Βρήκα το ακόλουθο απόσπασμα από το καταπληκτικό βιβλιαράκι του Richard Bach, "Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον» στο cosmos. Τα λόγια είναι περιττά. Όλο το νόημα βρίσκεται στο απόσπασμα και το βίντεο που ακολουθεί Απολαύστε το !
Μὲ τὴν ἀνατολή, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε πάλι τὴν ἐξάσκησή του. Ἀπὸ ὕψος πέντε χιλιάδες πόδια οἱ ψαρόβαρκες ἦσαν βουλίτσες πάνω στὸ λεῖο γαλανὸ νερό, τὸ Σμῆνος στὸ Πρόγευμα ἕνα ἀχνὸ σύννεφο ἀπὸ μικροσκοπικὰ σκονάκια, νὰ στροβιλίζονται. Ἦταν ζωντανός, τρέμοντας λίγο ἀπὸ χαρά, περήφανος ποὺ κυριαρχοῦσε τώρα πάνω στὸ φόβο του. Ὕστερα δίχως ἐπισημότητες μάζεψε τὶς φτεροῦγες του, ἅπλωσε τὶς κοντὲς λοξὲς ἄκρες τῶν φτερῶν του καὶ βούτηξε ἀμέσως πρὸς τὴ θάλασσα. Ὅταν πέρασε τὶς τέσσερεις χιλιάδες πόδια, εἶχε φτάσει τὴν ὁριακὴ ταχύτητα, ὁ ἀέρας ἦταν ἕνα στέρεο φράγμα ἤχου ἀπέναντι στὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ πιὸ γρήγορα. Πετοῦσε τώρα ἴσια κάτω, μὲ ταχύτητα διακόσια δεκατέσσερα μίλια τὴν ὥρα. Ξεροκατάπιε, γιατί ἤξερε πὼς ἂν τὰ φτερά του ἄνοιγαν σ᾿ αὐτὴ τὴ ταχύτητα, θὰ γινόταν ἕνα ἑκατομμύριο κομματάκια γλάρου. Ἡ ταχύτητα ὅμως ἦταν δύναμη, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν χαρά, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν ἀπόλυτη ὀμορφιά.
Ἄρχισε τὴν ἀνάσχεση στὰ χίλια πόδια, οἱ ἄκρες τῶν φτερῶν του ἔτριζαν κι᾿ ἄναβαν σ᾿ αὐτὸ τὸν τρομακτικὸ ἄνεμο, ἡ βάρκα καὶ τὸ πλῆθος τῶν γλάρων ἔρχονταν κατὰ πάνω του καὶ μεγάλωναν μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα, πάνω στὸ δρόμο του.
Δὲν μποροῦσε νὰ σταματήσει· δὲν ἤξερε ἀκόμα οὔτε πῶς νὰ στρίψει μ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα.
Ἡ σύγκρουση θὰ σήμαινε ἀκαριαῖο θάνατο. Κι᾿ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του.
Συνέβηκε κεῖνο τὸ πρωί, τότε, μόλις μετὰ τὸ ξημέρωμα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νὰ περάσει σὰ σφαῖρα ἀπ᾿ τὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνάθροισης γιὰ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους, σὰν ἀστραπὴ μὲ διακόσια δώδεκα μίλια τὴν ὥρα, μὲ τὰ μάτια κλειστά, σ᾿ ἕνα ἄγριο βουητὸ ἀπὸ ἀέρα καὶ φτερά. Ὁ Γλάρος Τύχη τοῦ χαμογέλασε γιὰ μιὰ φορὰ καὶ κανένας δὲ σκοτώθηκε.
Ὅταν πιὰ σήκωσε τὸ ράμφος του πρὸς τὸν οὐρανό, ἐξακολουθοῦσε νὰ κινεῖται σὰ πύρινη σφαῖρα μὲ ταχύτητα ἑκατὸν ἑξήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὅταν σιγὰ σιγὰ ἔφτασε στὰ εἴκοσι μίλια καὶ ἅπλωσε ξανὰ ἐπιτέλους τὰ φτερά του, ἡ βάρκα ἦταν σὰ ψίχουλο πάνω στὴ θάλασσα, τέσσερεις χιλιάδες πόδια κάτω. Σκέφτηκε τὸ θρίαμβο. Ὁριακὴ ταχύτητα! Ἕνας γλάρος πετᾶ μὲ ταχύτητα διακόσια δέκα τέσσερα μίλια τὴν ὥρα! Ἦταν μιὰ Κατάκτηση, ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ μοναδικὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία του Σμήνους, καὶ κείνη τὴ στιγμὴ μία καινούργια ἐποχὴ ἄνοιξε γιὰ τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Ἀφοῦ πέταξε στὸ ἐρημικὸ τόπο τῆς ἐξάσκησής του, διπλώνοντας τὰ φτερά του γιὰ νὰ βουτήξει ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες πόδια, βάλθηκε ἀμέσως ν᾿ ἀνακαλύψει πῶς νὰ στρίβει.
Ἀνακάλυψε πὼς ἕνα καὶ μόνο ἀκρινὸ φτερὸ ἂν κινηθεῖ ἀνὰ χιλιοστό, προκαλεῖ μία ὁμαλὴ μεγαλόπρεπη καμπύλη σὲ τρομαχτικὴ ταχύτητα. Πρὶν τὸ μάθει αὐτό, ὡστόσο, ἀνακάλυψε πὼς ἂν κουνήσει περισσότερα ἀπὸ ἕνα φτερὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σὰ σφαίρα ὅπλου... Καὶ ὁ Ἰωνάθαν εἶχε ἔτσι γίνει ὁ πρῶτος ἀκροβάτης τοῦ ἀέρα, πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο γλάρο στὸν κόσμο.
Δὲν ἔχασε καιρὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κουβέντες μὲ ἄλλους γλάρους ἀλλὰ συνέχισε νὰ πετᾶ ὥσπου νύχτωσε. Ἀνακάλυψε τὴν ἀκροβατικὴ στροφή, τὴν ἀργὴ περιστροφή, τὴν ἀνάποδη στροφή, τὸ στροβίλισμα, τὴν τούμπα.
Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔφτασε κοντὰ στὸ Σμῆνος στὴν παραλία, ἦταν νύχτα βαθιά. Ἦταν ζαλισμένος καὶ φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿ ὅμως άπ᾿ τὴ χαρά του προσγειώθηκε μὲ ἀκροβασία καὶ πραγματοποιώντας λίγο πρὶν ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, μιὰ ξαφνικὴ ἀπότομη περιστροφή.
Ὅταν μάθουν, σκέφτηκε, τὴν Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ χαρά. Πόσο πιὸ πλούσια γίνεται τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή! Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἄγνοια, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα καὶ ἐπιδέξια.Μποροῦμε νὰ εἴμαστε λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!
Τὰ χρόνια μπροστά του ἀντηχοῦσαν καὶ λαμπύριζαν γεμάτα ὑποσχέσεις.
Οἱ Γλάροι ἦταν μαζεμένοι στὴ Συνάθροιση τοῦ Συμβουλίου ὅταν προσγειώθηκε καὶ καθὼς φαίνεται ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἀπὸ ὥρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.
«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στὸ Κέντρο!». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἀκούστηκαν μὲ μία φωνὴ ὑπέρτατης ἐπισημότητας. «Στάσου στὸ Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπὴ ἢ μεγάλη τιμή. Στὸ Κέντρο γιὰ Τιμὴ ἦταν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνονταν οἱ πιὸ μεγάλοι ἀρχηγοὶ τῶν γλάρων. Μὰ φυσικά, σκέφτηκε, στὸ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους σήμερα τὸ πρωὶ εἶδαν τὴν Κατάκτηση! Ἐγὼ ὅμως δὲν θέλω τιμές. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω ἀρχηγός. Θέλω μόνο νὰ μοιραστῶ ὅ,τι ἀνακάλυψα, νὰ δείξω τοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἁπλώνονται μπροστά μας. Ἔκανε ἕνα βῆμα μπρός.
«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», εἶπε ὁ Γέροντας, «στάσου στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ νὰ σὲ δοῦν οἱ σύντροφοί σου γλάροι!».
Ἦταν σὰ νὰ τὸν εἶχαν χτυπήσει μὲ σανίδα. Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὰ φτερά του ζάρωσαν, τ᾿ αὐτιά του βούιζαν. Στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπή; Ἀδύνατο!
Ἡ Κατάκτηση! Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!
«...γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη ἀνευθυνότητά του», ἡ σοβαρὴ φωνὴ ἀντηχοῦσε, «ποὺ καταπατᾶ τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν παράδοση τῆς οἰκογένειας τῶν Γλάρων»...
Νὰ σταθεῖ στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ σημαίνει πὼς θὰ τὸν διώξουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν κοινωνία τῶν γλάρων, ἀπόβλητο σὲ μοναχικὴ ζωὴ στοὺς Πέρα Βράχους.
«...κάποια μέρα, Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θὰ μάθεις πὼς ἡ ἀνευθυνότητα δὲν ἀποδίδει. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ἄγνωστο κι᾿ αὐτὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστο· ἕνα μόνο εἶναι γνωστό: πὼς ἐρχόμαστε στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανοὶ ὅσο μποροῦμε περισσότερο».
Ἕνας γλάρος δὲν ἀντιμιλᾶ ποτὲ στὸ Συμβούλιο τοῦ Σμήνους, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωνάθαν ξέσπασε. «Ἀνευθυνότητα; Ἀδέλφια μου!» φώναξε. «Ποιὸς εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὸ γλάρο ποὺ ἀνακαλύπτει κι᾿ ἀκολουθεῖ ἕνα νόημα, ἕναν ἀνώτερο σκοπὸ στὴ ζωή; γιὰ χίλια χρόνια τσαλαβουτοῦμε ψάχνοντας νὰ βροῦμε ψαροκεφαλές, ἀλλὰ τώρα ἔχουμε ἕνα σκοπὸ στὴ ζωὴ - νὰ μάθουμε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε, νά 'μαστε λεύτεροι! Δῶστε μου μιὰ εὐκαιρία μόνο, ἀφῆστε με νὰ σὰς δείξω τί ἀνακάλυψα...».
Τὸ Σμῆνος θαρρεῖς πὼς ἦταν πέτρινο.
«Δὲν ἀνήκεις πιὰ στὴν Ἀδελφότητα» φώναξαν ὅλα μαζί, καὶ μονομιᾶς ἔκλεισαν τ᾿ αὐτιά τους καὶ τοῦ γύρισαν τὶς πλάτες.
Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος πέρασε τὶς ὑπόλοιπές του μέρες μόνος, ἀλλὰ πέταξε μακριά, πιὸ μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους. Ἦταν θλιμμένος ὄχι ἀπὸ μοναξιά, ἀλλὰ γιατί οἱ γλάροι ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ μεγαλεῖο τῆς πτήσης ποὺ τοὺς περίμενε· ἀρνήθηκαν ν᾿ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ δοῦν.
Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Ἔμαθε πὼς μία βουτιὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ν᾿ ἀνακαλύψει τὰ σπάνια καὶ νόστιμα ψάρια ποὺ κολυμποῦσαν κοπαδιαστὰ δέκα πόδια κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὠκεανοῦ: δὲ χρειαζόταν πιὰ ψαρόβαρκες καὶ μπαγιάτικο ψωμὶ γιὰ νὰ ἐπιζήσει. Ἔμαθε νὰ κοιμᾶται στὸν ἀέρα, ἀκολουθώντας νυχτερινὴ πορεία πάνω στὸ θαλασσινὸ ἀγέρι καὶ καλύπτοντας ἑκατὸ μίλια ἀπ᾿ τὸ ἡλιοβασίλεμα ὡς τὰ ξημερώματα. Μὲ τὸν ἴδιο ἐσωτερικό του ἔλεγχο, πετοῦσε μέσ᾿ ἀπὸ βαριὰ θαλασσινὴ ὁμίχλη κι᾿ ἀνέβαινε ἀκόμα πιὸ ψηλὰ στὸν ἀστραφτερὸ καθαρὸ οὐρανό... ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ ἄλλοι γλάροι στέκονταν στὴ στεριὰ μέσα στὴν καταχνιὰ καὶ τὴ βροχή. Ἔμαθε νὰ πετάει μὲ τοὺς ἀψηλοὺς ἀνέμους βαθιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ στεριά, νὰ βρίσκει ἐκεῖ γιὰ νὰ τραφεῖ νόστιμα ἔντομα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου