a.readmore { /* CSS properties go here */ }
Καλώς ορίσατε στην μάχη της Αναζήτησης.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ό,τι το «Θείο» και «Ιερό».
Οι γνώμες διχάζονται όσον αφορά την καταγωγή και τους γονείς του Τάνταλου. Μητέρα του ήταν η Πλουτώ, κόρη του Κρόνου και της Ρέας ή όπως ισχυρίζονται άλλοι, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Πατέρας του ήταν ο Δίας ή ο Τμώλος, ο βελανιδοστεφανωμενός θεός του όρους Τμώλου, ο οποίος βασίλευε μαζί με τη γυναίκα του Ομφάλη στη Λυδία και έκανε τον κριτή στον αγώνα μεταξύ του Πάνα και του Απόλλωνα. Μερικοί λένε ότι ο Τάνταλος υπήρξε βασιλιάς του 'Αργους ή της Κορίνθου, ενώ άλλοι ότι από το όρος Σίπυλο έφτασε στα βόρεια, στη Λυδία, για να βασιλέψει τελικά στην Παφλαγονία από εκεί όμως, αφού προκάλεσε την οργή των θεών, τον εξεδίωξε ο Φρύγας Ίλος, επειδή άρπαξε και αποπλάνησε τον αδελφό του Γανυμήδη.
Η γυναίκα του η Ευρυάνασσα, κόρη του ποτάμιου θεού Πακτωλού, του χάρισε τρία παιδιά: τον Πέλοπα, τη Νιόβη και τον Βροτέα. Μερικοί όμως λένε ότι ο Πέλοπας ήταν νόθος, ή γιος του Άτλαντα και της νύμφης Λίνου.
Ο Δίας ήταν στενός φίλος με τον Τάνταλο και του επέτρεπε να συμποσιάζεται με νέκταρ και αμβροσία στον Όλυμπο. Κάποτε όμως χτύπησε κατακέφαλα η δόξα τον Τάνταλο, μαρτύρησε τα μυστικά του Δία και έκλεψε την τροφή των θεών για να τη μοιραστεί με τούς θνητούς φίλους του..

Αλλά προτού αποκαλυφτεί το έγκλημα του, διέπραξε ένα χειρότερο: Προσκάλεσε τούς Ολύμπιους θεούς σε συμπόσιο στο όρος Σίπυλο  και θέλοντας να βάλει σε δοκιμασία την παντογνωσία του Δία, έσφαξε το γιο του Πέλοπα και πρόσθεσε τα κομμάτια του στο φαγητό πού ετοίμαζε για τούς θεούς, όπως έκαναν οι γιοι του Λυκάονα με τον αδελφό τους Νίκτυμο όταν φιλοξένησαν τον Δία στην  Αρκαδία.

Δεν κατόρθωσε όμως να ξεγελάσει τούς θεούς - εκτός από τη Δήμητρα, η οποία συγχυσμένη ακόμη από το πρόσφατο χαμό της Περσεφόνης έφαγε τη σάρκα της αριστερής του ωμοπλάτης-. Αφού ο Δίας τιμώρησε τον παιδοκτόνο Τάνταλο θέλησε να αναστήσει τον Πέλοπα, πρόσταξε λοιπόν τον Ερμή να μαζέψει τα μέλη του σώματος του και να τα ξαναβράσει στην ίδια χύτρα. Μετά η Μοίρα Κλωθώ συνταίριαξε τα μέλη, η Δήμητρα προσέφερε ένα κομμάτι ελεφαντόδοντο στη θέση της ωμοπλάτης πού είχε φάει και, όσο ο Τράγος-Πάν χοροπηδούσε από τη χαρά του, η Ρέα εμφύσησε ζωή στον Πέλοπα..

[Ο δε Πέλοπας ήταν τόσο όμορφος όταν βγήκε από τη χύτρα, ώστε ο Ποσειδώνας τον ερωτεύτηκε αμέσως και τον ανέβασε στον Όλυμπο πάνω στο χρυσό άρμα του πού το έσερναν χρυσά άτια. Τον έκανε οινοχόο και ερωμένο του, όπως αργότερα ο Δίας τον Γανυμήδη, και τον τάιζε αμβροσία. Ο Πέλοπας δεν κατάλαβε ότι η αριστερή ωμοπλάτη του ήταν από ελεφαντόδοντο παρά μόνον όταν πενθώντας την αδελφή του Νιόβη απογύμνωσε το στήθος του. Όλοι οι πραγματικοί απόγονοι του Πέλοπα έχουν το ίδιο διακριτικό. Η ελεφαντοστεινη ωμοπλάτη φυλάχτηκε στην Πισα μετά το θάνατο του Πέλοπα. ]
Ο Τάνταλος τιμωρήθηκε σκληρά για τα δύο εγκλήματα του: το βασίλειο του καταστράφηκε και ο ίδιος, αφού θανατώθηκε από το ίδιο το χέρι του Δία, καταδικάστηκε σε αιώνιο μαρτύριο μαζί με τον Ιξίονα, το Σίσυφο, τον Τιτυό, τις Δαναΐδες και άλλους. Βρίσκεται κρεμασμένος στο κλαδί ενός οπωροφόρου δέντρου πάνω από μια ελώδη λίμνη και βασανίζεται μόνιμα από πεινά και διψά. Τα κύματα σκεπάζουν τη μέση του, μερικές φορές φτάνουν ως το πηγούνι του, άλλα κάθε φορά πού πάει να πιει υποχωρούν και δεν μένει παρά η μαύρη λάσπη στα πόδια του , αν τυχόν μαζέψει λίγο νερό στη φούχτα, κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλά του, δεν φτάνει καλά καλά να υγράνει τα σκασμένα του χείλη, και τελικά μένει πιο διψασμένος από όσο ήταν. Το δέντρο είναι φορτωμένο απίδια, αστραφτερά μήλα, γλυκά σύκα, ώριμες ελιές και ρόδια. Οι νόστιμοι καρποί ακουμπούν σχεδόν στους ωμούς του, μόλις όμως απλώσει το χέρι του, ένα κύμα αέρα τα απομακρύνει.
Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε γνωστή ως τις μέρες μας ως το «μαρτύριο του Ταντάλου». Όμως το μαρτύριο του δεν τελειώνει εδώ..
Μια τεράστια πέτρα, ένας βράχος του Σίπυλου, κρέμεται πάνω από το δέντρο απειλώντας μονίμως να τσακίσει το κεφάλι του Τάνταλου. Αυτή ειδικά η τιμωρία του επιβλήθηκε για ένα τρίτο του έγκλημα: κλοπή με το επιβαρυντικό στοιχείο της ψευδορκίας.

Όταν κάποτε ο Δίας ήταν ακόμα βρέφος στην Κρήτη και τον θήλαζε η κατσίκα Αμάλθεια, ο Ήφαιστος έφτιαξε στη Ρέα ένα μαντρόσκυλο από χρυσάφι για να τον προσέχει. Αυτό το σκυλί κατόπιν έγινε ο φύλακας του ναού του Δία στη Δίκτη.  Ο γιος του Μεροπα Πανδάρεως, ο οποίος καταγόταν από τη Λυδία, έκλεψε το μαντρόσκυλο και το πήγε στον Τάνταλο για να το κρύψει στο όρος Σίπυλο. Όταν κόπασε η μεγάλη φασαρία μετά την κλοπή, ο Πανδάρεως ζήτησε πίσω το σκύλο από τον Τάνταλο εκείνος όμως ορκίστηκε στο όνομα του Δία ότι ποτέ δεν είχε δει το χρυσό σκυλί, ούτε καν είχε ακούσει για την ύπαρξη του . Ο όρκος έφτασε στα αφτιά του Δία και πρόσταξε τον Ερμή να διερευνήσει το θέμα. Ενώ ο Τάνταλος επέμενε στην ψευδορκία του, ο Ερμής ξαναβρήκε το σκύλο με πονηριά και ο Δίας καταπλάκωσε τον Τάνταλο με βράχο του Σίπυλου. Μέχρι σήμερα δείχνουν το σημείο αυτό κοντά στη λίμνη με το όνομα του Τάνταλου, στο λημέρι των Λεύκων κύκνειων αετών .
Ο Πανδάρεως και η γυναίκα του Αρμοθόη διέφυγαν πρώτα στην Αθήνα και έπειτα στη Σικελία, όπου πέθαναν εξαθλιωμένοι.
[Κατ' άλλους ο χρυσός σκύλος κλάπηκε από τον Τάνταλο, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε στον Πανδάρεω. Όταν ο Πανδάρεως αρνήθηκε ότι ο σκύλος έφτασε ποτέ στα χέρια του, οργισμένοι οι θεοί μεταμόρφωσαν αυτόν και τη γυναίκα του σε βράχους. Οι ορφανεμένες κόρες τους Μερόπη, Κλεοθήρα, ή αλλιώς Καμειρώ, και η Κλυτία μεγάλωσαν με τις φροντίδες της Αφροδίτης πού τις τάιζε ξινόγαλο, μέλι και γλυκό κρασί. Η Ήρα τις προίκισε με ομορφιά και υπεράνθρωπη σοφία. Χάρη στην Άρτεμη έγιναν ψηλές και δυνατές και η Αθηνά τις έμαθε όλες τις γνωστές τέχνες. Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς για ποίο λόγο λυπήθηκαν τόσο πολύ οι θεές τις ορφανές και γιατί έστειλαν την Αφροδίτη στον Δία να του μαλακώσει την καρδιά και να τις καλοπαντρέψει, εκτός πια κι αν αυτές οι ίδιες προέτρεψαν τον Πανδάρεω να κλέψει το σκυλί. Κάτι θα υποπτεύτηκε ο Δίας, γιατί όσο κλείστηκε με την Αφροδίτη να τα πουν στον Όλυμπο, οι Άρπυιες άρπαξαν με τη συναίνεση του τα τρία κορίτσια και τα παρέδωσαν στις Ερινύες οι οποίες τα χιλιοβασάνισαν για τα κρίματα των γονιών τους.]
Πηγές: Παυσανίας, Ησίοδος, Πλίνιος, Οβίδιος, Απολλόδωρος, Διόδωρος Σικελιώτης, Πλούταρχος, Πίνδαρος, Όμηρος,  toxolyros.gr
Τάνταλος - Σίσυφος - Ιξίων

καταδίκης στην Ελληνική Μυθολογία, δια του οποίου και στηλιτεύτηκε η αμφισβήτηση προς ό,τι το «Θείο» και «Ιερό».
Οι γνώμες διχάζονται όσον αφορά την καταγωγή και τους γονείς του Τάνταλου. Μητέρα του ήταν η Πλουτώ, κόρη του Κρόνου και της Ρέας ή όπως ισχυρίζονται άλλοι, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Πατέρας του ήταν ο Δίας ή ο Τμώλος, ο βελανιδοστεφανωμενός θεός του όρους Τμώλου, ο οποίος βασίλευε μαζί με τη γυναίκα του Ομφάλη στη Λυδία και έκανε τον κριτή στον αγώνα μεταξύ του Πάνα και του Απόλλωνα. Μερικοί λένε ότι ο Τάνταλος υπήρξε βασιλιάς του 'Αργους ή της Κορίνθου, ενώ άλλοι ότι από το όρος Σίπυλο έφτασε στα βόρεια, στη Λυδία, για να βασιλέψει τελικά στην Παφλαγονία από εκεί όμως, αφού προκάλεσε την οργή των θεών, τον εξεδίωξε ο Φρύγας Ίλος, επειδή άρπαξε και αποπλάνησε τον αδελφό του Γανυμήδη.
Η γυναίκα του η Ευρυάνασσα, κόρη του ποτάμιου θεού Πακτωλού, του χάρισε τρία παιδιά: τον Πέλοπα, τη Νιόβη και τον Βροτέα. Μερικοί όμως λένε ότι ο Πέλοπας ήταν νόθος, ή γιος του Άτλαντα και της νύμφης Λίνου.
Ο Δίας ήταν στενός φίλος με τον Τάνταλο και του επέτρεπε να συμποσιάζεται με νέκταρ και αμβροσία στον Όλυμπο. Κάποτε όμως χτύπησε κατακέφαλα η δόξα τον Τάνταλο, μαρτύρησε τα μυστικά του Δία και έκλεψε την τροφή των θεών για να τη μοιραστεί με τούς θνητούς φίλους του..

Αλλά προτού αποκαλυφτεί το έγκλημα του, διέπραξε ένα χειρότερο: Προσκάλεσε τούς Ολύμπιους θεούς σε συμπόσιο στο όρος Σίπυλο  και θέλοντας να βάλει σε δοκιμασία την παντογνωσία του Δία, έσφαξε το γιο του Πέλοπα και πρόσθεσε τα κομμάτια του στο φαγητό πού ετοίμαζε για τούς θεούς, όπως έκαναν οι γιοι του Λυκάονα με τον αδελφό τους Νίκτυμο όταν φιλοξένησαν τον Δία στην  Αρκαδία.

Δεν κατόρθωσε όμως να ξεγελάσει τούς θεούς - εκτός από τη Δήμητρα, η οποία συγχυσμένη ακόμη από το πρόσφατο χαμό της Περσεφόνης έφαγε τη σάρκα της αριστερής του ωμοπλάτης-. Αφού ο Δίας τιμώρησε τον παιδοκτόνο Τάνταλο θέλησε να αναστήσει τον Πέλοπα, πρόσταξε λοιπόν τον Ερμή να μαζέψει τα μέλη του σώματος του και να τα ξαναβράσει στην ίδια χύτρα. Μετά η Μοίρα Κλωθώ συνταίριαξε τα μέλη, η Δήμητρα προσέφερε ένα κομμάτι ελεφαντόδοντο στη θέση της ωμοπλάτης πού είχε φάει και, όσο ο Τράγος-Πάν χοροπηδούσε από τη χαρά του, η Ρέα εμφύσησε ζωή στον Πέλοπα..

[Ο δε Πέλοπας ήταν τόσο όμορφος όταν βγήκε από τη χύτρα, ώστε ο Ποσειδώνας τον ερωτεύτηκε αμέσως και τον ανέβασε στον Όλυμπο πάνω στο χρυσό άρμα του πού το έσερναν χρυσά άτια. Τον έκανε οινοχόο και ερωμένο του, όπως αργότερα ο Δίας τον Γανυμήδη, και τον τάιζε αμβροσία. Ο Πέλοπας δεν κατάλαβε ότι η αριστερή ωμοπλάτη του ήταν από ελεφαντόδοντο παρά μόνον όταν πενθώντας την αδελφή του Νιόβη απογύμνωσε το στήθος του. Όλοι οι πραγματικοί απόγονοι του Πέλοπα έχουν το ίδιο διακριτικό. Η ελεφαντοστεινη ωμοπλάτη φυλάχτηκε στην Πισα μετά το θάνατο του Πέλοπα. ]
Ο Τάνταλος τιμωρήθηκε σκληρά για τα δύο εγκλήματα του: το βασίλειο του καταστράφηκε και ο ίδιος, αφού θανατώθηκε από το ίδιο το χέρι του Δία, καταδικάστηκε σε αιώνιο μαρτύριο μαζί με τον Ιξίονα, το Σίσυφο, τον Τιτυό, τις Δαναΐδες και άλλους. Βρίσκεται κρεμασμένος στο κλαδί ενός οπωροφόρου δέντρου πάνω από μια ελώδη λίμνη και βασανίζεται μόνιμα από πεινά και διψά. Τα κύματα σκεπάζουν τη μέση του, μερικές φορές φτάνουν ως το πηγούνι του, άλλα κάθε φορά πού πάει να πιει υποχωρούν και δεν μένει παρά η μαύρη λάσπη στα πόδια του , αν τυχόν μαζέψει λίγο νερό στη φούχτα, κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλά του, δεν φτάνει καλά καλά να υγράνει τα σκασμένα του χείλη, και τελικά μένει πιο διψασμένος από όσο ήταν. Το δέντρο είναι φορτωμένο απίδια, αστραφτερά μήλα, γλυκά σύκα, ώριμες ελιές και ρόδια. Οι νόστιμοι καρποί ακουμπούν σχεδόν στους ωμούς του, μόλις όμως απλώσει το χέρι του, ένα κύμα αέρα τα απομακρύνει.
Η θεία και αιώνια αυτή τιμωρία έμεινε γνωστή ως τις μέρες μας ως το «μαρτύριο του Ταντάλου». Όμως το μαρτύριο του δεν τελειώνει εδώ..
Μια τεράστια πέτρα, ένας βράχος του Σίπυλου, κρέμεται πάνω από το δέντρο απειλώντας μονίμως να τσακίσει το κεφάλι του Τάνταλου. Αυτή ειδικά η τιμωρία του επιβλήθηκε για ένα τρίτο του έγκλημα: κλοπή με το επιβαρυντικό στοιχείο της ψευδορκίας.

Όταν κάποτε ο Δίας ήταν ακόμα βρέφος στην Κρήτη και τον θήλαζε η κατσίκα Αμάλθεια, ο Ήφαιστος έφτιαξε στη Ρέα ένα μαντρόσκυλο από χρυσάφι για να τον προσέχει. Αυτό το σκυλί κατόπιν έγινε ο φύλακας του ναού του Δία στη Δίκτη.  Ο γιος του Μεροπα Πανδάρεως, ο οποίος καταγόταν από τη Λυδία, έκλεψε το μαντρόσκυλο και το πήγε στον Τάνταλο για να το κρύψει στο όρος Σίπυλο. Όταν κόπασε η μεγάλη φασαρία μετά την κλοπή, ο Πανδάρεως ζήτησε πίσω το σκύλο από τον Τάνταλο εκείνος όμως ορκίστηκε στο όνομα του Δία ότι ποτέ δεν είχε δει το χρυσό σκυλί, ούτε καν είχε ακούσει για την ύπαρξη του . Ο όρκος έφτασε στα αφτιά του Δία και πρόσταξε τον Ερμή να διερευνήσει το θέμα. Ενώ ο Τάνταλος επέμενε στην ψευδορκία του, ο Ερμής ξαναβρήκε το σκύλο με πονηριά και ο Δίας καταπλάκωσε τον Τάνταλο με βράχο του Σίπυλου. Μέχρι σήμερα δείχνουν το σημείο αυτό κοντά στη λίμνη με το όνομα του Τάνταλου, στο λημέρι των Λεύκων κύκνειων αετών .
Ο Πανδάρεως και η γυναίκα του Αρμοθόη διέφυγαν πρώτα στην Αθήνα και έπειτα στη Σικελία, όπου πέθαναν εξαθλιωμένοι.
[Κατ' άλλους ο χρυσός σκύλος κλάπηκε από τον Τάνταλο, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε στον Πανδάρεω. Όταν ο Πανδάρεως αρνήθηκε ότι ο σκύλος έφτασε ποτέ στα χέρια του, οργισμένοι οι θεοί μεταμόρφωσαν αυτόν και τη γυναίκα του σε βράχους. Οι ορφανεμένες κόρες τους Μερόπη, Κλεοθήρα, ή αλλιώς Καμειρώ, και η Κλυτία μεγάλωσαν με τις φροντίδες της Αφροδίτης πού τις τάιζε ξινόγαλο, μέλι και γλυκό κρασί. Η Ήρα τις προίκισε με ομορφιά και υπεράνθρωπη σοφία. Χάρη στην Άρτεμη έγιναν ψηλές και δυνατές και η Αθηνά τις έμαθε όλες τις γνωστές τέχνες. Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς για ποίο λόγο λυπήθηκαν τόσο πολύ οι θεές τις ορφανές και γιατί έστειλαν την Αφροδίτη στον Δία να του μαλακώσει την καρδιά και να τις καλοπαντρέψει, εκτός πια κι αν αυτές οι ίδιες προέτρεψαν τον Πανδάρεω να κλέψει το σκυλί. Κάτι θα υποπτεύτηκε ο Δίας, γιατί όσο κλείστηκε με την Αφροδίτη να τα πουν στον Όλυμπο, οι Άρπυιες άρπαξαν με τη συναίνεση του τα τρία κορίτσια και τα παρέδωσαν στις Ερινύες οι οποίες τα χιλιοβασάνισαν για τα κρίματα των γονιών τους.]
Πηγές: Παυσανίας, Ησίοδος, Πλίνιος, Οβίδιος, Απολλόδωρος, Διόδωρος Σικελιώτης, Πλούταρχος, Πίνδαρος, Όμηρος,  toxolyros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου