Ο Πλούταρχος, ανάμεσα στα πάμπολλα λοιπά ζητήματα της ζωής,
τοποθετήθηκε και στο θέμα της διατροφής. Στους δύο λόγους του "Περί
Σαρκοφαγίας" αναλύει γιατί είναι προτιμότερο να αποφεύγει κανείς την
κατανάλωση κρέατος. Στις μέρες μας που η κρεατοφαγία και η κατανάλωση
ζωικών προϊόντων έχει κορυφωθεί οι δύο λόγοι του Πλουτάρχου
αποδεικνύονται εξαιρετικά επίκαιροι. Μολονότι είναι αυστηροί απέναντι
στην αλόγιστη θυσία των ζώων, μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο
περισσότερο αυστηρός θα ήταν ο Πλούταρχος αν ζούσε σήμερα που ο
βασανισμός των ζώων είναι συστηματικός, βιομηχανοποιημένος και ολότελα
αντίθετος με τη φυσικό τρόπο ζωής.
Το κείμενο περιλαμβάνει κομμάτια που ίσως αποτελούν προσθήκες από άλλους λόγους του Πλουτάρχου. Τα κομμάτια όμως αυτά δεν αλλάζουν το συνολικό νόημα του λόγου. Όπου βλέπετε αποσιωπητικά (...) το κείμενο λείπει σε εκείνο το σημείο.
Ο Πλούταρχος με αυτούς τους δύο λόγους μάλλον καταθέτει τη διαμαρτυρία του για τα διατροφικά ήθη της εποχής και ευνοεί την περιορισμένη κατανάλωση κρέατος, χωρίς να μας ξεκαθαρίζει ότι πίστευε ή ακολουθούσε ο ίδιος την τακτική της απόλυτης χορτοφαγίας.
Οι δύο λόγοι "Περί Σαρκοφαγίας" αποτελούν ορόσημο για τα σύγχρονα κινήματα της χορτοφαγίας, του βεγκανισμού και της ωμοφαγίας, καθώς θίγει το ζήτημα της κρεατοφαγίας από πολλές οπτικές γωνίες: την ηθική, τη φιλοσοφική, την ανθρωπολογική, την υγειονομική και την πνευματική. Ως κατακλείδα και συμβουλή του σοφού αυτού ανθρώπου θα μπορούσαμε ίσως να κρατήσουμε ότι κρέας θα πρέπει να τρώμε μόνο όταν και εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιβίωση και την υγεία μας και όχι για την τέρψη μας.
Απολαύστε τα κείμενα και σχολιάστε!
ΠΕΡΙ ΣΑΡΚΟΦΑΓΙΑΣ ΛΟΓΟΣ Α'
1. Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν το αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανασίμων τραυμάτων.
"Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν, ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των βοδιών" {Ομήρου Οδύσσεια}
Τούτο βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στ αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμα, να υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, ενώ αυτά είναι ακόμα ζωντανά και μιλούν, και να επινοεί μεθόδους για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη πρέπει να εξετάσει κάποιος και όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά.
2. Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, και κατέληξαν σε αυτήν την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή: "Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα! Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου της ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια. Τότε αέρας έκρυβε ακόμη τον ουρανό και τα άστρα, ανακατεμένος με θολή και αδιαπέραστη υγρασία, φωτιά κι ανεμοζάλη. Ο ήλιος ακόμη δεν είχε σταθεί ακίνητος και, σταθερό
'έχοντας δρόμο, την αυγή
και τη δύση να διακρίνει, τις γύριζε πάλι,
αφού τις στεφάνωνε με τις καρποφόρες Ώρες που φορούν
λουλούδια
στο κεφάλι, ενώ η γη γνώριζε μεγάλη αδικία'
από ποταμούς που χύνονταν εδώ κι εκεί, πολλές περιοχές της δεν είχαν μορφή λόγω των νερών που λίμναζαν, και η ίδια ήταν σε άγρια κατάσταση με τις παχιές λάσπες, τις άφορες λόχμες και τα δάση. Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνης ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δε μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος... μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές του έτους. Πού το παράξενο λοιπόν αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και η λάσπη τρωγόταν και φλοιός δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βαλανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μία βαλανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια. Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σας οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα, τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη πως δε μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή; Αποκαλείτε άγρια ζώα τα φίδια, τις λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια, ενώ οι ίδιοι σφάζετε και σκοτώνετε χωρίς να τους αφήσετε περιθώρια να σας ξεπεράσουν σε ωμότητα. Για εκείνα τα σκοτωμένα ζώα είναι τροφή, για εσάς λιχουδιά."
3. Πράγματι, δεν τρώμε βέβαια λιοντάρια και λύκους για να αμυνθούμε. Αυτά τα αφήνουμε και , αντίθετα, πιάνουμε και σκοτώνουμε τα άκακα, τα εξημερωμένα, όσα δεν έχουν κεντρί ούτε δόντια να δαγκώσουν, τα οποία, μα το Δία, γέννησε η φύση για την ομορφιά και τη χάρη τους...
Η συνέχεια του κεφαλαίου 3 αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα κομμάτι από άλλο κείμενο του Πλουτάρχου με εντελώς διαφορετικό θέμα. Γι' αυτό και δε συνδέεται νοηματικά με τον υπόλοιπο λόγο.
[ Είναι σαν κάποιος , βλέποντας το Νείλο να πλημμυρίζει και να γεμίζει τη χώρα με ορμητικά νερά, γόνιμα και καρποφόρα, να μη συνειδητοποιεί τούτο το θαύμα, το ότι τρέφει και κάνει να βγαίνουν άφθονοι οι πιο ήμεροι και ωφέλιμοι για τη ζωή καρποί, αλλά, παίρνοντας κάπου το μάτι του κροκόδειλο να κολυμπάει στα νερά του, ασπίδα να σέρνεται και μύγες, ζώα άγρια και σιχαμένα, να αναφέρει αυτά ως αιτίες που τον κατηγορεί και αναγκάζεται να αντιδράσει όπως αντιδρά. Ή, μα το Δία, είναι σαν να κοιτάζει κάποιος τη γη τούτη και τα χωράφια, γεμάτα ήμερους καρπούς και πλημμυρισμένα στάχυα, κι έπειτα, κοιτώντας κάτω από την πλούσια αυτή συγκομιδή και ανακαλύπτοντας κάπου στάχυ ήρας ή άλλου παρασίτου, να αφήνει εκείνα αμάζευτα κι αθέριστα και να παραπονιέται για τούτα. Γιατί λοιπόν, και λόγο ρήτορα συνηγόρου αν παρακολουθεί κάποιος σε δίκη, λόγο πληθωρικό, που εκφωνείται για να βοηθήσει στον κίνδυνο ή, μα το Δία, για να κατακρίνει και να καταγγείλει πράξεις αυθαίρετες και αυταπόδεικτες, λόγο που ρέει και προχωρεί με τρόπο όχι απλό ούτε λιτό, αλλά είναι φορτωμένος με πολλά μαζί ή μάλλον με κάθε είδους πάθη και απευθύνεται κατά τον ίδιο τρόπο στις πολλές και διάφορες ψυχικές διαθέσεις των ακροατών ή των δικαστών, τις οποίες πρέπει να αλλάξει και να μεταβάλλει ή, μα το Δία, να καταπραΰνει, να ημερώσει και να ηρεμήσει - γιατί λοιπόν τούτος ο παρατηρητής, παραβλέποντας να εξετάσει και να εκτιμήσει το στοιχείο τούτο της υπόθεσης που έχει να κάνει ... με την έκβαση της δίκης, να σταχυολογεί λάθη στην έκφραση, τα οποία ο λόγος, χειμαρρώδης, συμπαρέσυρε στην ορμή του, λάθη που χάνονται και εξαφανίζονται όσο προχωρεί; Αλλά και κάποιου δημοσίου ρήτορα αν παρακολουθεί... ]
4. Τίποτα δε μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί κι έχει φτιαχτεί από τη φύση ( το ζωντανό πλάσμα). Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματά του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει: "Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου, αλλά μην προχωρήσεις στην ύβρη. Αν είναι για να φας, σκότωσέ με, αν είναι για να φας πιο ευχάριστα, μη με σκοτώνεις". Τι ωμότητα! Είναι τρομακτικό να βλέπεις να στρώνεται τραπέζι πλουσίων, που έχουν νεκροστολιστές μάγειρες και παρασκευαστές περίπλοκων φαγητών, ακόμη πιο φοβερό όμως (να το βλέπεις) όταν ξεστρώνεται, διότι όσα έχουν μείνει είναι περισσότερα απ' όσα έχουν φαγωθεί. Επομένως τα ζώα μάταια πέθαναν. Άλλα πάλι από τα σερβιρισμένα τα λυπούνται, δεν θέλουν να τα δουν κομμένα και τεμαχισμένα και δεν τα αγγίζουν νεκρά, αν ήταν όμως ζωντανά, δε θα δίσταζαν.
5. Ωστόσο επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση... Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ' αρχάς από την κατασκευή των σωμάτων. Πράγματι, το ανθρώπινο σώμα δε μοιάζει με κανενός ζώου απ΄όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία. Αν υποστηρίζεις πως είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκείνα. Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο. Έξυπνη ήταν βέβαια η απάντηση του Λάκωνα, που αγόρασε μικρό ψάρι σε πανδοχείο και ζήτησε από τον πανδοχέα να του το ετοιμάσει. Όταν εκείνος του ζήτησε τυρί, ξίδι και λάδι, απάντησε: "Αν τα είχα, δε θα αγόραζα ψάρι". Εμείς όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι, μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα, ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό. Μα ακόμη κι αφού αυτά διαλυθούν, μαλακώσουν και υποστούν προκαταβολικά πέψη, είναι δύσκολο στην πέψη να επικρατήσει και, αν νικηθεί, προκαλεί φοβερό βάρος και νοσηρές μορφές δυσπεψίας.
6. Ο Διογένης τόλμησε να φάει χταπόδι ωμό ώστε να βάλει τέρμα στην επεξεργασία του κρέατος με τη φωτιά. Ενώ είχαν σταθεί γύρω του άνθρωποι πολλοί, αφού κάλυψε το κεφάλι του με τον τριβώνα, πλησιάζοντας το κρέας στο στόμα του, είπε: "Για χάρη σας εκθέτω τη ζωή μου σε κίνδυνο", κίνδυνο, μα το Δία, αληθινά ωραίο. Όπως ο Πελοπίδας για να ελευθερώσει τη Θήβα ή όπως ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων για χάρη των Αθηναίων, δεν έθεσε ο φιλόσοφος τη ζωή του σε κίνδυνο, παλεύοντας με ωμό χταπόδι, για να αποθηριώσει τη ζωή των ανθρώπων; Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνον για τα σώματα παρά φύση, αλλά χοντραίνουν και τις ψυχές με την υπεραφθονία και τον κορεσμό. "Το κρασί και η υπερβολική κρεοφαγία κάνουν πράγματι το σώμα δυνατό και ρωμαλέο, την ψυχή όμως ασθενική". Για να μη θίξω τους αθλητές, καταφεύγω σε συγγενικά μου παραδείγματα. Οι κάτοικοι της Αττικής αποκαλούσαν εμάς του Βοιωτούς χοντρούς, αναίσθητους και ηλίθιους κυρίως λόγω της αδηφαγίας. "Τούτοι πάλι... γουρούνια... και ο Μένανδρος... αυτοί που έχουν σαγόνια" και ο Πίνδαρος: "και να καταλάβουν έπειτα..." "λάμψη ξηρή είναι η πιο σοφή ψυχή", σύμφωνα με τον Ηράκλειτο. Τα άδεια πιθάρια, όταν τα χτυπήσεις, ηχούν, όταν γεμίσουν όμως, δεν απαντούν στο χτύπημα. Τα λεπτά χαλκώματα πάλι μεταδίδουν τους ήχους κυκλικά, μέχρις ότου, ακουμπώντας κάποιος το χέρι του, δημιουργήσει φράγμα και φιμώσει τον ήχο που παράγεται, καθώς το χτύπημα μεταφέρεται κυκλικά. Το μάτι πάλι, αν γεμίσει με πλεονάζον υγρό, θαμπώνεται, ατονεί και δε μπορεί να εκτελέσει το έργο του. Κοιτάζοντας επίσης τον ήλιο μέσα από αέρα που μάζεψε υγρασία και πλήθος αναφομοίωτων αναθυμιάσεων, τον βλέπουμε όχι καθαρό και λαμπρό, αλλά βυθισμένο σε αχλή με ακτίνες που ξεγλιστρούν και χάνονται. Έτσι επομένως και μέσα από σώμα ταραγμένο, παραφορτωμένο και βαρύ από τροφές αταίριαστες η λάμψη της ψυχής και το φέγγος της φτάνουν κατ' ανάγκη αδύναμα και θολά, πλανιούνται και είναι ασταθή, εφόσον η ψυχή δε διαθέτει φως και ένταση για να εισχωρήσει στα λεπτά και αδιόρατα σημεία της πραγματικότητας.
7. Μα και πέρα από αυτά, δε θεωρείς πως ο εθισμός στην αγάπη για τα άλλα πλάσματα είναι θαυμάσιο πράγμα; Ποιος θα μπορούσε να αδικήσει άνθρωπο, αν αντιμετωπίζει με τόση πραότητα και αγάπη πλάσματα ξένα και όχι συγγενικά; Πριν δύο μέρες, σε κάποια συζήτηση, ανέφερα τη ρήση του Ξενοκράτη, ότι οι Αθηναίοι τιμώρησαν εκείνον που έγδαρε το κριάρι ζωντανό. Κατά την άποψή μου, όποιος βασανίζει πλάσμα που δε ζει δεν είναι χειρότερος από εκείνον που αφαιρεί τη ζωή και σκοτώνει, αλλά, απ' ό,τι φαίνεται, νιώθουμε πιο έντονα αδικίες που είναι αντίθετες στη συνήθεια και τη φύση. Τούτα εξέφρασα σε εκείνη την περίπτωση με πιο απλό τρόπο, τη μεγάλη όμως, μυστηριώδη και απίστευτη για ανθρώπους προικισμένους, που σκέφτονται σαν θνητοί, όπως λέει ο Πλάτων, αρχή, στην οποία βασίζεται η άποψή μου, διστάζω ακόμα να φέρω προς συζήτηση, όπως ο ναυτικός διστάζει να ρίξει το πλοίο του σε κακοκαιρία ή ο θεατρικός συγγραφέας να υψώσει το σκηνικό μηχάνημα στη μέση του δράματος. Δεν είναι ίσως αταίριαστο να προετοιμάσει κάποιος το κοινό, αναφέροντας από πριν του στίχους του Εμπεδοκλή... Εδώ αναφέρεται αλληγορικά στις ψυχές, ότι δηλαδή, τιμωρούμενες για φόνους, βρώση σαρκών και κανιβαλισμό, έχουν δεθεί με σώματα θνητά. Ωστόσο, τούτη η άποψη φαίνεται να είναι ακόμη πιο παλιά, εφόσον τα μυθικά πάθη και ο διαμελισμός, που αναφέρονται για το Διόνυσο, και αυτά που τόλμησαν να κάνουν οι Τιτάνες εναντίον του και να τον φάνε, η τιμωρία τους, τέλος, για το φόνο και η κεραυνοβόλησή τους, είναι μύθος που αναφέρεται υπαινικτικά στην αναγέννηση, διότι στο άλογο στοιχείο μέσα μας, στο στοιχείο της αταξίας και της βίας που είναι όχι θεϊκό αλλά δαιμονικό, έδωσαν οι αρχαίοι το όνομα Τιτάνες, που σημαίνει αυτούς που τιμωρούνται και αποτίουν τα δέοντα για τις αδικίες τους.
ΠΕΡΙ ΣΑΡΚΟΦΑΓΙΑΣ ΛΟΓΟΣ Β'
1. Ο λόγος μας αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και καινούριο ζήλο να ασχοληθούμε με το μπαγιατεμένο θέμα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά. Εξ άλλου, έχει πιωθεί ο κυκεών της συνήθειας που, όπως εκείνος της Κίρκης, ωδίνες της γέννας και πόνους ανακατεύει, απάτες και θρήνους, και δεν είναι εύκολο να βγάλει κάποιος το αγκίστρι της σαρκοφαγίας, μπηγμένο και σφηνωμένο στη φιληδονία καθώς είναι. Στ΄αλήθεια, δεν θα ήταν άσχημο, όπως ακριβώς οι Αιγύπτιοι, αφού αφαιρέσουν τα σπλάχνα και τα σηκώσουν προς τον ήλιο, τα πετούν ως αίτια όλων των αμαρτημάτων που έκανε ο άνθρωπος, έτσι κι εμείς, αφού αποκόψουμε τη γαστριμαργία και τη δίψα μας για αίμα, να μείνουμε αγνοί στην υπόλοιπη ζωή μας. Στην πραγματικότητα δεν είναι τα σπλάχνα που ζητούν να μολυνθούν με αίμα, αλλά μολύνονται λόγω της ασωτίας. Ωστόσο, αν είναι αδύνατον πια εξαιτίας της συνήθειας να μην αμαρτάνουμε, νιώθοντας ντροπή για την αμαρτία, ας καταφεύγουμε σε αυτή όταν υπάρχει λόγος, ας τρώμε σάρκες επειδή πεινάμε, όχι για να καλοπερνάμε. Ας σκοτώσουμε το ζώο, νιώθοντας λύπη και πόνο, όχι αντιμετωπίζοντάς το με έλλειψη σεβασμού και βασανίζοντάς το, σαν πολλά που κάνουν τώρα ορισμένοι, μπήγοντας πυρωμένες σούβλες στο λαιμό των γουρουνιών έτσι, ώστε με την εμβάπτιση του σιδήρου μέσα του, το αίμα , αφού πήξει και διαχυθεί, να κάνει τη σάρκα εύθρυπτη και μαλακή, άλλοι πηδώντας πάνω στους μαστούς των επιτόκων θηλυκών γουρουνιών και κλοτσώντας τους έτσι, ώστε αφού βγει αίμα με γάλα και άλλα υγρά και αφού πεθάνουν ταυτόχρονα τα έμβρυα με τους πόνους του τοκετού, να φάνε, Δία καθαρτήριε, το πιο ερεθισμένο μέρος του ζώου. Άλλοι, αφού ράψουν τα μάτια των γερανών και των κύκνων και τους κλείσουν στο σκοτάδι, τους παχαίνουν, νοστιμίζοντας το κρέας τους με παράξενα μείγματα και σάλτσες.
2. Από τούτα είναι ολοφάνερο πως όχι για τροφή ούτε από ένδεια ή από ανάγκη αλλά από κορεσμό, αναισχυντία και αγάπη για την πολυτέλεια έχουν κάνει την ανομία ηδονή. Έπειτα, όπως ακριβώς με τις αχόρταγες στις ηδονές γυναίκες, αυτός που παραδίδεται στην ακολασία αφού δοκιμάσει τα πάντα, χάνεται και καταλήγει σε ακατανόμαστες πράξεις, έτσι οι ασωτίες στο θέμα του φαγητού, αφού ξεπεράσουν τον τελικό σκοπό που ορίζει η φύση και η ανάγκη, με ωμότητες και ανομίες ποικίλλουν τις ορέξεις. Στην πραγματικότητα, τα αισθητήρια αρρωσταίνουν, διαστρέφει το ένα το άλλο και παραδίδονται μαζί στην ακολασία, εφόσον δεν ακολουθούν τα μέτρα της φύσης. Έτσι η ακοή, αν αρρωστήσει, καταστρέφει τη μουσική, που κάνει τη μαλθακότητα και τη χαύνωσή μας να λαχταρά ξεδιάντροπα χάδια και γαργαλίσματα κατάλληλα για γυναικούλες. Τούτα έμαθαν την όραση να μην ευχαριστιέται με πυρρίχιους χορούς, εκφραστικές χειρονομίες και χορευτικές κινήσεις, με αγάλματα και ζωγραφιές, αλλά κάνει τη σφαγή και το θάνατο ανθρώπων, τα τράυματα και τις μάχες πανάκριβο θέαμα. Με τον τρόπο αυτό μετά από άνομα τραπέζια ακολουθούν ακόλαστες συνουσίες, μετά από ξεδιάντροπους έρωτες άμουσα ακροάματα, μετά από αναίσχυντες μελωδίες και ακούσματα έκφυλα θεάματα και μετά από άγρια θεάματα αναισθησία και ωμότητα απέναντι στους ανθρώπους. Για τούτο ο θεϊκός Λυκούργος όριζε στις τρεις ρήτρες οι πόρτες και οι σκεπές των σπιτιών να γίνονται με πριόνι και τσεκούρι, χωρίς να χρησιμοποιείται κανένα άλλο όργανο, όχι βέβαια επειδή έκανε πόλεμο στα τρυπάνια, στα σκεπάρνια και σε όσα εργαλεία είναι φτιαγμένα για λεπτές δουλειές, αλλά επειδή ήξερε ότι μέσα από τέτοιες χοντροκομμένες κατασκευές δεν θα μπάσεις επίχρυσο ανάκλιντρο ούτε θα τολμήσεις να βάλεις σε σπίτι λιτό ασημένια τραπέζια, χαλιά πορφυρά και πολύτιμους λίθους. Αντίθετα, με τέτοιου είδους σπίτι, ανάκλιντρο, τραπέζι και ποτήρι ταιριάζει δείπνο απλό και γεύμα δημοκρατικό, ενώ, κάνοντας αρχή με τον κακό τρόπο ζωής,
"σαν το μόλις αποκομμένο από το το βυζί πουλάρι που δίπλα στη μάνα του τρέχει",
ακολουθεί κάθε είδους τρυφηλότητα και πολυτέλεια.
3. Στ' αλήθεια, ποιο δείπνο, για το οποίο θανατώνεται κάποιο έμψυχο ον, δεν είναι ακριβό; Λίγο το θεωρούμε ότι κοστίζει η ζωή; Και δεν εννοώ βέβαια τη ζωή της μητέρας, του πατέρα, κάποιου αγαπημένου προσώπου ή παιδιού, όπως έλεγε ο Εμπεδοκλής, αλλά αυτή που έχει τουλάχιστον μερίδιο στην αίσθηση, στην όραση, στην ακοή, στη φαντασία, στη νοημοσύνη, την οποία έχει παραλάβει κάθε ζωντανό πλάσμα από τη ψύχη για να αποκτά ό,τι του είναι οικείο και να αποφεύγει ό,τι του είναι ξένο. Εξέτασε ποιοι από τους φιλοσόφους μάς εξημερώνουν περισσότερο, εκείνοι που μας καλούν να τρώμε τα παιδιά, τα αγαπημένα πρόσωπα, τους πατεράδες και τις γυναίκες μας, όταν πεθάνουν, ή ο Πυθαγόρας και ο Εμπεδοκλής που μας συνηθίζουν να είμαστε και προς πλάσματα άλλου γένους δίκαιοι. Εσύ κοροϊδεύεις τον άνθρωπο που δεν τρώει πρόβατο, εμείς όμως, θα πουν, αν σε δούμε να κόβεις τον πεθαμένο πατέρα και τη μάνα σου μερίδες, να τις στέλνεις στους φίλους σου που δεν είναι παρόντες, να καλείς όσους είναι παρόντες και να τους σερβίρεις άφθονες τις σάρκες, δεν θα γελάσουμε, αλλά και τώρα ίσως αμαρτάνουμε, όταν αγγίζουμε τα βιβλία τούτα, χωρίς να καθαρίζουμε τα χέρια και τα πρόσωπά μας, τα πόδια και τα αυτιά μας, εκτός αν, μα τον Δία, είναι καθαρμός από εκείνα το να μιλάμε για τούτα, "ξεπλένοντας", όπως λέει ο Πλάτων, "με πόσιμα λόγια την αλμυρή ακοή". Αν κάποιος παραλληλίσει τα δύο αυτά είδη βιβλίων και δογμάτων, τα πρώτα ταιριάζουν στους Σκύθες...για να φιλοσοφούν, στους Σογδανούς, στους Μελαγχλαίνους, για τους οποίους ο Ηρόδοτος δίνει πληροφορίες χωρίς να γίνεται πιστευτός. Τα δόγματα του Πυθαγόρα και του Εμπεδοκλή, αντίθετα, ήταν νόμοι για τους παλιούς Έλληνες..., τα δημητριακά και οι τρόποι ζωής... [επειδή δεν έχουμε κανένα δικαίωμα απέναντι στα άλογα ζώα].
4. Ποιοι λοιπόν αποφάσισαν τούτα αργότερα;
"Εκείνοι που πρώτοι σφυρηλάτησαν το μαχαίρι των κακούργων του δρόμου,
εκείνοι που πρώτοι έφαγαν τα βόδια τα καματερά".
Έτσι, βέβαια, αρχίζουν και οι τύραννοι τις σφαγές. Όπως ακριβώς την πρώτη φορά σκότωσαν στην Αθήνα τον χειρότερο συκοφάντη, ο οποίος επονομάστηκε άξιος (για να πεθάνει), κι έπειτα τον δεύτερο και τον τρίτο. Μετά από τούτο συνήθισαν και δέχονταν να θανατώνεται ο Νικήρατος, ο γιος του Νικία, ο στρατηγός Θηραμένης και ο φιλόσοφος Πολέμαρχος. Κατά τον ίδιο τρόπο στην αρχή φαγώθηκε κάποιο άγριο και φονικό ζώο κι έπειτα κατασπαράχτηκε κάποιο πουλί ή ψάρι. Αφού γεύτηκε έτσι αίμα και δοκιμάστηκε πάνω τους η φονική μας διάθεση, στράφηκε προς το καματερό βόδι, το πρόβατο που μας στολίζει και τον κόκορα που μένει στο σπίτι. Σιγά σιγά, αφού ακόνισαν έτσι οι άνθρωποι την απληστία τους, προχώρησαν σε σφαγές ανθρώπων, σε πολέμους και δολοφονίες. Αν όμως κάποιος δεν αποδείξει πρώτα ότι μπαίνουν σε κοινά σώματα οι ψυχές κατά τις παλιγγενεσίες, και αυτό που τώρα είναι λογικό γίνεται έπειτα άλογο και ξαναγίνεται ήμερο το τώρα άγριο, ότι η φύση αλλάζει τα πάντα και τα εγκαθιστά σε άλλες κατοικίες,
"ντύνοντάς τα με ασυνήθιστο χιτώνα σάρκας",
τούτα δε θα αποτρέψουν το ανήμερο, το ακόλαστο στοιχείο μέσα μας, αυτό που και στο σώμα δημιουργεί αρρώστιες και βάρος και την ψυχή διαφθείρει, εφόσον την τρέπει σε πόλεμο, ακόμη πιο άνομο, αφού συνηθίσαμε πια να μην προσφέρουμε σε φιλοξενούμενο τραπέζι, να μη γιορτάσουμε γάμο, να μη συναντιόμαστε με φίλους χωρίς αίμα και σφαχτό.
5. Ωστόσο, ακόμη κι αν το επιχείρημα για τις ψυχές και τον ερχομό τους πάλι σε άλλα σώματα μένει αναπόδεικτο και είναι αναξιόπιστο, η αμφιβολία μάς κάνει να είμαστε επιφυλακτικοί και να φοβόμαστε. Είναι σαν κάποιος σε πολεμική νυχτερινή σύγκρουση ορμούσε με το ξίφος να χτυπήσει άντρα τραυματισμένο, που το σώμα του έκρυβε ο θώρακας, και άκουγε άλλον να του λέει πως, χωρίς να είναι σίγουρος, πιστεύει και νομίζει ότι ο πεσμένος άνδρας είναι ο γιος του πρώτου, αδελφός, πατέρας ή σύσκηνος. Τι είναι καλύτερο; Να συνταχθεί με υποψία όχι αληθινή και να αφήσει ήσυχο τον εχθρό ως φίλο ή να μη λάβει υπόψη του κάτι αβέβαιο και να σκοτώσει τον οικείο ως εχθρό; Το τελευταίο θα χαρακτηρίσετε όλοι τρομερό. Κοίταξε επίσης τη Μερόπη της τραγωδίας, που σηκώνει απέναντι στον ίδιο της το γιο πελέκι, θεωρώντας τον ως φονιά του γιου της, και λέει:
"Πιο αποτελεσματικό χτύπημα θα σου καταφέρω εγώ τώρα"
πόση συγκίνηση προκαλεί στους θεατές και τους σηκώνει όρθιους από το φόβο μήπως τυχόν και χτυπήσει το παλικάρι, προτού τη σταματήσει ο γέροντας. Αν ένας γέροντας στεκόταν δίπλα και της έλεγε: "Χτύπα τον! Είναι εχθρός" και ένας άλλος: "Μην τον χτυπάς! Είναι ο γιος σου", ποιο αδίκημα θα ήταν μεγαλύτερο, το να μην προχωρήσει στην τιμωρία του εχθρού για χάρη του γιου ή να σκοτώσει το παιδί της από την οργή της προς τον εχθρό; Αν, επομένως, δεν είναι μίσος ούτε θυμός, δεν είναι άμυνα ούτε φόβος για τη ζωή μας που μας σπρώχνει στο φόνο, αλλά προς χάρη της ηδονής στεκόταν εκεί έτοιμο σφαχτάρι με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, κι έπειτα ο ένας φιλόσοφος μας έλεγε: "Σφάξ' το, είναι ζώο χωρίς λογικό", ενώ ο άλλος: "Σταμάτα! Κι αν η ψυχή κάποιου συγγενή ή γνωστού έχει μπει μέσα στο σώμα αυτό;" Ίσος τουλάχιστον είναι, θεοί, κι όμοιος ο κίνδυνος, στην πρώτη περίπτωση, αν δείξω απάθεια, να μη φάω κρέας, και στη δεύτερη, αν δεν πιστέψω, να σκοτώσω παιδί ή άλλον οικείο.
6. Ισότιμη δεν είναι ούτε τούτη η αντιπαράθεση με τους Στωικούς για τη σαρκοφαγία. Στ' αλήθεια, γιατί ο τόσος τόνος στην κοιλιά και στις κουζίνες; Γιατί, εφόσον θεωρούν θηλυπρεπή την ηδονή και την κατηγορούν ως κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε προηγμένον ούτε οικείο, δείχνουν τέτοια έγνοια για το περιττό στην ηδονή; Ωστόσο θα ήταν συνεπές με τη θεωρία τους, αν διώχνουν τα αρώματα και τα γλυκά από τα συμπόσια, να δυσανασχετούν περισσότερο με το αίμα και τη σάρκα. Έτσι όπως έχουν τώρα τα πράγματα, φιλοσοφούν σαν να συντάσσουν το ημερήσιο πρόγραμμα και αφαιρούν τις δαπάνες στα δείπνα για τα άχρηστα και τα περιττά, δεν αποδιώχνουν όμως την απάνθρωπη και δολοφονική αγάπη για την καλοπέραση. "Πράγματι, λέει, δεν υπάρχει καμιά συγγένεια ανάμεσα σε εμάς και στα πλάσματα χωρίς λογικό". Ούτε όμως ανάμεσα σε εμάς και στο μύρο, θα μπορούσε κάποιος να πει, ούτε ανάμεσα σε εμάς και στα ξενικά γλυκίσματα. Μείνετε λοιπόν μακριά και από τα ζώα, εφόσον εκδιώκετε από παντού ό,τι μη χρήσιμο και μη αναγκαίο στην ηδονή.
7. Ας εξετάσουμε, ωστόσο, και το εξής, αν δεν υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και στα ζώα η παραμικρή σχέση δικαιοσύνης, είτε μιλάμε με τεχνικούς είτε με σοφιστικούς όρους. Αφού κοιτάξουμε μέσα μας τα ίδια τα συναισθήματά μας, αφού μιλήσουμε τον εαυτό μας με λόγια ανθρωπιάς και εξετάσουμε...
Τους δύο λόγους Περί Σαρκοφαγίας στο πρωτότυπο αρχαίο κείμενο, καθώς και σε ξενόγλωσσες μεταφράσεις, μπορείτε να βρείτε εδώ:
Γιώργος Τσιτσιρίγκος
dasos22350@gmail.com
Το κείμενο περιλαμβάνει κομμάτια που ίσως αποτελούν προσθήκες από άλλους λόγους του Πλουτάρχου. Τα κομμάτια όμως αυτά δεν αλλάζουν το συνολικό νόημα του λόγου. Όπου βλέπετε αποσιωπητικά (...) το κείμενο λείπει σε εκείνο το σημείο.
Ο Πλούταρχος με αυτούς τους δύο λόγους μάλλον καταθέτει τη διαμαρτυρία του για τα διατροφικά ήθη της εποχής και ευνοεί την περιορισμένη κατανάλωση κρέατος, χωρίς να μας ξεκαθαρίζει ότι πίστευε ή ακολουθούσε ο ίδιος την τακτική της απόλυτης χορτοφαγίας.
Οι δύο λόγοι "Περί Σαρκοφαγίας" αποτελούν ορόσημο για τα σύγχρονα κινήματα της χορτοφαγίας, του βεγκανισμού και της ωμοφαγίας, καθώς θίγει το ζήτημα της κρεατοφαγίας από πολλές οπτικές γωνίες: την ηθική, τη φιλοσοφική, την ανθρωπολογική, την υγειονομική και την πνευματική. Ως κατακλείδα και συμβουλή του σοφού αυτού ανθρώπου θα μπορούσαμε ίσως να κρατήσουμε ότι κρέας θα πρέπει να τρώμε μόνο όταν και εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιβίωση και την υγεία μας και όχι για την τέρψη μας.
Απολαύστε τα κείμενα και σχολιάστε!
ΠΕΡΙ ΣΑΡΚΟΦΑΓΙΑΣ ΛΟΓΟΣ Α'
1. Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν το αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανασίμων τραυμάτων.
"Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν, ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των βοδιών" {Ομήρου Οδύσσεια}
Τούτο βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στ αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμα, να υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, ενώ αυτά είναι ακόμα ζωντανά και μιλούν, και να επινοεί μεθόδους για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη πρέπει να εξετάσει κάποιος και όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά.
2. Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, και κατέληξαν σε αυτήν την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή: "Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα! Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου της ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια. Τότε αέρας έκρυβε ακόμη τον ουρανό και τα άστρα, ανακατεμένος με θολή και αδιαπέραστη υγρασία, φωτιά κι ανεμοζάλη. Ο ήλιος ακόμη δεν είχε σταθεί ακίνητος και, σταθερό
'έχοντας δρόμο, την αυγή
και τη δύση να διακρίνει, τις γύριζε πάλι,
αφού τις στεφάνωνε με τις καρποφόρες Ώρες που φορούν
λουλούδια
στο κεφάλι, ενώ η γη γνώριζε μεγάλη αδικία'
από ποταμούς που χύνονταν εδώ κι εκεί, πολλές περιοχές της δεν είχαν μορφή λόγω των νερών που λίμναζαν, και η ίδια ήταν σε άγρια κατάσταση με τις παχιές λάσπες, τις άφορες λόχμες και τα δάση. Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνης ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δε μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος... μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές του έτους. Πού το παράξενο λοιπόν αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και η λάσπη τρωγόταν και φλοιός δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βαλανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μία βαλανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια. Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σας οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα, τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη πως δε μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή; Αποκαλείτε άγρια ζώα τα φίδια, τις λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια, ενώ οι ίδιοι σφάζετε και σκοτώνετε χωρίς να τους αφήσετε περιθώρια να σας ξεπεράσουν σε ωμότητα. Για εκείνα τα σκοτωμένα ζώα είναι τροφή, για εσάς λιχουδιά."
3. Πράγματι, δεν τρώμε βέβαια λιοντάρια και λύκους για να αμυνθούμε. Αυτά τα αφήνουμε και , αντίθετα, πιάνουμε και σκοτώνουμε τα άκακα, τα εξημερωμένα, όσα δεν έχουν κεντρί ούτε δόντια να δαγκώσουν, τα οποία, μα το Δία, γέννησε η φύση για την ομορφιά και τη χάρη τους...
Η συνέχεια του κεφαλαίου 3 αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα κομμάτι από άλλο κείμενο του Πλουτάρχου με εντελώς διαφορετικό θέμα. Γι' αυτό και δε συνδέεται νοηματικά με τον υπόλοιπο λόγο.
[ Είναι σαν κάποιος , βλέποντας το Νείλο να πλημμυρίζει και να γεμίζει τη χώρα με ορμητικά νερά, γόνιμα και καρποφόρα, να μη συνειδητοποιεί τούτο το θαύμα, το ότι τρέφει και κάνει να βγαίνουν άφθονοι οι πιο ήμεροι και ωφέλιμοι για τη ζωή καρποί, αλλά, παίρνοντας κάπου το μάτι του κροκόδειλο να κολυμπάει στα νερά του, ασπίδα να σέρνεται και μύγες, ζώα άγρια και σιχαμένα, να αναφέρει αυτά ως αιτίες που τον κατηγορεί και αναγκάζεται να αντιδράσει όπως αντιδρά. Ή, μα το Δία, είναι σαν να κοιτάζει κάποιος τη γη τούτη και τα χωράφια, γεμάτα ήμερους καρπούς και πλημμυρισμένα στάχυα, κι έπειτα, κοιτώντας κάτω από την πλούσια αυτή συγκομιδή και ανακαλύπτοντας κάπου στάχυ ήρας ή άλλου παρασίτου, να αφήνει εκείνα αμάζευτα κι αθέριστα και να παραπονιέται για τούτα. Γιατί λοιπόν, και λόγο ρήτορα συνηγόρου αν παρακολουθεί κάποιος σε δίκη, λόγο πληθωρικό, που εκφωνείται για να βοηθήσει στον κίνδυνο ή, μα το Δία, για να κατακρίνει και να καταγγείλει πράξεις αυθαίρετες και αυταπόδεικτες, λόγο που ρέει και προχωρεί με τρόπο όχι απλό ούτε λιτό, αλλά είναι φορτωμένος με πολλά μαζί ή μάλλον με κάθε είδους πάθη και απευθύνεται κατά τον ίδιο τρόπο στις πολλές και διάφορες ψυχικές διαθέσεις των ακροατών ή των δικαστών, τις οποίες πρέπει να αλλάξει και να μεταβάλλει ή, μα το Δία, να καταπραΰνει, να ημερώσει και να ηρεμήσει - γιατί λοιπόν τούτος ο παρατηρητής, παραβλέποντας να εξετάσει και να εκτιμήσει το στοιχείο τούτο της υπόθεσης που έχει να κάνει ... με την έκβαση της δίκης, να σταχυολογεί λάθη στην έκφραση, τα οποία ο λόγος, χειμαρρώδης, συμπαρέσυρε στην ορμή του, λάθη που χάνονται και εξαφανίζονται όσο προχωρεί; Αλλά και κάποιου δημοσίου ρήτορα αν παρακολουθεί... ]
4. Τίποτα δε μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί κι έχει φτιαχτεί από τη φύση ( το ζωντανό πλάσμα). Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματά του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει: "Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου, αλλά μην προχωρήσεις στην ύβρη. Αν είναι για να φας, σκότωσέ με, αν είναι για να φας πιο ευχάριστα, μη με σκοτώνεις". Τι ωμότητα! Είναι τρομακτικό να βλέπεις να στρώνεται τραπέζι πλουσίων, που έχουν νεκροστολιστές μάγειρες και παρασκευαστές περίπλοκων φαγητών, ακόμη πιο φοβερό όμως (να το βλέπεις) όταν ξεστρώνεται, διότι όσα έχουν μείνει είναι περισσότερα απ' όσα έχουν φαγωθεί. Επομένως τα ζώα μάταια πέθαναν. Άλλα πάλι από τα σερβιρισμένα τα λυπούνται, δεν θέλουν να τα δουν κομμένα και τεμαχισμένα και δεν τα αγγίζουν νεκρά, αν ήταν όμως ζωντανά, δε θα δίσταζαν.
5. Ωστόσο επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση... Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ' αρχάς από την κατασκευή των σωμάτων. Πράγματι, το ανθρώπινο σώμα δε μοιάζει με κανενός ζώου απ΄όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία. Αν υποστηρίζεις πως είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκείνα. Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο. Έξυπνη ήταν βέβαια η απάντηση του Λάκωνα, που αγόρασε μικρό ψάρι σε πανδοχείο και ζήτησε από τον πανδοχέα να του το ετοιμάσει. Όταν εκείνος του ζήτησε τυρί, ξίδι και λάδι, απάντησε: "Αν τα είχα, δε θα αγόραζα ψάρι". Εμείς όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι, μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα, ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό. Μα ακόμη κι αφού αυτά διαλυθούν, μαλακώσουν και υποστούν προκαταβολικά πέψη, είναι δύσκολο στην πέψη να επικρατήσει και, αν νικηθεί, προκαλεί φοβερό βάρος και νοσηρές μορφές δυσπεψίας.
6. Ο Διογένης τόλμησε να φάει χταπόδι ωμό ώστε να βάλει τέρμα στην επεξεργασία του κρέατος με τη φωτιά. Ενώ είχαν σταθεί γύρω του άνθρωποι πολλοί, αφού κάλυψε το κεφάλι του με τον τριβώνα, πλησιάζοντας το κρέας στο στόμα του, είπε: "Για χάρη σας εκθέτω τη ζωή μου σε κίνδυνο", κίνδυνο, μα το Δία, αληθινά ωραίο. Όπως ο Πελοπίδας για να ελευθερώσει τη Θήβα ή όπως ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων για χάρη των Αθηναίων, δεν έθεσε ο φιλόσοφος τη ζωή του σε κίνδυνο, παλεύοντας με ωμό χταπόδι, για να αποθηριώσει τη ζωή των ανθρώπων; Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνον για τα σώματα παρά φύση, αλλά χοντραίνουν και τις ψυχές με την υπεραφθονία και τον κορεσμό. "Το κρασί και η υπερβολική κρεοφαγία κάνουν πράγματι το σώμα δυνατό και ρωμαλέο, την ψυχή όμως ασθενική". Για να μη θίξω τους αθλητές, καταφεύγω σε συγγενικά μου παραδείγματα. Οι κάτοικοι της Αττικής αποκαλούσαν εμάς του Βοιωτούς χοντρούς, αναίσθητους και ηλίθιους κυρίως λόγω της αδηφαγίας. "Τούτοι πάλι... γουρούνια... και ο Μένανδρος... αυτοί που έχουν σαγόνια" και ο Πίνδαρος: "και να καταλάβουν έπειτα..." "λάμψη ξηρή είναι η πιο σοφή ψυχή", σύμφωνα με τον Ηράκλειτο. Τα άδεια πιθάρια, όταν τα χτυπήσεις, ηχούν, όταν γεμίσουν όμως, δεν απαντούν στο χτύπημα. Τα λεπτά χαλκώματα πάλι μεταδίδουν τους ήχους κυκλικά, μέχρις ότου, ακουμπώντας κάποιος το χέρι του, δημιουργήσει φράγμα και φιμώσει τον ήχο που παράγεται, καθώς το χτύπημα μεταφέρεται κυκλικά. Το μάτι πάλι, αν γεμίσει με πλεονάζον υγρό, θαμπώνεται, ατονεί και δε μπορεί να εκτελέσει το έργο του. Κοιτάζοντας επίσης τον ήλιο μέσα από αέρα που μάζεψε υγρασία και πλήθος αναφομοίωτων αναθυμιάσεων, τον βλέπουμε όχι καθαρό και λαμπρό, αλλά βυθισμένο σε αχλή με ακτίνες που ξεγλιστρούν και χάνονται. Έτσι επομένως και μέσα από σώμα ταραγμένο, παραφορτωμένο και βαρύ από τροφές αταίριαστες η λάμψη της ψυχής και το φέγγος της φτάνουν κατ' ανάγκη αδύναμα και θολά, πλανιούνται και είναι ασταθή, εφόσον η ψυχή δε διαθέτει φως και ένταση για να εισχωρήσει στα λεπτά και αδιόρατα σημεία της πραγματικότητας.
7. Μα και πέρα από αυτά, δε θεωρείς πως ο εθισμός στην αγάπη για τα άλλα πλάσματα είναι θαυμάσιο πράγμα; Ποιος θα μπορούσε να αδικήσει άνθρωπο, αν αντιμετωπίζει με τόση πραότητα και αγάπη πλάσματα ξένα και όχι συγγενικά; Πριν δύο μέρες, σε κάποια συζήτηση, ανέφερα τη ρήση του Ξενοκράτη, ότι οι Αθηναίοι τιμώρησαν εκείνον που έγδαρε το κριάρι ζωντανό. Κατά την άποψή μου, όποιος βασανίζει πλάσμα που δε ζει δεν είναι χειρότερος από εκείνον που αφαιρεί τη ζωή και σκοτώνει, αλλά, απ' ό,τι φαίνεται, νιώθουμε πιο έντονα αδικίες που είναι αντίθετες στη συνήθεια και τη φύση. Τούτα εξέφρασα σε εκείνη την περίπτωση με πιο απλό τρόπο, τη μεγάλη όμως, μυστηριώδη και απίστευτη για ανθρώπους προικισμένους, που σκέφτονται σαν θνητοί, όπως λέει ο Πλάτων, αρχή, στην οποία βασίζεται η άποψή μου, διστάζω ακόμα να φέρω προς συζήτηση, όπως ο ναυτικός διστάζει να ρίξει το πλοίο του σε κακοκαιρία ή ο θεατρικός συγγραφέας να υψώσει το σκηνικό μηχάνημα στη μέση του δράματος. Δεν είναι ίσως αταίριαστο να προετοιμάσει κάποιος το κοινό, αναφέροντας από πριν του στίχους του Εμπεδοκλή... Εδώ αναφέρεται αλληγορικά στις ψυχές, ότι δηλαδή, τιμωρούμενες για φόνους, βρώση σαρκών και κανιβαλισμό, έχουν δεθεί με σώματα θνητά. Ωστόσο, τούτη η άποψη φαίνεται να είναι ακόμη πιο παλιά, εφόσον τα μυθικά πάθη και ο διαμελισμός, που αναφέρονται για το Διόνυσο, και αυτά που τόλμησαν να κάνουν οι Τιτάνες εναντίον του και να τον φάνε, η τιμωρία τους, τέλος, για το φόνο και η κεραυνοβόλησή τους, είναι μύθος που αναφέρεται υπαινικτικά στην αναγέννηση, διότι στο άλογο στοιχείο μέσα μας, στο στοιχείο της αταξίας και της βίας που είναι όχι θεϊκό αλλά δαιμονικό, έδωσαν οι αρχαίοι το όνομα Τιτάνες, που σημαίνει αυτούς που τιμωρούνται και αποτίουν τα δέοντα για τις αδικίες τους.
ΠΕΡΙ ΣΑΡΚΟΦΑΓΙΑΣ ΛΟΓΟΣ Β'
1. Ο λόγος μας αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και καινούριο ζήλο να ασχοληθούμε με το μπαγιατεμένο θέμα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά. Εξ άλλου, έχει πιωθεί ο κυκεών της συνήθειας που, όπως εκείνος της Κίρκης, ωδίνες της γέννας και πόνους ανακατεύει, απάτες και θρήνους, και δεν είναι εύκολο να βγάλει κάποιος το αγκίστρι της σαρκοφαγίας, μπηγμένο και σφηνωμένο στη φιληδονία καθώς είναι. Στ΄αλήθεια, δεν θα ήταν άσχημο, όπως ακριβώς οι Αιγύπτιοι, αφού αφαιρέσουν τα σπλάχνα και τα σηκώσουν προς τον ήλιο, τα πετούν ως αίτια όλων των αμαρτημάτων που έκανε ο άνθρωπος, έτσι κι εμείς, αφού αποκόψουμε τη γαστριμαργία και τη δίψα μας για αίμα, να μείνουμε αγνοί στην υπόλοιπη ζωή μας. Στην πραγματικότητα δεν είναι τα σπλάχνα που ζητούν να μολυνθούν με αίμα, αλλά μολύνονται λόγω της ασωτίας. Ωστόσο, αν είναι αδύνατον πια εξαιτίας της συνήθειας να μην αμαρτάνουμε, νιώθοντας ντροπή για την αμαρτία, ας καταφεύγουμε σε αυτή όταν υπάρχει λόγος, ας τρώμε σάρκες επειδή πεινάμε, όχι για να καλοπερνάμε. Ας σκοτώσουμε το ζώο, νιώθοντας λύπη και πόνο, όχι αντιμετωπίζοντάς το με έλλειψη σεβασμού και βασανίζοντάς το, σαν πολλά που κάνουν τώρα ορισμένοι, μπήγοντας πυρωμένες σούβλες στο λαιμό των γουρουνιών έτσι, ώστε με την εμβάπτιση του σιδήρου μέσα του, το αίμα , αφού πήξει και διαχυθεί, να κάνει τη σάρκα εύθρυπτη και μαλακή, άλλοι πηδώντας πάνω στους μαστούς των επιτόκων θηλυκών γουρουνιών και κλοτσώντας τους έτσι, ώστε αφού βγει αίμα με γάλα και άλλα υγρά και αφού πεθάνουν ταυτόχρονα τα έμβρυα με τους πόνους του τοκετού, να φάνε, Δία καθαρτήριε, το πιο ερεθισμένο μέρος του ζώου. Άλλοι, αφού ράψουν τα μάτια των γερανών και των κύκνων και τους κλείσουν στο σκοτάδι, τους παχαίνουν, νοστιμίζοντας το κρέας τους με παράξενα μείγματα και σάλτσες.
2. Από τούτα είναι ολοφάνερο πως όχι για τροφή ούτε από ένδεια ή από ανάγκη αλλά από κορεσμό, αναισχυντία και αγάπη για την πολυτέλεια έχουν κάνει την ανομία ηδονή. Έπειτα, όπως ακριβώς με τις αχόρταγες στις ηδονές γυναίκες, αυτός που παραδίδεται στην ακολασία αφού δοκιμάσει τα πάντα, χάνεται και καταλήγει σε ακατανόμαστες πράξεις, έτσι οι ασωτίες στο θέμα του φαγητού, αφού ξεπεράσουν τον τελικό σκοπό που ορίζει η φύση και η ανάγκη, με ωμότητες και ανομίες ποικίλλουν τις ορέξεις. Στην πραγματικότητα, τα αισθητήρια αρρωσταίνουν, διαστρέφει το ένα το άλλο και παραδίδονται μαζί στην ακολασία, εφόσον δεν ακολουθούν τα μέτρα της φύσης. Έτσι η ακοή, αν αρρωστήσει, καταστρέφει τη μουσική, που κάνει τη μαλθακότητα και τη χαύνωσή μας να λαχταρά ξεδιάντροπα χάδια και γαργαλίσματα κατάλληλα για γυναικούλες. Τούτα έμαθαν την όραση να μην ευχαριστιέται με πυρρίχιους χορούς, εκφραστικές χειρονομίες και χορευτικές κινήσεις, με αγάλματα και ζωγραφιές, αλλά κάνει τη σφαγή και το θάνατο ανθρώπων, τα τράυματα και τις μάχες πανάκριβο θέαμα. Με τον τρόπο αυτό μετά από άνομα τραπέζια ακολουθούν ακόλαστες συνουσίες, μετά από ξεδιάντροπους έρωτες άμουσα ακροάματα, μετά από αναίσχυντες μελωδίες και ακούσματα έκφυλα θεάματα και μετά από άγρια θεάματα αναισθησία και ωμότητα απέναντι στους ανθρώπους. Για τούτο ο θεϊκός Λυκούργος όριζε στις τρεις ρήτρες οι πόρτες και οι σκεπές των σπιτιών να γίνονται με πριόνι και τσεκούρι, χωρίς να χρησιμοποιείται κανένα άλλο όργανο, όχι βέβαια επειδή έκανε πόλεμο στα τρυπάνια, στα σκεπάρνια και σε όσα εργαλεία είναι φτιαγμένα για λεπτές δουλειές, αλλά επειδή ήξερε ότι μέσα από τέτοιες χοντροκομμένες κατασκευές δεν θα μπάσεις επίχρυσο ανάκλιντρο ούτε θα τολμήσεις να βάλεις σε σπίτι λιτό ασημένια τραπέζια, χαλιά πορφυρά και πολύτιμους λίθους. Αντίθετα, με τέτοιου είδους σπίτι, ανάκλιντρο, τραπέζι και ποτήρι ταιριάζει δείπνο απλό και γεύμα δημοκρατικό, ενώ, κάνοντας αρχή με τον κακό τρόπο ζωής,
"σαν το μόλις αποκομμένο από το το βυζί πουλάρι που δίπλα στη μάνα του τρέχει",
ακολουθεί κάθε είδους τρυφηλότητα και πολυτέλεια.
3. Στ' αλήθεια, ποιο δείπνο, για το οποίο θανατώνεται κάποιο έμψυχο ον, δεν είναι ακριβό; Λίγο το θεωρούμε ότι κοστίζει η ζωή; Και δεν εννοώ βέβαια τη ζωή της μητέρας, του πατέρα, κάποιου αγαπημένου προσώπου ή παιδιού, όπως έλεγε ο Εμπεδοκλής, αλλά αυτή που έχει τουλάχιστον μερίδιο στην αίσθηση, στην όραση, στην ακοή, στη φαντασία, στη νοημοσύνη, την οποία έχει παραλάβει κάθε ζωντανό πλάσμα από τη ψύχη για να αποκτά ό,τι του είναι οικείο και να αποφεύγει ό,τι του είναι ξένο. Εξέτασε ποιοι από τους φιλοσόφους μάς εξημερώνουν περισσότερο, εκείνοι που μας καλούν να τρώμε τα παιδιά, τα αγαπημένα πρόσωπα, τους πατεράδες και τις γυναίκες μας, όταν πεθάνουν, ή ο Πυθαγόρας και ο Εμπεδοκλής που μας συνηθίζουν να είμαστε και προς πλάσματα άλλου γένους δίκαιοι. Εσύ κοροϊδεύεις τον άνθρωπο που δεν τρώει πρόβατο, εμείς όμως, θα πουν, αν σε δούμε να κόβεις τον πεθαμένο πατέρα και τη μάνα σου μερίδες, να τις στέλνεις στους φίλους σου που δεν είναι παρόντες, να καλείς όσους είναι παρόντες και να τους σερβίρεις άφθονες τις σάρκες, δεν θα γελάσουμε, αλλά και τώρα ίσως αμαρτάνουμε, όταν αγγίζουμε τα βιβλία τούτα, χωρίς να καθαρίζουμε τα χέρια και τα πρόσωπά μας, τα πόδια και τα αυτιά μας, εκτός αν, μα τον Δία, είναι καθαρμός από εκείνα το να μιλάμε για τούτα, "ξεπλένοντας", όπως λέει ο Πλάτων, "με πόσιμα λόγια την αλμυρή ακοή". Αν κάποιος παραλληλίσει τα δύο αυτά είδη βιβλίων και δογμάτων, τα πρώτα ταιριάζουν στους Σκύθες...για να φιλοσοφούν, στους Σογδανούς, στους Μελαγχλαίνους, για τους οποίους ο Ηρόδοτος δίνει πληροφορίες χωρίς να γίνεται πιστευτός. Τα δόγματα του Πυθαγόρα και του Εμπεδοκλή, αντίθετα, ήταν νόμοι για τους παλιούς Έλληνες..., τα δημητριακά και οι τρόποι ζωής... [επειδή δεν έχουμε κανένα δικαίωμα απέναντι στα άλογα ζώα].
4. Ποιοι λοιπόν αποφάσισαν τούτα αργότερα;
"Εκείνοι που πρώτοι σφυρηλάτησαν το μαχαίρι των κακούργων του δρόμου,
εκείνοι που πρώτοι έφαγαν τα βόδια τα καματερά".
Έτσι, βέβαια, αρχίζουν και οι τύραννοι τις σφαγές. Όπως ακριβώς την πρώτη φορά σκότωσαν στην Αθήνα τον χειρότερο συκοφάντη, ο οποίος επονομάστηκε άξιος (για να πεθάνει), κι έπειτα τον δεύτερο και τον τρίτο. Μετά από τούτο συνήθισαν και δέχονταν να θανατώνεται ο Νικήρατος, ο γιος του Νικία, ο στρατηγός Θηραμένης και ο φιλόσοφος Πολέμαρχος. Κατά τον ίδιο τρόπο στην αρχή φαγώθηκε κάποιο άγριο και φονικό ζώο κι έπειτα κατασπαράχτηκε κάποιο πουλί ή ψάρι. Αφού γεύτηκε έτσι αίμα και δοκιμάστηκε πάνω τους η φονική μας διάθεση, στράφηκε προς το καματερό βόδι, το πρόβατο που μας στολίζει και τον κόκορα που μένει στο σπίτι. Σιγά σιγά, αφού ακόνισαν έτσι οι άνθρωποι την απληστία τους, προχώρησαν σε σφαγές ανθρώπων, σε πολέμους και δολοφονίες. Αν όμως κάποιος δεν αποδείξει πρώτα ότι μπαίνουν σε κοινά σώματα οι ψυχές κατά τις παλιγγενεσίες, και αυτό που τώρα είναι λογικό γίνεται έπειτα άλογο και ξαναγίνεται ήμερο το τώρα άγριο, ότι η φύση αλλάζει τα πάντα και τα εγκαθιστά σε άλλες κατοικίες,
"ντύνοντάς τα με ασυνήθιστο χιτώνα σάρκας",
τούτα δε θα αποτρέψουν το ανήμερο, το ακόλαστο στοιχείο μέσα μας, αυτό που και στο σώμα δημιουργεί αρρώστιες και βάρος και την ψυχή διαφθείρει, εφόσον την τρέπει σε πόλεμο, ακόμη πιο άνομο, αφού συνηθίσαμε πια να μην προσφέρουμε σε φιλοξενούμενο τραπέζι, να μη γιορτάσουμε γάμο, να μη συναντιόμαστε με φίλους χωρίς αίμα και σφαχτό.
5. Ωστόσο, ακόμη κι αν το επιχείρημα για τις ψυχές και τον ερχομό τους πάλι σε άλλα σώματα μένει αναπόδεικτο και είναι αναξιόπιστο, η αμφιβολία μάς κάνει να είμαστε επιφυλακτικοί και να φοβόμαστε. Είναι σαν κάποιος σε πολεμική νυχτερινή σύγκρουση ορμούσε με το ξίφος να χτυπήσει άντρα τραυματισμένο, που το σώμα του έκρυβε ο θώρακας, και άκουγε άλλον να του λέει πως, χωρίς να είναι σίγουρος, πιστεύει και νομίζει ότι ο πεσμένος άνδρας είναι ο γιος του πρώτου, αδελφός, πατέρας ή σύσκηνος. Τι είναι καλύτερο; Να συνταχθεί με υποψία όχι αληθινή και να αφήσει ήσυχο τον εχθρό ως φίλο ή να μη λάβει υπόψη του κάτι αβέβαιο και να σκοτώσει τον οικείο ως εχθρό; Το τελευταίο θα χαρακτηρίσετε όλοι τρομερό. Κοίταξε επίσης τη Μερόπη της τραγωδίας, που σηκώνει απέναντι στον ίδιο της το γιο πελέκι, θεωρώντας τον ως φονιά του γιου της, και λέει:
"Πιο αποτελεσματικό χτύπημα θα σου καταφέρω εγώ τώρα"
πόση συγκίνηση προκαλεί στους θεατές και τους σηκώνει όρθιους από το φόβο μήπως τυχόν και χτυπήσει το παλικάρι, προτού τη σταματήσει ο γέροντας. Αν ένας γέροντας στεκόταν δίπλα και της έλεγε: "Χτύπα τον! Είναι εχθρός" και ένας άλλος: "Μην τον χτυπάς! Είναι ο γιος σου", ποιο αδίκημα θα ήταν μεγαλύτερο, το να μην προχωρήσει στην τιμωρία του εχθρού για χάρη του γιου ή να σκοτώσει το παιδί της από την οργή της προς τον εχθρό; Αν, επομένως, δεν είναι μίσος ούτε θυμός, δεν είναι άμυνα ούτε φόβος για τη ζωή μας που μας σπρώχνει στο φόνο, αλλά προς χάρη της ηδονής στεκόταν εκεί έτοιμο σφαχτάρι με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, κι έπειτα ο ένας φιλόσοφος μας έλεγε: "Σφάξ' το, είναι ζώο χωρίς λογικό", ενώ ο άλλος: "Σταμάτα! Κι αν η ψυχή κάποιου συγγενή ή γνωστού έχει μπει μέσα στο σώμα αυτό;" Ίσος τουλάχιστον είναι, θεοί, κι όμοιος ο κίνδυνος, στην πρώτη περίπτωση, αν δείξω απάθεια, να μη φάω κρέας, και στη δεύτερη, αν δεν πιστέψω, να σκοτώσω παιδί ή άλλον οικείο.
6. Ισότιμη δεν είναι ούτε τούτη η αντιπαράθεση με τους Στωικούς για τη σαρκοφαγία. Στ' αλήθεια, γιατί ο τόσος τόνος στην κοιλιά και στις κουζίνες; Γιατί, εφόσον θεωρούν θηλυπρεπή την ηδονή και την κατηγορούν ως κάτι που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε προηγμένον ούτε οικείο, δείχνουν τέτοια έγνοια για το περιττό στην ηδονή; Ωστόσο θα ήταν συνεπές με τη θεωρία τους, αν διώχνουν τα αρώματα και τα γλυκά από τα συμπόσια, να δυσανασχετούν περισσότερο με το αίμα και τη σάρκα. Έτσι όπως έχουν τώρα τα πράγματα, φιλοσοφούν σαν να συντάσσουν το ημερήσιο πρόγραμμα και αφαιρούν τις δαπάνες στα δείπνα για τα άχρηστα και τα περιττά, δεν αποδιώχνουν όμως την απάνθρωπη και δολοφονική αγάπη για την καλοπέραση. "Πράγματι, λέει, δεν υπάρχει καμιά συγγένεια ανάμεσα σε εμάς και στα πλάσματα χωρίς λογικό". Ούτε όμως ανάμεσα σε εμάς και στο μύρο, θα μπορούσε κάποιος να πει, ούτε ανάμεσα σε εμάς και στα ξενικά γλυκίσματα. Μείνετε λοιπόν μακριά και από τα ζώα, εφόσον εκδιώκετε από παντού ό,τι μη χρήσιμο και μη αναγκαίο στην ηδονή.
7. Ας εξετάσουμε, ωστόσο, και το εξής, αν δεν υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και στα ζώα η παραμικρή σχέση δικαιοσύνης, είτε μιλάμε με τεχνικούς είτε με σοφιστικούς όρους. Αφού κοιτάξουμε μέσα μας τα ίδια τα συναισθήματά μας, αφού μιλήσουμε τον εαυτό μας με λόγια ανθρωπιάς και εξετάσουμε...
Τους δύο λόγους Περί Σαρκοφαγίας στο πρωτότυπο αρχαίο κείμενο, καθώς και σε ξενόγλωσσες μεταφράσεις, μπορείτε να βρείτε εδώ:
dasos22350@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου