδὴ ἡ ἐλευθερία εἶναι οὐσιακὸ κατηγόρημα τοῦ θεϊκοῦ τρόπου ὕπαρξης, ἡ ὁρατὴ εἰκόνα τοῦ ἀόρατου ὀφείλει νὰ εἶναι ἐπίσης ἐλεύθερη. Διαφορετικὰ δὲν πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ εἰκόνα, ἀλλὰ γιὰ μία ἀλλοιωμένη ἐκδοχή της[iii]. Δὲν ὑπάρχει καμία ἐξωτερικὴ συνθήκη ἢ ἀναγκαιότητα ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο στὴν ἀνθρώπινη βούληση[iv].
Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποφασίσει ἐλεύθερα[v]. Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει μόνο στὸν ὁρίζοντα[vi] τῆς ἐλευθερίας. Ὁ Γρηγόριος θὰ ἀποκλείσει κάθε μορφὴ μεταφυσικοῦ ντετερμινισμοῦ[vii], ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ ἑκάστοτε ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου καθορίζονται μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξει μεταξὺ διαφορετικῶν τρόπων δράσης. Αὐτὴ ἡ μορφὴ δραπέτευσης ἀπὸ μία προκαθορισμένη κανονικότητα ἐνέχει τὸ στοιχεῖο τοῦ ἀπρόοπτου, τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγγενῶς ἐλεύθερος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς διαθέτει τὴ δυνατότητα τῆς ἀπόκλισης ἀπὸ τὸ κοινωνικό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀνθρώπινο, ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς τῆς φύσης[viii]. Ἀπόκλιση, ἡ ὁποία κορυφώνεται στὴν πράξη τῆς αὐτοκτονίας[ix]. Κάθε ἀνθρώπινη πράξη, λοιπόν, ἐνέχει μία ἀρχὴ ἀβεβαιότητας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου[x]. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μέρος τῆς φύσης μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶναι τὰ ζῶα. Τὰ ζῶα ὑποτάσσονται καὶ ἀκολουθοῦν πιστὰ τὶς ἐπιταγὲς τῆς φύσης[xi], ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀποστασιοποιεῖται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἡ φύση τοῦ ἔχει ὁρίσει νὰ κάνει. Κατανοεῖται ὡς ὂν μεταφυσικό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ξεπερνάει τὴ φύση καὶ τὴν ἐξουσιάζει[xii]. Ὁ κάθε ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἐπιλέξει τὸ δικό του μονοπάτι ζωῆς[xiii]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐντοπίζεται ἡ ἑτερότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἑτερότητα ἡ ὁποία εἶναι ἀπόρροια τῆς διαφορετικῆς ὀντολογικῆς κατάστασης ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς εἰκόνας καὶ τοῦ ἀρχετύπου, μεταξὺ τοῦ δημιουργοῦ καὶ τοῦ δημιουργήματος[xiv]. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία του εἶναι πάντοτε ἐντὸς ὁρίων[xv], δεσμεύεται ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς κτιστότητάς του. Ἡ ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ἐλευθερία ἐπιλογῆς καὶ ὄχι ὕπαρξης. Ἡ ὕπαρξη, δηλαδή, εἶναι προτερόχρονη τῆς ἐλευθερίας καί, συνεπῶς, τὴν καθορίζει. Κάθε ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποιεῖται μόνο ἐφ’ ὅσον τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἔχει ἀναδυθεῖ στὴν ὕπαρξη, στὸν κόσμο τῆς παρουσίας. Ἡ ἐλευθερία, ἑπομένως, τοῦ ἀνθρώπου περιορίζεται σὲ μία ὀρθολογικὴ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα σὲ ἐνδεχόμενα τὰ ὁποῖα ὁρίζονται ἀπὸ τὴ φυσικὴ κατασκευή. Στὸν Θεό, ἀντίθετα, ἡ ἐλευθερία εἶναι ὀντολογική. Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει νὰ ὑπάρχει καὶ δὲν ἐπιλέγει ἀφοῦ ὑπάρξει. Ἡ ὕπαρξή του δὲν εἶναι δοσμένη, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας [ἀνθρώπινη ἐλευθερία] καὶ τῆς ὀντολογικῆς ἐλευθερίας [Θεός]. Στὴν ἠθικὴ ἐλευθερία προϋποτίθεται ἡ προσωπικότητα, ἐνῶ στὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία ἡ προσωπικότητα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμά της[xvi]. Ὁ Θεός, δηλαδή, εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ὕπαρξη καθ’ αὑτὴ καὶ ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἀναγκαιότητες ποὺ αὐτὴ ἐπιτάσσει[xvii].
Ἡ διάκριση αὐτὴ ἀνάμεσα σὲ ἠθικὴ ἢ «ἐντὸς ὁρίων» ἐλευθερία καὶ σὲ ὀντολογικὴ ἢ ἀπόλυτη ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὸ καθοδηγητικὸ νῆμα στὴν προσπάθειά μας νὰ κατανοήσουμε τί σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία γεννιέται τὸ κακό. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ex nihilo, ὅπως δημιουργεῖ ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος δὲν προϋποθέτει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἕναν ἀντικειμενικὸ κόσμο, ἐξωτερικὸ καὶ ἀσύνδετο μαζί του, ἀλλὰ τὸν μεταμορφώνει καὶ τὸν ἀναδιοργανώνει ὅπως αὐτὸς ἐπιθυμεῖ. Πρόκειται γιὰ μία πράξη δημιουργίας[xviii] καὶ μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, γιὰ μία ἐνεργητικὴ διαδικασία ζωῆς, στὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὸ διττὸ τοῦ πράγματος: ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ τόσο γιὰ καλό, ὅσο καὶ γιὰ κακό[xix]. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, λοιπόν, δὲν εἶναι ἀπόλυτη, καθὼς ἀναφέρεται σὲ ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, μὲ τὴν ἐπιλογὴ ἑνὸς ἐνάρετου ἢ ἀνήθικου βίου[xx]. Ἂν κάτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο[xxi], αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας[xxii]. Ὁ Γρηγόριος θὰ χρησιμοποιήσει τὸν ὅρο προαίρεση[xxiii], προκειμένου νὰ περιγράψει τὴ δυνατότητα γιὰ ἐπιλογὴ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μεταξὺ δύο ἀντίθετων καταστάσεων[xxiv]. Ἡ ἔννοια τῆς προαίρεσης ἀποτελεῖ τὸν terminus technicus τῆς ἀριστοτελικῆς ἠθικῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης θὰ τὴ διαστείλει ἀπὸ τὸ ἑκούσιο, τὴν ἐπιθυμία, τὸν θυμό, τὴ βούληση καὶ τὴ γνώμη ἢ δόξα, θέτοντάς την ὡς ἀρχὴ τῆς πράξης καὶ τῆς κίνησης[xxv]. Ὁ Γρηγόριος θὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἀριστοτέλη, ὁρίζοντας τὴν προαίρεση ὡς ἐλεύθερη κίνηση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς[xxvi], χωρὶς ὅμως νὰ προχωρήσει στὴ διατύπωση περίτεχνων ὁρισμῶν καὶ σὲ διάκριση τῆς προαίρεσης ἀπὸ τὶς ἄλλες ψυχικὲς δυνάμεις. Ὁ Γρηγόριος, ἁπλῶς θὰ ἐπισημάνει τὸν ἐλεύθερο χαρακτήρα τῆς προαίρεσης[xxvii], ἐλευθερία τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἁπλῶς μπορεῖ καὶ προβλέπει, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἐξουσιάζει καὶ νὰ προορίζει[xxviii].
Ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση, ὅμως, δὲν ἐπιλέγει μόνο τὸ ἀγαθὸ καὶ δὲν νοεῖται μονοσήμαντα σὲ μία δημιουργικὴ προοπτική, ἀλλὰ ἐνέχει τὸ σπέρμα τῆς ρήξης καὶ τῆς ἀποδόμησης, τὸ σπέρμα τῆς καταστροφικότητας[xxix]. Ἀπὸ ποῦ, ὅμως, ἐκπηγάζει αὐτὴ ἡ ἀρνητικότητα, αὐτὴ ἡ ὑπαρξιακὴ ἐντροπία, ποὺ καθιστᾶ ἱκανὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφανίσει τὸν ἄλλο καὶ τὸν ἑαυτό του; Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγαθῆς βούλησης[xxx] τοῦ Θεοῦ, νὰ δίνει νόημα στὸ ἀ-νόητο, πῶς μπορεῖ νὰ οὐσιώσει[xxxi]εἶναι, πρὸς τὸ μηδέν[xxxii]. Πρόκειται, οὐσιαστικά, γιὰ μία κατασκευαστική, γιὰ μία φυσικὴ ἀτέλεια τοῦ δημιουργήματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἔλευση στὴν ὕπαρξη σημαίνεται μὲ μία ἀλλοίωση, μὲ μία μεταβολή. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε πάντοτε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπουσία μετέβη στὴν παρουσία μὲ τὸ δημιουργικὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Ἡ κίνηση αὐτή, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, θέτει ὡς βασικὸ κατηγόρημα τῆς κτίσης τὴν τρεπτότητα, τὴν ἀλλοίωση[xxxiii]. Ἡ τρεπτότητα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας εἶναι σύμφυτη μὲ αὐτή. Ἡ δημιουργία, λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη, ἀλλὰ δημιουργήθηκε ex nihilo καὶ πάντως ὄχι ἀπὸ τὴ θεϊκὴ οὐσία, εἶναι τρεπτὴ καὶ ἀλλοιωτή[xxxiv]. Σὲ καμία περίπτωση, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀτέλεια τῆς δημιουργίας καὶ τὴ συνακόλουθη κίνησή της εἴτε πρὸς τὸ ἀγαθὸ εἴτε πρὸς τὸ κακό, μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης[xxxv]. Ἡ ἔλευση τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο, καὶ πρωτίστως ἡ κυοφόρησή του στὴν ἀνθρώπινη προαίρεση, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν τρεπτότητα τῶν ὄντων, ἀλλὰ εἶναι συνέπειά της, ὅταν τὰ ὄντα αὐτοβούλως καὶ ἀβιάστως ἐνεργοῦν παραμορφωτικά. Ἀπομακρύνονται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ πραγματικότητα, δημιουργώντας ἕναν κόσμο ἀποκύημα τοῦ ὑποκειμενικοῦ τους φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐγωτικῆς αὐτάρκειάς τους.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, βιώνει ἕνα ἀκατάπαυστο γίγνεσθαι, μία διαρκῆ καὶ ἀκατάληκτη κίνηση[xxxvi], ἡ ὁποία εἶναι ἀμφιρρεπής[xxxvii]. Μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸν ἀφανισμὸ καὶ στὴν ἀπώλεια[xxxviii] ἢ στὴν πλήρωση τῆς ὕπαρξης, πλήρωση ἡ ὁποία νοεῖται ὡς ἕνωση μὲ τὸ ὑπερβατικό[xxxix]. Αὐτὴ ἡ διττὴ[xl] κίνηση εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἕνα ὂν διφορούμενο καὶ ἀκαθόριστο, ἕνα ὂν ποὺ μετεωρίζεται καὶ ἀκροβατεῖ πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας. Αὐτὸς ὁ διφορούμενος χαρακτήρας τῆς ὑπαρκτικῆς καὶ ὀντολογικῆς θέσης τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο μία αἰνιγματικὴ ὕπαρξη ποὺ βρίσκεται σὲ διαρκῆ ἀβεβαιότητα καὶ ἀνησυχία καὶ ἡ ὁποία κατοικοεδρεύει στὴ μεθόριο[xli] τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ καλοῦ. Ἂν καὶ ὑπάρχουν στὴν ἀνθρώπινη φύση οἱ ἀφορμὲς καὶ τὰ ἐφαλτήρια γιὰ τὴ διάπραξη τοῦ καλοῦ, γιὰ τὴν παραμονὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χῶρο τοῦ ἀγαθοῦ, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε φύσει ἀγαθὸς ἀπὸ ἕναν πανάγαθο δημιουργὸ[xlii] καὶ παρουσιάζει μία φυσικὴ προδιάθεση[xliii] πρὸς τὸ ἀγαθό[xliv], ὡστόσο ἐξαιτίας τῆς τρεπτότητας τῆς φύσης του ρέπει καὶ πρὸς τὸ κακό[xlv], αὐτοαναιρώντας τὴν ὕπαρξή του καὶ μολύνοντας κάθε τι ἀγαθό. Αὐτός, βέβαια, ὁ μολυσμὸς τῆς ὕπαρξης νοεῖται πάντοτε σὲ ἐπίπεδο ἠθικὸ καὶ ὄχι φυσικό. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει φύσει ἀγαθός, μὲ τὶς ἀγαθὲς δυνάμεις ποὺ συνοδεύουν τὴ φύση του νὰ βρίσκονται σὲ λανθάνουσα κατάσταση[xlvi].
Στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου, λοιπόν, δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μία ὀντολογία τοῦ κακοῦ. Τὸ κακὸ εἶναι ὀντολογικὰ ἀνύπαρκτο. Πρόκειται γιὰ κατηγορία ἠθικὴ καὶ ὄχι ὀντολογική. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Νύσσης ἀρνεῖται τὴν ἐμφάνεια τοῦ κακοῦ καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁλωσδιόλου πραγματικά. Αὐτὸ ποὺ ἀρνεῖται ὁ Γρηγόριος εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κακοῦ ὡς μέρος τῆς τάξης ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός[xlvii]. Τὸ κακὸ εἶναι συνέπεια τῆς αὐτεξουσιότητας τοῦ ἀνθρώπου[xlviii] καὶ νοεῖται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ ὅρους ἐξωκεντρικῆς τοποθετικότητας, μὲ ὅρους δυνατότητας ἀλλοίωσης τοῦ ὑπαρκτοῦ, καθὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο τοποθετημένος μέσα στὸν περίγυρό του, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ αὐτόν[xlix]. Τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸν καταγωγικὸ χαρακτήρα τοῦ κακοῦ ἀποκτᾶ νόημα στὴ σφαίρα τῆς πράξης. Στὴ συνέχεια θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δείξουμε γιατί, σύμφωνα μὲ τὸν Νύσσης πάντοτε, ὁ ἄνθρωπος διαπράττει τὸ κακό, ἂν καὶ ὁ πυρήνας τῆς ὕπαρξής του παραμένει ἀγαθός.
Κλείνοντας θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἂν καὶ ὁ Νύσσης προβάλλει τὴν πράξη ὡς πηγὴ τοῦ κακοῦ, δὲν θεωροῦμε ὅτι ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ. Ὁ λόγος τῆς ὕπαρξης τοῦ ριζικοῦ κακοῦ παραμένει-καὶ νομίζουμε ὅτι θὰ συνεχίσει νὰ παραμένει-ἀνεξερεύνητος, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Kant[l]. Ὁ Νύσσης, ἐξάλλου, δὲν φαίνεται νὰ δίνει κάποια ἀπάντηση στὴν ἀδικία ποὺ ὑπάρχει στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ ἠθικὸ κακό, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ πράξεις τῶν προπατόρων μας καθορίζουν τὴν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας[li]. Ὁ ἴδιος, βέβαια, φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται αὐτὸ τὸ λογικὸ κενό, γι’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε ἀλλιῶς, καθὼς ἡ νοητική μας ματιὰ δὲν ἐξαντλεῖ, μέσα στὴν ὑποκειμενικότητά της καὶ στὴν ἀποσπασματικότητά της, τὸ ὅλο τῶν πραγμάτων, μᾶς καλεῖ νὰ δοῦμε τὸ κακὸ ὡς ἐμπειρία γνώσης, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἐπαναφέρει στὴ χαμένη παραδείσια πατρίδα[lii].
ΑΣΠΑΣΙΑ : Το άρθρο το βρήκα πάρα πολύ ενδιαφέρον . Θα ήθελα όμως να επισημάνω πως ο Θεός ,ναι φυσικά είναι η Ουσία που δεν γεννήθηκε ως ο ΜΗ ΩΝ , ενώ ο άνθρωπος γεννήθηκε και για αυτό είναι Ον ! Η διαφορά μου είναι η εξής, πως ο Θεός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει κάτι, γιατί ήξερε τα πάντα στον Πύρινο Νου του και δεν χρειαζόταν όπως ο ¨Ανθρωπος να δει εμπράγματη απτή εκδήλωση. Η Ανάγκη αναπήδησε όταν ο Πύρινος Νούς άρχισε να εκδηλώνεται σε όλες τις πιθανές μορφές, που είναι άπειρες και άρρηκτες μεταξύ τους, αλλά με απόλυτη Γεωμετρική Πρόοδο. Ο Ανθρωπος είναι όντως ο εξουσιαστής της ύλης, μιας και είναι το εχγειρίδιο εκμάθησης του. Συμφωνώ λοιπόν, ότι ως ¨Ανθρωπος δεν μπορεί να υπερβεί τους Κανόνες του ΜΗ ΟΝΤΟΣ, αλλά έχει την επιλογή να επιλέξει εντός των προυπάρχοντων κανόνων. Χωρίς στην ουσία να έχει και τόση σημασία, μιας και το ζητούμενο είναι η γνώση μεσα από Οδύσσεια.
Ως αναπόσπαστο κομμάτι του ΕΝΟΣ, οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον Υλικό Κόσμο τον οποίο εξουσιάζει, αλλά ταυτόχρονα τον καθηλώνει, ώστε να μπορέσει να βρεί τον δρόμο της συνένωσης με το ΟΛΟΝ !
Ως αναπόσπαστο κομμάτι του ΕΝΟΣ, οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον Υλικό Κόσμο τον οποίο εξουσιάζει, αλλά ταυτόχρονα τον καθηλώνει, ώστε να μπορέσει να βρεί τον δρόμο της συνένωσης με το ΟΛΟΝ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου