Η ιστορία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας
Η ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα συνδέεται με τις πρώτες προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας, καθώς από το 1830 και μετά, έπειτα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η χώρα αναπτύσσονταν, κυρίως, ως αγροτική και εμπορική, με ανύπαρκτη βιομηχανία, ως τα 1870.Μεταξύ του 1880 και του 1922 οι προστατευτικοί φόροι που επιβλήθηκαν σε πολλά εισαγόμενα είδη, η εισροή κεφαλαίων και ο ερχομός των προσφύγων από την Μικρά Ασία – που αποτέλεσαν ένα φθηνό μεν αλλά όχι εντελώς ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό – που εν πολλοίς εγκαταστάθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιάς, Πάτρα, Θεσσαλονίκη), έδωσαν ιδιαίτερη ώθηση στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1875 η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται σε δύο κλάδους, τον κλάδο των τροφίμων και τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας. Ειδικότερα από τα 151 καταστήματα της εποχής, στα οποία περιλαμβάνονται κλωστήρια, υφαντήρια βαμβακιού, μεταξιού, μαλλιού, ταπητουργεία, φέσια και ενδυμασίες, τα 33 είναι ατμοκίνητα (21,8%). Από τον συνολικό δε αριθμό το 58,3% απασχολεί 26-100 εργάτες και το 35,3% 100+ εργάτες. Οι δυσκολίες που υπάρχουν είναι στην ποιότητα των πρώτων υλών, στην εξεύρεση καταναλωτών και στο περιορισμένο – τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά – εργατικό δυναμικό. Οι περισσότερες, εξ άλλου, βιομηχανίες είναι μικρού ή μεσαίου μεγέθους και η τύχη τους θα εξαρτηθεί από τη διαδικασία της γενικότερης εκβιομηχάνισης της χώρας.
Η μεγάλη ώθηση στην κλωστοϋφαντουργία δίνεται από το 1920 και μετά. Δύο παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, η εισροή χιλιάδων προσφύγων μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, ένας αριθμός των οποίων κι εκεί ασχολούνταν σ’ αυτό τον κλάδο (ειδικότερα στην ταπητουργία) και το δασμολόγιο που επιβλήθηκε στα εισαγόμενα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας από το 1926 και μετά. Παράλληλα, από τις αρχές του 1920 και μετά τα εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν ατμομηχανές τις αντικαθιστούν με ντηζελομηχανές. Εν τούτοις πολλά παραμένουν με απαρχαιωμένο μηχανολογικό εξοπλισμό και κακή οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά τον νόμο του 1920 περί ανωνύμων εταιρειών το 1924 μόνο δύο από τις 54 βιομηχανίες βάμβακος έχουν τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Οι περισσότερες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα τον οξύ εσωτερικό ανταγωνισμό.
Όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας είναι άθλιες. Το 80% των απασχολούμενων είναι γυναίκες και παιδιά (1928) που δουλεύουν τουλάχιστον 10 ώρες την ημέρα και πληρώνονται με το κομμάτι. Αντιμετωπίζουν δε διάφορα προβλήματα υγείας από τον θόρυβο των μηχανών (προβλήματα ακοής), τον ελλειπή φωτισμό (προβλήματα όρασης), τη σκόνη από τις πρώτες ύλες (αναπνευστικά προβλήματα), τις υψηλές θερμοκρασίες και τα υψηλά επίπεδα υγρασίας. Κι όμως παρά τις δύσκολες και ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας τα μεροκάματα είναι πολύ χαμηλά.
Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα κυριότερα κέντρα του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας είναι η Αθήνα, ο Πειραιάς, το Λαύριο, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, και η Ερμούπολη της Σύρου. Στην Έδεσσα και τη Νάουσα υπήρχαν κλωστοϋφαντουργεία ήδη από τον 18ο αιώνα, χάρη στους καταρράκτες, ενώ ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη αναπτύχθηκαν και χάρη στη γεωγραφική τους θέση, ως λιμάνια και κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου, μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις επιπτώσεις του εμφυλίου περιορίζεται ο κλάδος στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Στα προϊόντα που παράγουν συμπεριλαμβάνονται τα νήματα, τα υφάσματα, οι δαντέλες, οι ταινίες, τα σκοινιά, οι σπάγκοι, τα δίχτυα. Η ύφανση αφορά κυρίως το βαμβάκι, το μαλλί και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνθετικές ίνες. Οι μονάδες επεξεργασίας βαμβακιού είναι οι κυρίαρχες, καθώς παράγουν το 50% της παραγωγής του τομέα, είναι πιο ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά και μετά τον Πόλεμο επικρατούν αυτές της μεσαίας και μεγάλης κλίμακας, με εκσυγχρονισμένο μηχανολογικό εξοπλισμό. Την πρώτη ύλη, το βαμβάκι, το παίρνουν από την εγχώρια αγορά και το 34% είναι συγκεντρωμένες στην Αθήνα.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το 1938 η αξία της κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής ανήλθε σε 4.100.000 χρυσές λίρες και αντιστοιχούσε στο 27% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. Η παραγωγή κάλυπτε το 71,6% της εγχώριας αγοράς, καθώς ο αγροτικός πληθυσμός στήριζε την εγχώρια παραγωγή. Στην απογραφή του 1939 καταγράφονται 631 κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες. Αυτές υπολειτουργούν κατά τη διάρκεια της κατοχής, μετά όμως τον πόλεμο, αυτές της Αθήνας και του Πειραιά, επεκτείνουν τη δραστηριότητα τους, με τη δημιουργία φινιστηρίων και αργότερα και βαφείων. Προστατεύονται από τα «τείχη» υψηλών δασμών στην εσωτερική αγορά και τις επιδοτήσεις στις εξαγωγές. Οι δασμοί εισαγωγής για τα υφάσματα ανέρχονται στο 125%, οι δε εξαγωγές έχουν προορισμό την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, την Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία, την Ιταλία και αργότερα τις ΗΠΑ και την Αγγλία.
Τις δεκαετίες του 1970 και 1980 σημειώνονται τα πρώτα προβλήματα στον κλάδο αναφορικά με την εσωτερική ζήτηση, λόγω αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών, καθώς τα υφάσματα παύουν να είναι η πρώτη ύλη που αγοράζουν οι καταναλωτές για να ράψουν κουστούμια και ο κόσμος προτιμά να αγοράσει τα έτοιμα από τα «ετοιματζίδικα». Εμφανίζεται παράλληλα και κατακλύζει την αγορά – ειδικά όσον αφορά τους νέους – το τζην. Το βαρύ πάντως χτύπημα δίνεται το 1995, όταν υιοθετήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου μία νέα «Συμφωνία για την Κλωστοϋφαντουργία και την Ένδυση», που απελευθερώνει πλήρως τις εισαγωγές και απαγορεύει τους φραγμούς.
Σύμφωνα με την Βασιλική Πλουμίδου (διδακτορική διατριβή 2010 Πανεπιστήμιο «Μακεδονία») «ο κλάδος οδηγήθηκε στην ύφεση εξ αιτίας της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού, της έλλειψης πολιτικής για το ελληνικό βαμβάκι και τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας του παρεμπορίου». Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2001 η παραγωγή ήταν 6,7%, το 2002 ήταν 7,4%, το 2003, 2,5% και το 2004 ήταν 5%.
Οι κλωστοϋφαντουργίες «Μουζάκη» και «Λαναρά – Κύρτσου», που βρίσκονται στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος, μίας εκ των οποίων («Μουζάκη») το υπουργείο Πολιτισμού έδωσε την άδεια και ξεκίνησε στις αρχές Απριλίου η κατεδάφιση, χτίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, την περίοδο που ξεκινά η ανοδική πορεία της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα.
Ειδικότερα η κλωστοϋφαντουργία «Μουζάκη», που έμεινε γνωστή στο ευρύ κοινό με τις «κλωστές Πεταλούδα», συνδέθηκε με το όνομα του Ελευθέριου Μουζάκη, που ξεκίνησε την σταδιοδρομία του το 1933 ως υπάλληλος μίας εμπορικής εταιρείας κλωστών. Το 1944 ίδρυσε την «ΚΛΩΣΤΑΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ-ΜΟΥΖΑΚΗΣ», το 1952 εισήγαγε τις κλωστές DMC, από τη Γαλλία και το 1957 μαζί με την «ΚΛΩΣΤΑΙ ΚΙΘΑΡΑΣ» συγκρότησε την «ΚΛΩΣΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε», ενώ το 1995 ίδρυσε και τα εκκοκκιστήρια Σερρών, σε ηλικία 83 ετών.
Από την άλλη πλευρά η κλωστοϋφαντουργία «Λαναρά-Κύρτση», ανήκε στις βλάχικες οικογένειες, των Λαναρά και Κύρτση, από τη Νάουσα της Μακεδονίας, μία πόλη που ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε σημαντικές κλωστοϋφαντουργικές μονάδες, με διασυνδέσεις στην Ευρώπη. Μάλιστα η κλωστοϋφαντουργία «Λαναρά-Κύρτση», στη Νάουσα, εθεωρείτο η αξιολογότερη της Μακεδονίας (1922) και τα υφάσματα της εφάμιλλα των αγγλικών. Τροφοδοτούσε με στολές – πριν την απελευθέρωση της Μακεδονίας – τον τουρκικό στρατό και στη συνέχεια με τις χακί στολές τον ελληνικό.
Το 1932, μετά από μία απεργία ενάντια στο δήμο Νάουσας, που θέλησε να φορολογήσει τις κλωστοϋφαντουργίες, μετέφερε το δυναμικό της και άνοιξε εργοστάσιο στην Αθήνα, δίπλα στην κλωστοϋφαντουργία «Μουζάκη». Χαρακτηριστικό είναι ότι στο προσωπικό δόθηκαν ως κατοικίες παράγκες στην περιοχή, όπου ακόμα πριν λίγα χρόνια κατοικούσαν Ναουσαίοι.
Από φωτογραφίες της εποχής διακρίνει κανείς πέρα από τις εγκαταστάσεις και τα καζάνια για τα συσσίτια των εργατών μέσα στο εργοστάσιο. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός και στα δύο εργοστάσια θεωρείται επηρεασμένος από το ελληνικό κίνημα του μοντερνισμού, ειδικά του «Λαναρά» χαρακτηριστική είναι η οδοντωτή κεραμοσκεπή, για τον καλύτερο φωτισμό του κτιρίου.
Με τις σημερινές συνθήκες της αποβιομηχάνισης ειδικά του Λεκανοπεδίου τα παλιά βιομηχανικά κελύφη, όπως αυτά των κλωστοϋφαντουργείων «Μουζάκη» και «Λαναρά-Κύρτση», έχουν εγκλωβιστεί μέσα στην αναπτυσσόμενη πόλη και το ζητούμενο είναι να αποκτήσουν ένα νέο λειτουργικό ρόλο, αλλιώς υποβαθμίζονται και καταστρέφονται. Όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με ειδικότητα στην βιομηχανική ιστορία, Λήδα Παπαστεφανάκη, «τα κτήρια μαρτυρούν το ιστορικό παρελθόν της βιομηχανίας στην Ελλάδα, γιατί πράγματι αναπτύχθηκε από το 19ο αιώνα ως τα τελευταία χρόνια κάποια βιομηχανία στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή τα κτήρια μαρτυρούν μία διαδρομή ενδιαφέρουσα, αν και συχνά αντιφατική».
Προσθέτει δε ότι «θα μπορούσαν να σωθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν γι άλλους σκοπούς, πρακτική πολύ διαδεδομένη στην Ευρώπη. Είναι κρίμα να χάνουμε την ευκαιρία να διατηρήσουμε ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας γκρεμίζοντας τα». Όπως λέει η κ. Παπαστεφανάκη: «Για μία ακόμη φορά οι νεοέλληνες αποδεικνύουν ότι δεν τους αφορά η πρόσφατη ιστορία αυτού του τόπου, η οποία ιστορία δεν είναι μόνο αυτή των πολιτικών γεγονότων ή των πολεμικών συγκρούσεων. Αρνούνται να αποδεχτούν αυτό το παρελθόν, όπου υπήρχαν εργοστάσια, βιομηχανική εργασία, κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Ίσως αισθάνονται ντροπή γι αυτό το κομμάτι της ιστορίας μας, ίσως δεν μπορούν να αντιληφθούν τη σημασία του».
Σημειώνει ακόμη πως «από την άλλη πλευρά υπάρχουν και τα οικονομικά συμφέροντα για την οικοδόμηση μεγάλου εμπορικού κέντρου. Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει επανάχρηση και με το εμπορικό κέντρο. Είναι ευθύνη της πολιτείας που δεν προστατεύει τα βιομηχανικά κτήρια ως κατάλοιπα ενός ιστορικού παρελθόντος. Μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς μίας χώρας δεν είναι μόνο μία κολώνα ή ένα βυζαντινό εκκλησάκι, αλλά και τα υλικά κατάλοιπα του βιομηχανικού πολιτισμού». [ΑΠΕ-ΜΠΕ]
Ασπασία = στην παραπάνω διαδρομή της Υφαντουργίας, θα προσθέσω λίγα λόγια. Η πολιτική βούληση δεν υποστήριξε ποτέ την παραγωγική δύναμη της χώρας, δανειοδοτώντας αλόγιστα επιχειρήσεις , εκ των οποίων τίποτα δεν έλαβε πίσω (δανεικά και αγύριστα), κσθόσον οι περισσότεροι τα έπαιρναν και αντί να εκσυγχρονίζουν τις παραγωγικές τους μονάδες, όχι μόνον τεχνολογικά , αλλά και ως χώροι ασφαλούς και άνετης εργασίας, τα έβαζαν στην τσέπη ή τα έβγαζαν έξω και το χειρότερο, ενώ τους πληρώσαμε όλους αυτούς, οι ίδιοι έφυγαν για πιο ανταγωνιστικές χώρες, για περισσότερα κέρδη, μη δυνάμενοι ούτε να πληρώσουν πλήρως τους εργαζόμενους, πριν τους αφήσουν στον δρόμο.
Θα μου πείτε, αφού το εργασιακό κόστος ήταν υψηλό ; Η απάντηση είναι : όταν εκσυγχρονίζεις τις μονάδες σου, άμεσα κατεβάζεις το κόστος. ¨Οταν αναπτύσσεις σωστές εμπορικές σχέσεις και εξαγωγές, κερδίζεις από το σύνολο της παραγωγής και των εξαγωγών.
¨Οταν προωθείς την ποιότητα σε ένα αυστηρό πλαίσιο ανταγωνισμού, επιτυγχάνονται τα ανάλογα !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου