a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Τὰ νησιὰ τῆς ῾Ἑλλάδας! ὦ νησιὰ βλογημένα,
ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα μιὰ Σαπφὼ τραγουδοῦσε,
ποὺ πολέμων κι εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα,
ποὺ τὸ φέγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ τὴ Δῆλο σκορποῦσε!

῎Αχ ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰ τώρα,
μὰ βασίλεψαν ὅλα, ὅλα τ’ ἄλλλα σας δῶρα!

Καὶ τῆς Χίος τὴ Μούσα καὶ τῆς Τέως τὴ Λύρα*,
ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,
σέ ἄλλους τόπους γιὰ φήμη τὰ μετάφερε ἡ Μοίρα,
γιατὶ ἡ μαύρη τους μάνα μήτε ἂν ζοῦνε δὲ ρώτα!

Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴ Δύση,
ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἀνθίζαν τῶν « Μακάρων αἱ νῆσοι »

Τὰ βουνὰ τὸ μεγάλο Μαραθώνα θωρᾶνε
κι ἡ ἀθάνατη βλέπει τὰ πελάγη κοιλάδα.
᾽Εδῶ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πὼς νά ᾽ναι
θὰ μποροῦσε καὶ πάλι μιὰν ἐλεύτερη ῾Ελλάδα!

Γιατὶ πῶς νὰ κοιτάζω τὸ Περσάνικο μνῆμα
καὶ νὰ λέγω πὼς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς κι ἐγὼ θύμα!

Στὸν γκρεμνὸ ποὺ ἀντικρίζει τὴ μικρὴ Σαλαμίνα,
μιὰ φορὰ βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου,
δίχως τέλος καράβια, μὲ τ’ ἀμέτρητα ἐκεῖνα
μαζευόντανε πλήθη. ῏Ηταν ὅλα δικά του.

Τὴν αὐγὴ μὲ καμάρι τὰ μετροῦσε ἐκεῖ πέρα,
μὰ τί γένηκαν ὅλα σὰν ἐβράδιασε ἡ μέρα!

Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνα! Ποῦ εἶναι, ὦ Πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ἀκρογιάλι ἐβωβάθη!

Τῶν παλιῶν τῶν ἡρώων ένας μύθος δὲν μένει,
τῆς μεγάλης καρδιᾶς τους κάθε χτύπος ἐχάθη.

Καὶ τὴ λύρα σου ἀκόμα τὴν ἀφῆκες, ὀιμένα!
ἀπ’ τοὺς θείους σου ψάλτες νὰ ξεπέση σὲ μένα!

Μὲς στὸν ἄδοξο δρόμο, ποὺ μιὰ τύχη μὲ σέρνει
μὲ φυλὴ ποὺ σηκώνει τῆς σκλαβιᾶς ἁλυσίδα,
κάποιο βάλσαμο κρύφιο στὸ τραγούδι μου φέρνει
ἡ ντροπή, ποὺ μὲ πιάνει γιὰ μιὰ τέτοια πατρίδα!

Καὶ τί νά ᾽χη ἐδῶ ἄλλ’ ὁ ποιητής, παρὰ μόνο
γιὰ τοὺς ῞Ελληνας πίκρα, γιὰ τὴ χώρα τους πόνο!

Πρέπει τάχα νὰ κλαῖμε μεγαλεῖα χαμένα
καὶ ντροπὴ νὰ μᾶς βάφη, ἀντὶς αἶμα σὰν πρῶτα;

Βγάλε, ὦ γῆς δοξασμένη, ἀπ’ τὰ σπλάχνα σου ἕνα
ἱερὸ ἀπομεινάρι τῶυ παιδιῶν τοῦ Εὐρώτα!

᾽Απ’ ἐκειούς, τοὺς Τρακόσιους, τρεῖς ἂς ἔρθουνε, φτάνουν,
ἄλλη μιὰ Θερμοπύλα στὰ βουνά σου νὰ κάνουν.

Πῶς! ᾽Ακόμα σωπαίνουν; Πῶς!, ᾽Ακόμα ἡσυχάζουν;
῎Οχι, ὄχι! ᾽Ακούγω τὶς ψυχὲς ἀπ’ τὸν ῞Αδη,
σὰν ποτάμι ποὺ τρέχει μακρινά, νὰ φωνάζουν :
« ῞Ενας μόνο ἂς σαλέψη ζωντανός, καὶ κοπάδι
ἀπ’ τὴ γῆς ἀποκάτου λεβεντιὰ ξεκινοῦμε·
εἶναι αὐτοὶ ποὺ κοιμοῦνται· μεῖς ἀκόμα σ’ ἀκοῦμε! »

῎Αχ, τοῦ κάκου, τοῦ κάκου! ῎Αλλες λύρες στὰ χέρια!
Μὲ σαμιώτικο τώρα τὸ ποτήρι ἂς γεμίση.
῎Αφηνε αἷμα καἵ μάχες γιὰ τὰ τούρκικα ἀσκέρια,
καὶ καθένας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἂς μᾶς χύση!
Δές τους! ῞Ολοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπάνω,
τοῦ μικρόψυχου Βάκχου τὸ ἐγκώμιο σὰν κάνω!

Τὸν Πυρρίχιο* χορό σας ὡς τὰ τώρα βαστᾶτε,
ἡ Πυρρίχια ἡ «φάλαγξ» ποῦ νὰ πῆγε, καημένοι!
᾽Απὸ δυὸ τέτοια δῶρα, πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε,
ποὺ ψυχὲς ἀντρειώνει καὶ καρδιὲς ἀνασταίνει!
Καὶ τὰ γράμματα ἀκόμα ἑνὸς Κάδμου κρατεῖτε·
τάχα νά ᾽ταν γιὰ σκλάβους τὰ ψηφιά του θαρρεῖτε;

« ᾽Εκλεχτὲς σελίδες » ( Μεταφρ. Ἀργ. ᾽Εφταλιώτη ) Βύρων

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Τὰ νησιὰ τῆς ῾Ἑλλάδας! ὦ νησιὰ βλογημένα,
ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα μιὰ Σαπφὼ τραγουδοῦσε,
ποὺ πολέμων κι εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα,
ποὺ τὸ φέγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ τὴ Δῆλο σκορποῦσε!

῎Αχ ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰ τώρα,
μὰ βασίλεψαν ὅλα, ὅλα τ’ ἄλλλα σας δῶρα!

Καὶ τῆς Χίος τὴ Μούσα καὶ τῆς Τέως τὴ Λύρα*,
ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,
σέ ἄλλους τόπους γιὰ φήμη τὰ μετάφερε ἡ Μοίρα,
γιατὶ ἡ μαύρη τους μάνα μήτε ἂν ζοῦνε δὲ ρώτα!

Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴ Δύση,
ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἀνθίζαν τῶν « Μακάρων αἱ νῆσοι »

Τὰ βουνὰ τὸ μεγάλο Μαραθώνα θωρᾶνε
κι ἡ ἀθάνατη βλέπει τὰ πελάγη κοιλάδα.
᾽Εδῶ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πὼς νά ᾽ναι
θὰ μποροῦσε καὶ πάλι μιὰν ἐλεύτερη ῾Ελλάδα!

Γιατὶ πῶς νὰ κοιτάζω τὸ Περσάνικο μνῆμα
καὶ νὰ λέγω πὼς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς κι ἐγὼ θύμα!

Στὸν γκρεμνὸ ποὺ ἀντικρίζει τὴ μικρὴ Σαλαμίνα,
μιὰ φορὰ βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου,
δίχως τέλος καράβια, μὲ τ’ ἀμέτρητα ἐκεῖνα
μαζευόντανε πλήθη. ῏Ηταν ὅλα δικά του.

Τὴν αὐγὴ μὲ καμάρι τὰ μετροῦσε ἐκεῖ πέρα,
μὰ τί γένηκαν ὅλα σὰν ἐβράδιασε ἡ μέρα!

Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνα! Ποῦ εἶναι, ὦ Πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ἀκρογιάλι ἐβωβάθη!

Τῶν παλιῶν τῶν ἡρώων ένας μύθος δὲν μένει,
τῆς μεγάλης καρδιᾶς τους κάθε χτύπος ἐχάθη.

Καὶ τὴ λύρα σου ἀκόμα τὴν ἀφῆκες, ὀιμένα!
ἀπ’ τοὺς θείους σου ψάλτες νὰ ξεπέση σὲ μένα!

Μὲς στὸν ἄδοξο δρόμο, ποὺ μιὰ τύχη μὲ σέρνει
μὲ φυλὴ ποὺ σηκώνει τῆς σκλαβιᾶς ἁλυσίδα,
κάποιο βάλσαμο κρύφιο στὸ τραγούδι μου φέρνει
ἡ ντροπή, ποὺ μὲ πιάνει γιὰ μιὰ τέτοια πατρίδα!

Καὶ τί νά ᾽χη ἐδῶ ἄλλ’ ὁ ποιητής, παρὰ μόνο
γιὰ τοὺς ῞Ελληνας πίκρα, γιὰ τὴ χώρα τους πόνο!

Πρέπει τάχα νὰ κλαῖμε μεγαλεῖα χαμένα
καὶ ντροπὴ νὰ μᾶς βάφη, ἀντὶς αἶμα σὰν πρῶτα;

Βγάλε, ὦ γῆς δοξασμένη, ἀπ’ τὰ σπλάχνα σου ἕνα
ἱερὸ ἀπομεινάρι τῶυ παιδιῶν τοῦ Εὐρώτα!

᾽Απ’ ἐκειούς, τοὺς Τρακόσιους, τρεῖς ἂς ἔρθουνε, φτάνουν,
ἄλλη μιὰ Θερμοπύλα στὰ βουνά σου νὰ κάνουν.

Πῶς! ᾽Ακόμα σωπαίνουν; Πῶς!, ᾽Ακόμα ἡσυχάζουν;
῎Οχι, ὄχι! ᾽Ακούγω τὶς ψυχὲς ἀπ’ τὸν ῞Αδη,
σὰν ποτάμι ποὺ τρέχει μακρινά, νὰ φωνάζουν :
« ῞Ενας μόνο ἂς σαλέψη ζωντανός, καὶ κοπάδι
ἀπ’ τὴ γῆς ἀποκάτου λεβεντιὰ ξεκινοῦμε·
εἶναι αὐτοὶ ποὺ κοιμοῦνται· μεῖς ἀκόμα σ’ ἀκοῦμε! »

῎Αχ, τοῦ κάκου, τοῦ κάκου! ῎Αλλες λύρες στὰ χέρια!
Μὲ σαμιώτικο τώρα τὸ ποτήρι ἂς γεμίση.
῎Αφηνε αἷμα καἵ μάχες γιὰ τὰ τούρκικα ἀσκέρια,
καὶ καθένας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἂς μᾶς χύση!
Δές τους! ῞Ολοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπάνω,
τοῦ μικρόψυχου Βάκχου τὸ ἐγκώμιο σὰν κάνω!

Τὸν Πυρρίχιο* χορό σας ὡς τὰ τώρα βαστᾶτε,
ἡ Πυρρίχια ἡ «φάλαγξ» ποῦ νὰ πῆγε, καημένοι!
᾽Απὸ δυὸ τέτοια δῶρα, πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε,
ποὺ ψυχὲς ἀντρειώνει καὶ καρδιὲς ἀνασταίνει!
Καὶ τὰ γράμματα ἀκόμα ἑνὸς Κάδμου κρατεῖτε·
τάχα νά ᾽ταν γιὰ σκλάβους τὰ ψηφιά του θαρρεῖτε;

« ᾽Εκλεχτὲς σελίδες » ( Μεταφρ. Ἀργ. ᾽Εφταλιώτη ) Βύρων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου